Γράφει η Έιμι Τσούα , καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Γιέιλ
Mετάφραση: Θωμάς Μικρούλης (Uncle Tom)
Πρωτότυπο κείμενο: Amy Chua για το The Wall Street Journal
Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται πώς οι Κινέζοι γονείς μεγαλώνουν τόσο στερεοτυπικά επιτυχημένα παιδιά. Αναρωτιούνται τι κάνουν αυτοί οι γονείς για να βγάλουν τόσες πολλές μαθηματικές διάνοιες και ταλαντούχους μουσικούς, πώς είναι μια τέτοια οικογένεια και αν μπορούν να το κάνουν και οι ίδιοι. Εγώ λοιπόν μπορώ να τους πω, γιατί το έχω κάνει.
Εδώ είναι ορισμένα πράγματα που δεν επέτρεψα ποτέ στις κόρες μου, Σοφία και Λουίζα:
Να κοιμηθούν σε σπίτι φίλων
Να φωνάξουμε άλλα παιδιά σπίτι να παίξουν μαζί τους
Να πάρουν μέρος σε σχολικές παραστάσεις
Να παραπονεθούν που δεν παίρνουν μέρος σε σχολικές παράστασεις
Να δουν τηλεόραση ή να παίξουν παιχνίδια στον υπολογιστή
Να επιλέξουν μόνες τους τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες
Να πάρουν οποιοδήποτε άλλο βαθμό εκτός από Άριστα
Να μην είναι Νο.1 μαθήτριες σε κάθε μάθημα εκτός απ’ τη γυμναστική και το θέατρο
Να μάθουν οποιοδήποτε μουσικό όργανο εκτός από πιάνο ή βιολί
Να μην παίξουν πιάνο ή βιολί
Χρησιμοποιώ τον όρο «Κινέζα μητέρα» ελεύθερα. Γνωρίζω μερικούς Κορεάτες, Ινδούς, Τζαμαϊκανούς, Ιρλανδούς και Γκανέζους γονείς που θα μπορούσαν να φέρουν τον ίδιο τίτλο. Αντίθετα, γνωρίζω μερικές μητέρες Κινεζικής καταγωγής, σχεδόν πάντοτε γεννημένες στη Δύση, οι οποίες δεν είναι Κινέζες μητέρες, κατ’ επιλογή ή για άλλο λόγο. Χρησιμοποιώ επίσης τον όρο «Δυτικοί γονείς» ελεύθερα. Υπάρχουν γονείς από τη Δύση κάθε λογής.
Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμη και όταν οι Δυτικοί γονείς θεωρούν πως είναι αυστηροί, συνήθως δε φτάνουν στο βαθμό να γίνουν Κινέζες μητέρες. Για παράδειγμα, οι Δυτικοί φίλοι μου που θεωρούν τους εαυτούς τους αυστηρούς βάζουν τα παιδιά τους να κάνουν εξάσκηση στα μουσικά όργανα 30 λεπτά κάθε μέρα. Ώρα το πολύ. Για μία Κινέζα μητέρα, η πρώτη ώρα είναι το εύκολο μέρος. Η δεύτερη και η τρίτη ώρα είναι που γίνεται δύσκολο.
Παρά την υπερευαισθησία μας σχετικά με τα πολιτιστικά στερεότυπα, υπάρχουν δεκάδες μελέτες εκεί έξω που σημειώνουν και μετρούν τις διαφορές μεταξύ Κινέζων και Δυτικών σε θέματα γονεϊκότητας. Σε μία μελέτη που έγινε σε 50 Δυτικές μητέρες Αμερικανίδες και 48 Κινέζες μητέρες μετανάστες, σχεδόν το 70% των Δυτικών μητέρων είπε είτε πως «να πιέζουμε για ακαδημαϊκή επιτυχία δεν είναι καλό για τα παιδιά» ή πως «οι γονείς πρέπει να καλλιεργήσουν την ιδέα πως η μάθηση είναι διασκέδαση».
Αντιθέτως, περίπου 0% των Κινέζων μητέρων πίστευαν το ίδιο. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των Κινέζων μητέρων είπαν πως πιστεύουν πως τα παιδιά τους μπορούν να γίνουν «οι καλύτεροι» μαθητές, πως «τα ακαδημαϊκά κατορθώματα δείχνουν μία επιτυχημένη ανατροφή,» και πως αν τα παιδιά τους δεν αρίστευαν στο σχολείο τότε υπήρχε «πρόβλημα» και οι γονείς «δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους».
Άλλες μελέτες υποδεικνύουν ότι σε σχέση με τους Δυτικούς γονείς, οι Κινέζοι γονείς περνούν περίπου 10 φορές περισσότερο χρόνο κάθε μέρα βάζοντας ασκήσεις στα παιδιά τους. Σε αντιπαράθεση, τα Δυτικά παιδιά είναι πιθανότερο να συμμετέχουν σε ομαδικά αθλήματα.
Αυτό που πιστεύουν οι Κινέζοι γονείς είναι πως τίποτα δεν είναι ευχάριστο μέχρι να γίνεις καλός σ’ αυτό. Για να γίνεις καλός σε οτιδήποτε χρειάζεται να δουλέψεις και τα παιδιά ποτέ δε θέλουν από μόνα τους να δουλέψουν, εξού και είναι σημαντικό να παραμερίσουν τις προτιμήσεις τους. Αυτό πολλές φορές απαιτεί κουράγιο από τους γονείς επειδή το παιδί θα αντισταθεί –τα πράγματα είναι πάντοτε πιο δύσκολα στην αρχή, που είναι και το σημείο που οι Δυτικοί γονείς συνήθως τείνουν να εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Αν η Κινέζικη μέθοδος γίνει σωστά όμως, παράγει έναν «ενάρετο κύκλο».
Η σκληρή εξάσκηση κι άλλη εξάσκηση κι άλλη εξάσκηση είναι βασική για την υπεροχή -η επανάληψη μιας ρουτίνας είναι υποτιμημένη στην Αμερική. Μόλις ένα παιδί αρχίζει να αριστεύει σε κάτι, είτε είναι μαθηματικά, είτε πιάνο, μπέιζμπολ ή μπαλέτο, επαινείται, θαυμάζεται και ικανοποιείται. Αυτό αναπτύσσει την αυτοπεποίθησή του και μετατρέπει την μέχρι πρότινως «μη-ευχάριστη» ασχολία σε διασκέδαση. Αυτό με τη σειρά του κάνει πιο εύκολο στο γονιό να απαιτήσει απ’ το παιδί του να δουλέψει ακόμη περισσότερο.
Στους Κινέζους γονείς μπορεί να δικαιολογηθούν πράγματα που στους Δυτικούς δε μπορούν. Μια φορά όταν ήμουν μικρή –ίσως και περισσότερες από μία- μίλησα στη μητέρα μου με τόση ασέβεια, που ο πατέρας μου θυμωμένος με αποκάλεσε «σκουπίδι», στην τοπική μας διάλεκτο Hokkien. Δούλεψε μια χαρά. Ένιωσα απαίσια και βαθύτατα ντροπιασμένη γι’ αυτό που είχα κάνει. Αλλά δεν έβλαψε την αυτοπεποίθησή μου ή κάτι τέτοιο. Ήξερα πόσο ψηλά με είχε στο μυαλό του. Δεν πίστεψα στ’ αλήθεια πως ήμουν άχρηστη, ούτε ένιωσα σα σκουπίδι.
Ως ενήλικη, έκανα μια φορά το ίδιο πράγμα στη Σοφία, αποκαλώντας τη σκουπίδι στα Αγγλικά όταν μου συμπεριφέρθηκε με υπερβολική ασέβεια. Όταν ανέφερα ότι το είχα κάνει αυτό σε ένα δείπνο με φίλους, έγινα αυτομάτως ο απόκληρος. Μία καλεσμένη ονόματι Μάρσυ αναστατώθηκε τόσο που ξέσπασε σε κλάματα και έπρεπε να φύγει νωρίτερα. Η φίλη μου η Σούζαν, η οικοδέσποινα, προσπάθησε να με επανεντάξει στους εναπομείναντες καλεσμένους.
Είναι γεγονός πως οι Κινέζοι γονείς μπορεί να κάνουν πράγματα τα οποία μοιάζουν ασύλληπτα -ακόμη και μηνύσιμα- για τους Δυτικούς. Οι Κινέζες μητέρες μπορούν να πουν στις κόρες τους, «Ε χοντρέλω, χάσε κανά κιλό» Αντίθετα, οι Δυτικοί γονείς χρειάζεται να το φέρουν γύρω-γύρω, επικαλούμενοι έννοιες όπως «η υγεία» και ποτέ δεν αναφέρουν τη λέξη χοντρός και όμως τα παιδιά τους πάλι καταλήγουν στη ψυχοθεραπεία για διατροφικές διαταραχές ή μειωμένη αυτοεκτίμηση.
(Κάποτε άκουσα ένα Δυτικό πατέρα να πίνει στην υγειά της κόρης του αποκαλώντας τη «όμορφη και εξαιρετικά ικανή.» Αργότερα μου είπε πως αυτό την έκανε να αισθανθεί σα σκουπίδι)
Οι Κινέζοι γονείς μπορούν να διατάξουν τα παιδιά τους να φέρνουν μόνο Άριστα. Οι Δυτικοί γονείς μπορούν απλά να ζητήσουν απ’ τα παιδιά τους να βάλουν τα δυνατά τους. Οι Κινέζοι γονείς μπορούν να πουν, «Είσαι τεμπέλης. Όλοι οι συμμαθητές σου τα πηγαίνουν καλύτερα από σένα». Αντίθετα, οι Δυτικοί γονείς πρέπει να παλέψουν με τα δικά τους αντικρουόμενα συναισθήματα σχετικά με την επιτυχία και να πείσουν τους εαυτούς τους πως δεν είναι δυσαρεστημένοι με το πώς τα πάνε τα παιδιά τους.
Έχω σκεφτεί πολύ το πώς οι Κινέζοι γονείς καταφέρνουν και τη γλιτώνουν μ’ αυτά που κάνουν. Νομίζω υπάρχουν τρεις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην Κινέζικη και τη Δυτική νοοτροπία των γονέων.
Πρώτον, έχω προσέξει πως οι Δυτικοί γονείς ανησυχούν ιδιαίτερα για την αυτοπεποίθηση των παιδιών τους. Ανησυχούν για το πώς θα αισθανθούν τα παιδιά τους αν αποτύχουν σε κάτι, και προσπαθούν διαρκώς να τα καθησυχάσουν λέγοντας πόσο καλά τα πηγαίνουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψην τις μέτριες αποδόσεις τους σε ένα τεστ ή ένα ρεσιτάλ. Με άλλα λόγια, οι Δυτικοί γονείς ενδιαφέρονται για την ψυχή των παιδιών τους. Οι Κινέζοι γονείς όχι. Υποθέτουν πως τα παιδιά τους είναι δυνατά, όχι εύθραστα, και ως αποτέλεσμα τους συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά.
Για παράδειγμα, αν ένα παιδί γυρίσει σπίτι με 19/20 σε ένα διαγώνισμα, ένας Δυτικός γονέας θα επαινέσει το παιδί. Μία Κινέζα μητέρα θα τρομοκρατηθεί και θα ρωτήσει τι πήγε λάθος. Αν το παιδί επιστρέψει στο σπίτι με ένα 16/20 σε ένα διαγώνισμα, μερικοί Δυτικοί γονείς και πάλι θα επαινέσουν το παιδί. Άλλοι Δυτικοί γονείς θα καθήσουν με το παιδί τους και θα εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, αλλά θα είναι προσεκτικοί να μην το κάνουν να νιώσει ανεπαρκής ή ανασφαλής, και δε θα το πουν «χαζό», «άχρηστο» ή «ντροπή». Μόνοι τους, οι Δυτικοί γονείς ίσως ανησυχήσουν για το αν το παιδί τους δεν τα πηγαίνει καλά στα διαγωνίσματα ή δεν έχει κλίση στο συγκεκριμένο μάθημα ή κάτι πάει στραβά με τη διδασκαλία ή πιθανώς και με ολόκληρο το σχολείο. Αν οι βαθμοί του παιδιού δε βελτιωθούν, μπορεί να κανονίσουν μία συνάντηση με το διευθυντή του σχολείου να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα ή να αμφισβητήσουν τα προσόντα του δασκάλου.
Αν ένα Κινεζάκι φέρει 16 – που δε θα συνέβαινε ποτέ- θα ξεσπούσε αρχικά μια έκρηξη από φωνές και μαλλιοτράβηγμα. Η απαρηγόρητη Κινέζα μάνα θα έπαιρνε τότε δεκάδες, μπορεί και εκατοντάδες δοκιμαστικά τεστς και θα τα έλυνε όλα με το παιδί της για όσο καιρό χρειαζόταν ώσπου ο βαθμός του να ανέβει και πάλι στο 20.
Οι Κινέζοι γονείς απαιτούν άριστους βαθμούς επειδή πιστεύουν πως τα παιδιά τους μπορούν να τους πάρουν. Αν το παιδί τους δεν τους πάρει, ο Κινέζος γονιός θεωρεί πως φταίει το ότι δε δούλεψε αρκετά σκληρά. Γι’ αυτό και η λύση σε μία υποδεέστερη απόδοση είναι πάντοτε να το επισημάνουν, να τιμωρήσουν και να κάνουν το παιδί τους να ντραπεί. Ο Κινέζος γονιός πιστεύει πως το παιδί του είναι αρκετά δυνατό να αντέξει τη ντροπή και να βελτιωθεί απ’ αυτό. (Και όταν τα παιδιά των Κινέζων πραγματικά αριστεύουν, επαινούνται υπερβολικά απ’ τους γονείς στην ιδιωτικότητα του σπιτιού τους τόσο που ανεβαίνει το εγώ τους)
Δεύτερον, οι Κινέζοι γονείς πιστεύουν πως τα παιδιά τους τούς οφείλουν τα πάντα. Ο λόγος γι’ αυτό είναι λιγάκι ασαφής, αλλά πιθανότερα είναι ένας συνδυασμός ευλάβειας προς τους γονείς του Κονφουκιανισμού και του γεγονότος πως οι γονείς έχουν θυσιαστεί και έχουν κάνει τόσα πολλά για τα παιδιά τους. (Και είναι αλήθεια πως οι Κινέζες μητέρες πέφτουν μαζί με τα παιδιά τους στα χαρακώματα, αναλώνοντας πολλές ώρες να τα διδάξουν οι ίδιες, να τα διαπαιδαγωγήσουν, να τα ανακρίνουν και να τα κατασκοπεύσουν) Όπως και νά ‘χει, αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι πως τα παιδιά των Κινέζων πρέπει να ξοδέψουν μια ολόκληρη ζωή να ξεπληρώσουν ό,τι οφείλουν στους γονείς τους με το να τους υπακούν και να τους κάνουν περήφανους.
Σε αντιπαράθεση, δε θεωρώ πως οι περισσότεροι Δυτικοί έχουν την ίδια άποψη πως τα παιδιά είναι μόνιμα υπόχρεα στους γονείς. Ο άντρας μου, ο Τζεντ, για την ακρίβεια έχει την αντίθετη άποψη. «Τα παιδιά δεν επιλέγουν τους γονείς τους» μου είχε πει μια φορά. «Δεν επιλέγουν καν το αν θα γεννηθούν. Οι γονείς είναι που φορτώνουν στα παιδιά τη ζωή, και άρα των γονέων είναι η ευθύνη να τα εξασφαλίσουν. Τα παιδιά δε χρωστάνε τίποτα στους γονείς τους. Το καθήκον τους θα είναι στα δικά τους παιδιά» Αυτό μου φαίνεται σα τρομακτική συμφωνία για ένα Δυτικό γονιό.
Τρίτον, οι Κινέζοι γονείς πιστεύουν πως γνωρίζουν ποιο είναι το καλύτερο για τα παιδιά τους και γι’ αυτό το λόγο αγνοούν όλες τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις των παιδιών τους. Γι’ αυτό οι Κινέζες δε μπορούν να έχουν αγόρι στο γυμνάσιο και γι’ αυτό τα Κινεζάκια δεν κοιμούνται στο ύπαιθρο όπως άλλα. Ο ίδιος λόγος είναι που κανένα Κινεζάκι δε θα τολμούσε ποτέ να πει στη μητέρα του, «Πήρα ρόλο σε μία σχολική παράσταση! Θα είμαι ο Χωρικός Νούμερο Έξι. Θα πρέπει να μένω μετά το σχολείο για πρόβες κάθε μέρα από τις 3:00 ως τις 7:00, και θα χρειαστώ και κάποιον να με πηγαίνει και τα Σαββατοκύριακα» Ο Θεός να φυλάει όποιο Κινεζάκι προσπάθησε κάτι τέτοιο.
Μη με παρεξηγείτε: Δεν είναι πως οι Κινέζοι γονείς δε νοιάζονται για τα παιδιά τους. Το ακριβώς αντίθετο. Θα έδιναν τα πάντα για τα παιδιά τους. Απλά είναι ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο γονεϊκότητας.
Για να σας πείσω ορίστε μία Κινέζικη ιστορία.
Η Λούλου ήταν περίπου 7, ακόμη έπαιζε δύο όργανα, και δούλευε το κομμάτι του Γάλλου συνθέτη Ζακ Ιμπέρ με το όνομα «Το Μικρό Λευκό Γαϊδαράκι» στο πιάνο. Το κομμάτι είναι πολύ χαριτωμένο -μπορείτε να φανταστείτε ένα μικρό γάιδαρο να περιφέρεται σε έναν επαρχιακό δρόμο με τον κάτοχό του- αλλά είναι επίσης υπερβολικά δύσκολο για νέους πιανίστες επειδή τα δύο χέρια πρέπει να διατηρήσουν τόσο διαφορετικούς ρυθμούς που σε φτάνουν στα όρια της σχιζοφρένειας.
Η Λούλου δε μπορούσε να τα καταφέρει. Το δουλεύαμε αδιάκοπα για μια βδομάδα, εξασκώντας κάθε χέρι ξεχωριστά, ξανά και ξανά. Άλλα κάθε φορά που προσπαθούσαμε να βάλουμε τα χέρια μαζί, το ένα πάντοτε μετατρεπόταν στο άλλο και τα πάντα καταστρέφονταν. Τελικά, τη μέρα πριν το μάθημά της, η Λούλου ανακοίνωσε με αγανάκτηση πως τα παρατούσε και αποχώρησε απ’ το δωμάτιο χτυπώντας τα πόδια της δυνατά στο πάτωμα.
«Γύρνα πίσω στο πιάνο τώρα» τη διέταξα.
«Δε μπορείς να μ’ αναγκάσεις»
«Φυσικά και μπορώ»
Πίσω στο πιάνο, η Λούλου με έκανε να πληρώσω. Κοπανούσε, χτυπιόταν, κλωτσούσε. Άρπαξε την παρτιτούρα και την έσκισε σε κομμάτια. Κόλλησα την παρτιτούρα ξανά και την έβαλα σε μια πλαστική μεμβράνη έτσι ώστε να μην καταστραφεί ξανά. Μετά κουβάλησα το κουκλόσπιτο της Λούλου στο αυτοκίνητο και της είπα πως θα το χάριζα στο Στρατό της Σωτηρίας κομμάτι κομμάτι αν δεν τελειοποιούσε το «Μικρό Λευκό Γαϊδαράκι» μέχρι την επόμενη ημέρα.
Όταν η Λούλου είπε, «Νόμιζα θα πήγαινες στο Στρατό της Σωτηρίας, γιατί είσαι ακόμα εδώ;» την απείλησα με το να της απαγορεύσω το μεσημεριανό, το βραδινό, τα δώρα Χριστούγεννα και Χάνουκα, τα πάρτυ γενεθλίων για δύο, τρία, τέσσερα χρόνια. Όσο συνέχιζε να φέρεται λανθασμένα, της είπα πως σκοπός της ήταν να εξοργίσει τον εαυτό της γιατί μέσα της φοβόταν πως δε μπορούσε να τα καταφέρει. Της είπα να σταματήσει να είναι τεμπέλα, δειλή, μαλθακή και αξιολύπητη.
Ο Τζέντ με πήρε στο πλάι. Μου είπε να σταματήσω να προσβάλω τη Λούλου -που δεν την προσέβαλα καν, απλά την παρακινούσα- και πως δεν πίστευε πως βοηθούσε το να την απειλώ. Επίσης, είπε, ίσως η Λούλου απλά δε μπορούσε να κάνει την τεχνική- ίσως δεν είχε ακόμη το συγχρονισμό που χρειαζόταν- το είχα σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο;
«Απλά δεν πιστεύεις στην ίδια» τον κατηγόρησα.
«Αυτό είναι γελοίο» είπε ο Τζέντ με περιφρόνηση. «Φυσικά και πιστεύω»
«Η Σοφία μπορούσε να παίξει αυτό το κομμάτι όταν ήταν σ’ αυτή την ηλικία»
«Μα η Λούλου και η Σοφία είναι διαφορετικοί άνθρωποι» επισήμανε ο Τζεντ.
«Αχ όχι, όχι αυτό» είπα εγώ, γυρίζοντας τα μάτια μου. «Ο καθένας είναι ξεχωριστός με το δικό του ξεχωριστό τρόπο» μιμήθηκα σαρκαστικά. «Ακόμη και οι χαμένοι είναι ξεχωριστοί με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Μην ανησυχείς, δε χρειάζεται να κουνήσεις καν το δαχτυλάκι σου. Θα το υπομείνω όσο χρειαστεί, και θα χαρώ να είμαι αυτή που θα μισούν. Και συ μπορείς να είσαι αυτός που λατρεύουν επειδή τους κάνεις τηγανίτες και τις πηγαίνεις σε αγώνες των Yankees»
Σήκωσα τα μανίκια μου και γύρισα πίσω στη Λούλου. Χρησιμοποίησα κάθε όπλο και τεχνική που θα μπορούσα να σκεφτώ. Δουλέψαμε πέρα απ’ το βραδινό γεύμα μες τη νύχτα και δεν επέτρεπα στη Λούλου να σηκωθεί, ούτε για νερό, ούτε για να πάει τουαλέτα. Το σπίτι έγινε εμπόλεμη ζώνη, έχασα τη φωνή μου απ’ τις φωνές, μα συνέχιζα να βλέπω αρνητική πρόοδο, μέχρι που άρχισα και η ίδια να έχω αμφιβολίες.
Τότε, απροσδόκητα, η Λούλου τα κατάφερε. Τα χέρια της ξαφνικά βρέθηκαν μαζί -το δεξί και το αριστερό να παίζουν ατάραχα το κομμάτι τους- έτσι απλά.
Η Λούλου το συνειδητοποίησε μαζί με μένα. Κράτησα την αναπνοή μου. Το δοκίμασε ξανά με προσοχή. Έπειτα έπαιξε το κομμάτι με περισσότερη αυτοπεποίθηση και γρηγορότερα, και ο ρυθμός εξακολουθούσε να είναι σωστός. Την επόμενη στιγμή, έλαμπε ολόκληρη.
«Μανούλα, κοίτα! Είναι εύκολο!»
Μετά απ’ αυτό, ήθελε να παίζει το κομμάτι ξανά και ξανά και δεν έφευγε απ’ το πιάνο. Εκείνη τη νύχτα, ήρθε να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου και αγκαλιαστήκαμε γελώντας. Όταν έπαιξε το «Μικρό Λευκό Γαϊδαράκι» σε ένα ρεσιτάλ μερικές βδομάδες αργότερα, ήρθαν γονείς και μου είπαν, «Τι υπέρχο κομμάτι απ’ τη Λούλου- είναι τόσο θαρραλέο, της ταιριάζει τόσο!»
Ακόμη και ο Τζεντ αναγνώρισε αυτό που έκανα. Οι Δυτικοί γονείς ανησυχούν πολύ για την αυτοπεποίθηση των παιδιών τους. Αλλά σα γονιός, το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις για την αυτοπεποίθηση του παιδιού σου είναι να του επιτρέψεις να τα παρατήσει. Στον αντίποδα, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να ανέβει η αυτοπεποίθησή σου απ’ το να μάθεις πως μπορείς να κάνεις κάτι που θεωρούσες αδύνατο.
Υπάρχουν τόσα πολλά νέα βιβλία εκεί έξω που παρουσιάζουν τις Ασιάτισες μητέρες ως ραδιούργες, αναίσθητες γυναίκες που το παρακάνουν και δεν ενδιαφέρονται για τα πραγματικά θέλω των παιδιών τους. Για το κομμάτι τους, οι περισσότεροι Κινέζοι πιστεύουν πως νοιάζονται πολύ περισσότερο για τα παιδιά τους και είναι σε θέση να θυσιάσουνε πολλά περισσότερα για αυτά από τους Δυτικούς, που δείχνουν ευχαριστημένοι ακόμη κι αν το παιδί τους «χαλάσει». Νομίζω πως είναι μία αμοιβαία παρεξήγηση. Όλοι οι γονείς που σέβονται τον εαυτό τους θέλουν να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά τους. Οι Κινέζοι απλά έχουν μία τελείως διαφορετική εικόνα στο πώς να το κάνουν αυτό.
Οι Δυτικοί γονείς προσπαθούν να σεβαστούν την προσωπικότητα του κάθε παιδιού, ενθαρρύνοντάς τα να ακολουθήσουν τα πραγματικά τους θέλω, υποστηρίζοντας τις επιλογές τους, ενισχύοντάς τα θετικά σε ένα περιβάλλον προστασίας.
Σε αντίθεση, οι Κινέζοι πιστεύουν πως ο καλύτερος τρόπος να προστατεύσουν τα παιδιά τους είναι με το να τα προετοιμάσουν για το μέλλον, δείχνοντάς τους τι είναι ικανά να καταφέρουν και οπλίζοντάς τα με δεξιότητες, κάνοντάς τα να συνηθίσουν τη δουλειά και να αποκτήσουν τέτοια εμπιστοσύνη στον εαυτό τους που κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να τα κάνει να τη χάσουν.
–Η Έιμι Τσούα είναι καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Γιέιλ και συγγραφέας του «Ημέρα της Αυτοκρατορίας» και «Ο Κόσμος Καίγεται: Πώς Η Δημοκρατία της Ελεύθερης Αγοράς Εξαγωγών Γεννάει Εθνικό Μίσος και Παγκόσμια Αστάθεια.» Το παρόν άρθρο είναι μέρος του «Ύμνος Μάχης για τη Μητέρα Τίγρη» της Έιμι Τσούα, και πρόκειται να εκδοθεί από τις εκδόσεις Penguin Press, μέλος του Penguin Group (USA) Inc. Copyright 2011 by Amy Chua.