Συζητώντας σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης κυρίως για το εξεταστικό σύστημα των μαθητών μας και για τα δευτερεύοντα στοιχεία της εκπαίδευσης, διαμορφώνεται και σχηματοποιείται τελικά μια κρατούσα αντίληψη πως το Λύκειο ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για τη μετάδοση γνώσεων. Αποσιωπούνται βασικές όψεις της διαπαιδαγώγησης των νέων, ακριβώς γιατί η εισαγωγή στα πανεπιστήμια και στα Τ.Ε.Ι. και το σχετικό σύστημα πρόσβασης εμφανίζονται ως η νομιμοποιητική και καθοριστική πλευρά του σχολείου.

Έτσι το ενδιαφέρον των μαθητών εστιάζεται μονομερώς προς την επαγγελματική τους εξέλιξη μέσω της οποίας θα διαμορφώσουν την κοινωνική τους θέση στον έντονα χρωματισμένο παραγωγικό καταμερισμό της εποχής μας, με την φοβερή απειλή όμως μιας πρωτόγνωρης ανεργίας.

Τούτων δοθέντων, ο μαθητής / η μαθήτρια τελικά κινούνται ανάμεσα σε «μυλόπετρες», σχολείο – φροντιστήριο, προετοιμασία για το μεν – προετοιμασία για το δε. Και φυσικά έτσι δεν μπορεί να υπάρξει λειτουργία μάθησης και γοητεία της γνώσης. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί πως ο κερδισμένος χρόνος του μαθητή είναι ο χρόνος του προσωπικού του διαβάσματος, μέσα στον οποίο θα αναπτύξει τις δικές του δυνατότητες, θα εμφανισθούν αυθεντικά οι όποιες αδυναμίες του και θα επιδιώξει να αναζητήσει τους τρόπους επίλυσή τους. Αυτές τις αδυναμίες στη συνέχεια πρέπει να τις μεταφέρει στο σχολείο, επιζητώντας επίμονα την άρση τους ή την άμβλυνσή τους. Η γνώση είναι απόρροια μιας πορείας κατάκτησης του μαθητή / της μαθήτριας, δεν είναι διαδικασία μεταφοράς μαθησιακής ύλης από τον εκπαιδευτικό στον εκπαιδευόμενο.

Οι γονείς έχουν – κατά τη γνώμη μου – μία λύση: να στηρίξουν γενικά το δημόσιο σχολείο και ειδικά το σχολείο των παιδιών τους με συγκροτημένο τρόπο. Να απαιτούν να ολοκληρώνεται όλο το σχήμα της παιδαγωγικής στο σχολείο και όχι μόνο η λειτουργία της μετάδοσης των γνώσεων. Να καλλιεργούνται, δηλαδή, χειραφετημένοι πολίτες, ελεύθερες συνειδήσεις, κριτική σκέψη, κουλτούρα αμφισβήτησης και δημιουργίας, ανθρωπιστικό σύστημα αξιών. Να επωάζονται οι κοινωνικοποιητικές και συλλογικές λειτουργίες. Να τροφοδοτείται ο ψυχοσυναισθηματικός κόσμος και η πνευματικότητα του παιδιού. Και να μην κορφολογείται μόνο ό,τι είναι ορατό για τον κόσμο της αγοράς εργασίας και ό,τι είναι βαθμολογικά μετρήσιμο.

Γιατί, αν αλωθεί το σχολείο από τη χρησιμοθηρική / επαγγελματική σκοπιμότητα – που είναι και εν πολλοίς χωρίς νόημα -, τότε θα έχει συρρικνωθεί η έννοια του σχολείου και θα έχει αλλοιωθεί η βασική ιδέα της παιδαγωγικής. Γιατί, όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Β. Charlot, η «η επιζήτηση της γνώσης σημαίνει να εισέλθουμε σε έναν τύπο σχέσης με τον κόσμο». Και όχι μόνο μια μονόπλευρη σχέση με την αγορά εργασίας. Αλλά αυτά προϋποθέτουν την αντίστοιχη και πιο πρώιμη παράλληλη λειτουργία της οικογένειας με τέτοιες κοσμοαντιλήψεις (περί αυτού πρόκειται τελικά…). Γιατί η οικογένεια έχει μεταθέσει την αγωγή των παιδιών της σε μεγάλο βαθμό στην υποκουλτούρα της τηλεόρασης, γιατί δήθεν δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί συστηματικά και επιμελώς με τα παιδιά της! Σε μια εκδήλωση του Πανεπιστημίου Αθηνών ο ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός είχε πολύ σοφά αναφέρει – αναφερόμενος και στον τότε θεσμικό μου ρόλο – ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να φτιάξουν πρώτα ό,τι έχει χαλάσει στην παιδική ψυχή η τηλεόραση.

 

Και φυσικά δεν είναι επιχείρημα η μονομερής σύλληψη της εκπαίδευσης, επειδή έτσι το επιτάσσει η καθολική εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Γιατί ο σημερινός οικονομικός ορθολογισμός (;), που οδήγησε στη σημερινή κρίση, συνδέεται και με κοινωνικούς ανορθολογισμούς. Άλλωστε το ερώτημα παραμένει ακέραιο: αν υπηρετηθεί μόνο ο επαγγελματικός στόχος, προάγεται η ολοκλήρωση του ατόμου ή κάποια αντίληψη ζωής;

Αν το σχολείο εκχωρεί τον παιδαγωγικό ρόλο ή τον απομειώνει, τότε αμφισβητεί τον ίδιο το θεσμικό του ρόλο, προσχωρεί σε μια λογική εκπληροφόρησης της μάθησης – αφού «οι πληροφορίες δεν αποτελούν eo ipso γνώση» (Κ. Σταμάτης, Η αβέβαιη “κοινωνία της γνώσης”) – και αλλοτριώνει την κοινωνικοποιητική του λειτουργία.

Η UNESCO, έχοντας ολιστική θεώρηση για τις σύγχρονες μορφωτικές εξελίξεις, πιστεύει ότι «το περιεχόμενο της εκπαίδευσης πρέπει να σχεδιαστεί, έτσι ώστε να δημιουργεί τη δίψα για γνώση και να προκαλεί τη χαρά της μάθησης». Και αυτό δεν είναι μια ευθύνη γενική και αόριστη, είναι ηθική ευθύνη, η κύρια ευθύνη της ίδιας της λειτουργίας οικογένειας και σχολείου. Είναι αισθητική σύλληψη μιας κοινωνίας ως προς το πως θέλει να βλέπει τον εαυτό της.

 «Η σχέση με τη γνώση»