Όταν η Ομορφιά μαγεύει την πραγματικότητα…

 

Του Νίκου Τσούλια

 

Βρίσκομαι σε σχολική αίθουσα χωρίς να καταλάβω το πως έγινε. Χαρά και μαγεία διέγειρε όλη μου την ύπαρξη. Απλώθηκε στο πνεύμα μου. Διαπότισε το είναι μου.

«Δεν πειράζει. Ας μην ξέρω το πως έγινε». Πρώτη τάξη λυκείου ήταν – από τα σώματά τους το κατάλαβα. Με τόσα χρόνια στο λύκειο εύκολα προσανατόλιζα την όποια εικόνα του. Ένιωθα ότι ήμουν πιο ψηλός από το ύψος μου. Όχι δεν ήμουν πάνω σε έδρα. Δεν αναζήτησα κάποια ερμηνεία για το παράδοξο.

«Καλύτερα, θα βλέπω όλους σα να είναι στο πρώτο θρανίο και έτσι θα έχω εύκολα την προσοχή τους και το μάθημα θα είναι πολύ άμεσο».

Ένιωθα ότι θα μιλούσα με τους μαθητές και τις μαθήτριες κάθε θρανίου χωριστά.

Όλα ωραία. Το καλό μάθημα αρχίζει με έναν αιφνιδιασμό και με πρόσωπο ευχάριστο και γεμάτο κέφι. Μια άσχετη ερώτηση, ερώτηση για την ηλικία τους και για όλο το μαθητικό στερέωμα καρφώθηκε στη σκέψη μου.

«Θα τους πάω …βόλτα. Α, όχι δεν μπορώ για περίπατο της μαιευτικής του Σωκράτη, αλλά ας είναι και κάποια μορφή αντιγράφου του».

Στοχάστηκα. Το αποφάσισα. «Ένα μάθημα μόνο με ερωτήσεις δικές μου θα κάνω και όπου με βγάλει η όλη συζήτηση με τις απαντήσεις και τις απορίες των μαθητών και των μαθητριών.

Ποιος νοιάζεται για τη διδακτέα ύλη, όταν έχεις μάτια και σκέψεις τόσο πρόθυμα κολλημένες πάνω σου»;

«Μα που από πού ήλθε αυτή η ερώτηση; Μόνο στο πανεπιστήμιο υπήρχε αυτό το ερέθισμα. Πώς κουβαλήθηκε στο λύκειο»; Η απάντηση ήλθε μόνη της – όπως είχε έλθει και η ερώτηση. Είχα διαβάσει την προηγούμενη ημέρα για το «όρος του Νεύτωνα», ένα εκπληκτικό νοητικό πείραμα, που άλλαξε το σύμπαν της φυσικής επιστήμης και το οποίο μιλούσε για υποθετικές τροχιές σώματος γύρω από τη Γη, ένα πείραμα που κατέληξε να ανοίξει το κεφάλαιο της βαρύτητας ως παγκόσμιας και συμπαντικής δύναμης.

«Μα αυτό είναι της πραγματικότητας εικόνα σκέφτηκα. Πώς παρείσφρησε στο φαντασιακό μου»;

Μα έφυγα από το ερώτημα αυτό, μήπως και χάσω τη μαγεία της αίθουσας και προχώρησα στην ερώτηση.

«Και εντάξει, ο σεισμός μας τρομοκρατεί, αλλά δεν πρέπει να τον γνωρίσουμε, γιατί μόνο έτσι θα μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε καλύτερα; Πώς λοιπόν μεταδίδονται τα σεισμικά κύματά του και ποιες είναι οι κατηγορίες τους»;

Κι όμως το ακροατήριό μου δεν έδειξε ότι είχε μεσάνυχτα. Όλοι και όλες ήθελαν το λόγο. Πρόσωπα πρόσχαρα, σηκωμένα χέρια, ένα μικρό δάσος ήταν στη διάθεσή μου. Μια αύρα ευχάριστη και γοητευτική ήταν απλωμένη μέσα στην αίθουσα σαν μια απαλή ομίχλη, που με το μαγικό ραβδί της έδινε απλόχερα γενναιόδωρη ομορφιά.

«Μα όπου είναι η Ομορφιά είναι και η Αλήθεια, όπου η Αλήθεια εκεί και η Ομορφιά».

Μα τι γίνεται, αυτό το διάβασα, πώς μπήκε μέσα στην αίθουσα; Έδιωξα – άγνωστο πως – του συνειδητού μου την απορία, μη μου χαλάσει τη μαγεία της αίθουσας, που με ταξιδεύει τόσο μαγικά στους δρόμους της μάθησης και της χαράς. Γενεσιουργός η ομορφιά του σχολείου…

Υπήρχε και μια δεύτερη ερώτηση, του λυκείου αυτή, μα την έχασα – τη ρούφηξε το συνειδητό μου. Κράτησα όμως το κλίμα, τη μαγεία της ομορφιάς, της ομορφιάς της σχολικής αίθουσας. Καμιά λήθη δεν θα την καταπιεί. Μνήμη θα την κάνω παντοτινή. Με τα φωτόνια θα τη ζωντανέψω. Τον χρόνο θα πλανέψω. Στον ψηφιόκοσμο θα την ταξιδέψω. Τον εαυτό μου θα χαϊδέψω.

Όνειρο ήταν. Όνειρο της Ομορφιάς. Και όταν με φέρνει στη μαγεία της διδασκαλίας έξι χρόνια μετά το τέλος της εκπαιδευτικής μου καριέρας και μου τη δωρίζει στην ίδια την πραγματικότητά μου, δεν ήταν όνειρο. Βαθύς πόθος ήταν. Του σχολείου χαιρετισμός ήταν…