Οι περισσότερες κοινωνικές δομές και λειτουργίες επιμερίζουν και διαφοροποιούν τους ανθρώπους. Ο καταμερισμός της εργασίας και η επαγγελματική δραστηριότητα διαμορφώνουν αλλά και τέμνουν σε σημαντικό βαθμό την κοινότητα των ανθρώπων.
Σπάνια συναναστρεφόμαστε ή και συναντάμε τις τόσες και τόσες κατηγοριοποιήσεις των πολιτών καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Στην ουσία επιθυμούμε μια σταθερότητα και μια ελεγχόμενου τύπου συναναστροφή αποφεύγοντας τα «πολλά πολλά» και δημιουργώντας έναν περίπου κλειστό κύκλο γνωστών ή φιλικών προσώπων. Απόρροια αυτής τη συμπεριφοράς είναι η ανάπτυξη συναισθημάτων δισταγμού και φοβίας, προκατάληψης και καχυποψίας έναντι κάθε διαφορετικού κύκλου έξω από τον κλειστό οικείο κύκλο μας.
Ωστόσο, υπάρχει ένα θεσμός που υπερβαίνει αυτή τη νοοτροπία. Στο σχολείο αναπτύσσεται μια άλλη λειτουργία, που είναι απόρροια της κουλτούρας της σχολικής αίθουσας. Εδώ συναντώνται και συναναστρέφονται παιδιά από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, με ξεχωριστές επιμέρους οικογενειακές και μικροκοινωνιολογικές κουλτούρες και από διαφορετικά έθνη / κράτη και πολιτισμικά / γλωσσικά πεδία, αν έχουν έλθει στη χώρα μας σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Η διαδικασία της μάθησης έχει κοινό έδαφος για όλες τις επιμέρους και εκτός σχολείου διαφοροποιημένες ομάδες μαθητών.
Μπορεί να υπάρχει μια σχετική διαφοροποίηση σε ομάδες των μαθητών, αλλά αυτή αφορά απλά και μόνο το γνωστικό επίπεδό τους και σε κάθε περίπτωση ενοποιείται με τη συνολική και ούτως ή άλλως ενιαία λειτουργία της σχολικής αίθουσας. Εδώ συνυπάρχουν σε φιλικό κλίμα παιδιά και νέοι με διαφορετικές πεποιθήσεις, με ξεχωριστές μητρικές γλώσσες , με αποκλίνοντα «πολιτισμικά κεφάλαια». Εδώ συμβιώνουν και συνεργάζονται παιδιά που έχουν έλθει από την Αλβανία, την Κίνα, τη Συρία, την Σρι Λάνκα, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, την Κύπρο, τη Βουλγαρία, τη Γεωργία, τη Γαλλία κλπ κλπ.
Και δεν υπάρχει κανένας ούτε κατ’ υποψία να θέτει ζήτημα «Ελλήνων και μη Ελλήνων», γιατί η γλώσσα και η γνώση ενώνει. Χαίρεσαι να βλέπεις αυτή την πολιτισμική ποικιλομορφία. Νιώθεις τον πλούτο των διαφορετικών νοοτροπιών και καμαρώνεις που όλα τα παιδιά προσπαθούν να υφάνουν τη νήμα της γνώσης και της κοινωνικοποίησής τους με υφάδι την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό. Σε ένα τμήμα έχεις την Άμνα, τη Μικέλα, τον Τζωρτζ και τον Μάριο, στο άλλο τον Αρτιόν, τον Αλεξάντερ, τον Ιωσήφ και τη Χατίζα, στο παρ’ άλλο τον Ραφαέλ, την Λίντσουι, τον Φράνκο και τη Βίσμε. Και αυτό είναι ένα συνηθισμένο λύκειο, και χαίρομαι που σε όλα σχεδόν τα λύκεια της χώρας υπάρχει αυτή η ενότητα στη γνώση και στην κουλτούρα μέσα από τη διαφορετικότητα και την ποικιλομορφία.
Υπάρχουν και σχολεία που λειτουργούν επί τούτου για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας και για την κοινωνικοποίηση εκατοντάδων μεταναστών με την εθελοντική προσφορά των εκπαιδευτικών, γιατί οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά πόσο σημαντική είναι αυτή η λειτουργία και για τους ίδιους τους μετανάστες και για το λαό μας.
Ας δούμε ένα σχετικό ρεπορτάζ από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (15.3.2014) για μαθητές μεγάλης ηλικίας σε ένα πολύ όμορφο σχολείο. «Ο Βαχάν από την Αρμενία είναι στον τρίτο χρόνο φοίτησης στο πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών. Τρία απογεύματα την εβδομάδα ανεβαίνει τη σκάλα του Μακεδονικού Ινστιτούτου Εργασίας στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, το οποίο ταιριαστά είναι στην κινεζική συνοικία της πόλης, για να μπει στην τάξη μαζί με άλλους ενήλικους μαθητές από όλο τον κόσμο. «Το κλίμα μεταξύ μας είναι ζεστό. Ανταλλάσσουμε σημειώσεις, φωτοτυπίες και είναι ωραίο που συναντάς ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Μαθαίνεις για τους πολιτισμούς τους. Η γνώση μάς ενώνει», λέει. Το σχολείο στο οποίο αναφέρεται είναι το κοινωνικό σχολείο, «Ο Οδυσσέας», που λειτουργεί από το 2000 αδιαλείπτως, αποκλειστικά με εθελοντές.
Ο εκπαιδευτικός Γ. Γαζάκης και μια ομάδα εκπαιδευτικών, που μέσα στα χρόνια πλαισιώθηκε από μια κοινότητα Ελλήνων και μεταναστών εθελοντών, προσφέρουν στους μετανάστες που επιθυμούν να μάθουν ελληνικά όχι απλώς ένα διδακτικό πρόγραμμα επαγγελματικού επιπέδου χωρίς κόστος, αλλά και ένα υποδειγματικό περιβάλλον κοινωνικής ένταξης. Ο Γιάννι Μέμα, από την Αλβανία, είναι ένας από τους πρώτους μαθητές που έχουν παραμείνει στην κοινότητα. «Όταν ήρθα το 2000, ήμουν δεκαοκτώ ετών, είχα αναγκαστεί να παρατήσω το σχολείο και να μεταναστεύσω και ήμουν στη Θεσσαλονίκη χωρίς χαρτιά. Φυσικά δεν σκεφτόμουν τις σπουδές, αλλά πώς θα επιβιώσω. Ο “Οδυσσέας” μού γέννησε την επιθυμία για μάθηση και με έβαλε στον σωστό δρόμο», θυμάται. Πράγματι, ο Γιάννι σπούδασε ηχοληψία και πληροφορική και τώρα προσφέρει δωρεάν μαθήματα στο σχολείο μαζί με τη σύζυγό του, την οποία γνώρισε στην κοινότητα και η οποία διδάσκει ρωσικά σε Έλληνες μαθητές».
Επανέρχομαι στο κύριο θέμα και στη σχετική εικόνα των λυκείων. Κάνω συχνά – πυκνά συγκρίσεις των σχολείων των σημερινών και της παλιότερων εποχών. Σήμερα τα σχολεία έχουν απείρως μεγαλύτερες προκλήσεις. Έχουν ένα σύνθετο και πολύπτυχο παιδαγωγικό και μορφωτικό πεδίο. Και είναι ευτυχία για εμάς τους εκπαιδευτικούς να διδάσκουμε σε έναν τέτοιο τύπο σχολείου. Αισθάνεσαι μεγάλες και πολλές ευθύνες για να εκπαιδεύσεις και να διαπαιδαγωγήσεις στις μεγάλες αξίες της αλληλοκατανόησης, της διαφορετικότητας και της αλληλεγγύης, της ουσιαστικής ταυτότητας και της βαθιάς πνευματικής καλλιέργειας. Αντιλαμβάνεσαι τον μεγάλο καημό των περισσότερων μαθητών – που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και οι γονείς τους κατάγονται από μια άλλη χώρα – και την επιθυμία τους να κατακτήσουν την ελληνική κουλτούρα. Και ενώ αυτή η τάση για το σχολείο θεωρείται «πλούτος» και «ευλογία», αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να θεωρούνται οι γονείς τους εξοβελιστέοι από τη χώρα μας
εκ μέρους κάποιων «Ελληναράδων».
Αλλά αν το δούμε και με μια όψη ελληνικότητας, δεν μας συμφέρει να πολλαπλασιάζεται η γλώσσα μας και η κουλτούρα μας, ιδιαίτερα σε εποχές όπου η δημογραφική κάμψη του πληθυσμού μας γίνεται όλο και πιο απειλητική; Δεν πρέπει να είναι χώρα μας «ευλογημένος τόπος» που παιδιά και νέοι από τόσο διαφορετικές χώρες και κουλτούρες ενώνονται για να δημιουργήσουν το μέλλον τους μέσα από τα νάματα της ελληνικής παιδείας;