Το παιδαγωγικό πιστεύω και τί ακριβώς προτείνει στον άνθρωπο
Του Νίκου Τσούλια
Κάθε θεωρία Παιδαγωγικής, κάθε «παιδαγωγικό πιστεύω» είναι και μια πολιτική θεώρηση. Γιατί κάθε συγκροτημένο παιδαγωγικό σχήμα οφείλει για να είναι συνεπές να δίνει και τον προσανατολισμό της πλήρους αρτίωσής του, να κατακτά τη μορφή του και εκτός των τειχών του σχολείου, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ολοκληρωθεί.
Το «Παιδαγωγικό μου πιστεύω» δεν είναι δογματικό. Έχει βασικές αξίες και αρχές, αλλά δεν έχει βεβαιότητες στο πώς θα ολοκληρωθεί στο κοινωνικό και πολιτικό στερέωμα. Μπορεί σε φραστικό επίπεδο να γράψεις ό,τι θέλεις όσον αφορά τη σχετική πολιτική θεώρηση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι γνωρίζεις και το προς τα πού πας. Η αδυναμία αυτή έχει μια αιτιολόγηση. Δεν έχει υπάρξει ιστορικά μια πολιτική θεωρία που να δίνει απτά δείγματα στο πεδίο εφαρμογής για μια κοινωνία αλληλεγγύης και ουμανισμού.
Οι ήδη διατυπωμένες πολιτικές θεωρίες – που έχουν εκφραστεί ιστορικά – έχουν πάντα μέσα τους το στοιχείο της επιβολής, της απόλυτης επικράτησης. Και αυτό το σημείο είναι σημείο ασυμβατότητας με μια παιδαγωγική θεώρηση που αποβλέπει στον πλήρη εξανθρωπισμό του ανθρώπου μέσα από την πλήρη ελευθερία του ατόμου και την εξύψωση του προσώπου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το «παιδαγωγικό μου πιστεύω» είναι πολιτικά ορφανό. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει εκ της συστάσεώς της παιδαγωγική θεμελίωση χωρίς να παίρνεις θέση για ποιο σκοπό είναι το σχολείο, γιατί «παιδεία σημαίνει απόκτηση επιστημονικής κοσμο-εικόνας στον τομέα αξιών και ηθικής»[1]. Απλά σε μια εποχή μετάβασης, όπως η σημερινή, σε μια εποχή ρευστότητας η προοδευτική πολιτική πρόταση δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί. Αντίθετα, έχει πολλές αναφορές στο παρελθόν και κρίνεται με τα στοιχεία του παρελθόντος.
Η κοινωνική αλλαγή με την πλήρη ανατροπή των σημερινών πολιτικών συνθηκών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της καθολικής εμπορευματοποίησης είναι το θεμελιώδες στοιχείο του «παιδαγωγικού μου πιστεύω». Το αίτημα έχει διατυπωθεί εδώ και αρκετούς καιρούς, από τη δεκαετία του 1960 που ανθοφορούσε μια πολιτισμική επανάσταση στον κόσμο. Και είναι αίτημα πάντα επίκαιρο και πρωταρχικό. «Ήρθε η ώρα για μια νέα προοδευτική κίνηση, η οποία θα αναλάβει την πρωτοπορία για μια κίνηση παιδαγωγικής και κοινωνικής αλλαγής»[2]. Και είναι αυτό το αίτημα απόλυτα παιδαγωγικό. Γιατί μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι μάχεσαι για τις αξίες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, του αλτρουισμού και για την προαγωγή της κοινωνικής ηθικής στο εκπαιδευτικό πεδίο και παράλληλα να στηρίζεις πολιτικά αντιλήψεις και επιλογές που είναι ακριβώς του αντίθετου προσανατολισμού, αρχές που «βλέπουν» μόνο τον ανταγωνισμό, την ιδιώτευση και το στενό / προσωπικό συμφέρον ως το μοναδικό πεδίο της κοινωνικής δράσης του ατόμου; Πρόκειται για μια φοβερή αντίφαση, για μια υποκριτική στάση των οπαδών του νέο-φιλελευθερισμού και του «αγώνα όλων εναντίον όλων». Πρόκειται για μια ομολογία ουσιαστικής αδυναμίας διαπαιδαγώγησης.
Ένα ουμανιστικό «παιδαγωγικό πιστεύω» οφείλει να τοποθετείται με απόλυτη σαφήνεια και συνέπεια στο μείζον πολιτικό ζήτημα: τι κοινωνία και τι άνθρωπο θέλουμε; Ένα δημοκρατικό «παιδαγωγικό πιστεύω» οφείλει να αναφέρεται και να στοχεύει στην ικανοποίηση και των δύο πλευρών του ανθρώπου, και την κοινωνική του λειτουργία και στην εξύψωση της προσωπικότητάς του. Πολύ ορθά ο Rohrs, σπουδαίος μελετητής της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, επισημαίνει ότι «η δημιουργία της σωστής ισορροπίας ανάμεσα στην ατομικοποίηση και την κοινωνικοποίηση ως αλληλοεξαρτώμενες πλευρές της διαδικασίας της αγωγής είναι πράγματι το αποφασιστικότερο πράγμα που μπορεί να εξασφαλίσει την παραπέρα εξέλιξη της προοδευτικής εκπαίδευσης»[3].
Ένα παιδαγωγικό πιστεύω οφείλει να προσδιορίζει και τους ευρύτερους ορίζοντες των νέων. Οφείλει να καλλιεργεί ένα στέρεο αξιακό πεδίο, στα βασικά ζητήματα της ζωής, να δίνει το στίγμα του για το τι ακριβώς προτείνει στον άνθρωπο, στις επιλογές του ανθρώπου. Η Μ. Μοντεσσόρι το περίφημο «παιδαγωγικό μανιφέστο» προσδιορίζει το δίλημμα: «Δύο δρόμοι ανοίγονται στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, ο ένας οδηγεί στον άνθρωπο που αγαπάει κι ο άλλος στον άνθρωπο που κατέχει»[4].
Η παιδαγωγική, προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει ορθολογικά, έχει ως έναν από τους κύριους σκοπούς της την καλλιέργεια του νοήματος της ζωής, του νοήματος που κάθε άνθρωπος θα επιδιώκει, έτσι ώστε να νιώθει πληρότητα του εαυτού του και του κοινωνικού του ρόλου. Και στο όποιο περιεχόμενο αυτού του νοήματος δεν μπορεί να μην έχει πρωτεύουσα θέση ο αγώνας του ανθρώπου κατά των κοινωνικών ανισοτήτων, κατά της κοινωνικής αδικίας, γιατί «το σύγχρονο ιδεώδες, το οποίο πρέπει να εισαγάγουμε στην παιδεία των νέων γενεών, βασίζεται στις υψηλές έννοιες της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης»[5].
Ο άνθρωπος κατακτά το βασίλειο της ελευθερίας μέσα από τον κοινωνικό του ρόλο, μέσα από μια ανθρωπιστική σύλληψη της κοινωνίας, μέσα από την κατάκτηση της λογικής. Παιδεία είναι μια αντίληψη και μια στάση ζωής, για το πώς θα γευθείς τη χαρά της ζωής μέσα από τον πολιτισμό του «είναι» και όχι του «έχειν», δεν είναι η μετάδοση σχολικών γνώσεων με την παράλληλη αναπαραγωγή μιας κοινωνίας ανισοτήτων και μιας πολιτικής εξουσίας που χειραγωγεί τον άνθρωπο και τον μετασχηματίζει σε όργανο των δικών της κελευσμάτων.
Θεωρώ ότι μια παιδαγωγική αντίληψη για να είναι συνεπής με τον εαυτό της και με τις ανθρωπιστικές επιταγές και αξίες, είναι υποχρεωμένη να παίρνει θέση για την κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε, να παίρνει θέση για το «πολιτικό παράδειγμα». Άλλως, είναι μια φενακισμένη παιδαγωγική, που θέλει να εξαπατήσει τους νέους με θεωρητικές ανέξοδες αναλύσεις, μια υποκριτική παιδαγωγική που θέλει να αποκρύψει και να μην παραδεχτεί την ωμότητα των πολιτικών επιλογών της!