Η βαθμολόγηση στο σχολείο είναι σημαντικό ζήτημα και συνδέεται με το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, με την όλη λειτουργία της διδασκαλίας αλλά ακόμα και με το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο! Εδώ έχουμε ίσως μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις επιρροής του πολιτισμικού περιβάλλοντος επί ενός καθαρά εκπαιδευτικού ζητήματος.
Του Νίκου Τσούλια
Για να δούμε τη βαθμολόγηση στην πιο γενική περιγραφή της αρκεί να θέσουμε μια συγκριτική θεώρηση της κρατούσας κατάστασής της μεταξύ της θεσμικής εκπαίδευσης της δεκαετίας του 1970, για παράδειγμα, και αντίστοιχης της τρέχουσας δεκαετίας. Στη δεκαετία του 1970 η βαθμολόγηση των μαθητών ήταν πολύ συγκρατημένη ως απόρροια της εικόνας του επιλεκτικού σχολείου εκείνης της εποχής, ενώ σήμερα η βαθμολόγηση είναι αρκετά χαλαρή ως αποτέλεσμα της εικόνας του μαζικού σχολείου. Τότε το ποσοστό των αριστούχων ήταν αρκετά μικρό, ενώ σήμερα είναι αρκετά μεγαλύτερο.
Η εικόνα είναι αντίστροφη για τους απορριπτόμενους και ανεξεταστέους˙ παλιότερα είχαμε αρκούντως μεγάλα ποσοστά, ενώ σήμερα τα ποσοστά αυτά είναι «φοβερά μικρά». Είναι προφανές ότι αυτή η εξέλιξη των ποσοστών τόσο στην κορυφή της βαθμολογίας όσο και στη βάση της δεν είναι κυρίως αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής και μορφωτικής εξέλιξης των εκπαιδευόμενων αλλά απόρροια αφενός του θεσμικού βαθμολογικού συστήματος και αφετέρου της νοοτροπίας των εκπαιδευτικών που επηρεάζεται και από τα σχετικά στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και από τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη.
Την παλιότερη εποχή ο βαθμός του 20 ακόμα και του 19 ήταν πολύ σπάνιος και ως μαθητές περιμέναμε πώς και πώς τα διαγωνίσματα για να δούμε το 20! Επίσης τότε δύσκολα έβλεπες μεγάλη απόσταση μεταξύ γραπτής και προφορικής βαθμολογίας. Σήμερα ως κρατούσα εικόνα είναι η εξής. Η προφορική βαθμολογία είναι πάντα «ομπρέλα» στην γραπτή βαθμολογία και απέχει σε μια «μέση απόσταση» 4-5 βαθμών από την αντίστοιχη γραπτή. Σε κάποιο ποσοστό μάλιστα το χάσμα μεταξύ γραπτής και προφορικής βαθμολογίας είναι τόσο μεγάλο που μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αφορά τον ίδιο μαθητή!
Η βαθμολόγηση είναι ένα άκρως σημαντικό εκπαιδευτικό ζήτημα με προεκτάσεις μορφωτικές αλλά και κοινωνικές. Ως εκ τούτου χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, γιατί σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ. στο απολυτήριο του Λυκείου, προσμετρά στην επαγγελματική εξέλιξη των νέων και παραμένει εσαεί μια σοβαρή παρακαταθήκη στη ζωή τους.
Ας δούμε όμως μερικά σημεία που καθορίζουν τον τρόπο βαθμολογίας των μαθητών. α) Η απεικόνιση της βαθμολογίας είναι σημαντικό στοιχείο της εκπαιδευτικής αυτογνωσίας του μαθητή και συστατικός παράγοντας για το σχεδιασμό της επαγγελματικής του πορείας και ως εκ τούτου πρέπει να είναι σωστός και αντικειμενικός. β) Η όλη διαδικασία της βαθμολόγησης οφείλει να έχει χαρακτηριστικά δικαιοσύνης, γιατί οι μαθητές είναι πολύ αυστηροί κριτές συγκρίνοντας τις μεταξύ των βαθμολογίες. Μπορούμε να ισχυριστούμε μάλιστα ότι ο μαθητής διαθλά την εικόνα που έχει για τον εκπαιδευτικό σε μεγάλο βαθμό μέσω της βαθμολογίας!
γ) Η βαθμολόγηση πρέπει να διαμορφώνει ένα αίσθημα ενθάρρυνσης στον μαθητή και να είναι ενισχυτική στην προσπάθειά του, να μην είναι δηλαδή απλώς μια απεικόνιση της μαθησιακής του κατάστασης δίκην ουδέτερης και ψυχρής μέτρησης κάποιου φυσικού μεγέθους. δ) Η κλίμακα της βαθμολόγησης δεν μπορεί παρά να είναι ευρεία και να μην συρρικνώνεται μέσα από μια δήθεν φιλομαθητική / λαϊκίστικη στάση. Χωρίς να δογματίζουμε – γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις τμημάτων με άλλη εικόνα –, τα δόκιμα όρια της βαθμολόγησης για το λύκειο μπορούν να θεωρηθούν εκείνα της κλίμακας «8 – 20» και η συνήθης μορφολογία της να είναι η κλασική «καμπύλη του Gauss». Θεωρώ ότι είναι μέγα παιδαγωγικό λάθος να μην βαθμολογούνται μαθητές με βαθμούς κάτω από τη βάση, για κάποιους δήθεν λόγους αρχής, όταν η εικόνα του μαθητή είναι αρνητική.
ε) Οι βαθμολογικές αποστάσεις στα διάφορα σημεία της κλίμακας δεν είναι πάντα αντίστοιχες εκείνες των αριθμητικών αποστάσεων. Για παράδειγμα, η απόσταση μεταξύ 19 και 20 δεν είναι η ίδια με την απόσταση μεταξύ 5 και 6, με την πρώτη να είναι σαφώς μεγαλύτερη. Ισχυρίζομαι ότι μπορείς εύκολα να κάνεις το 5 6, όχι όμως εξίσου εύκολα το 19 να το κάνεις 20. Οι διάφορες περιοχές της βαθμολογικής κλίμακας έχουν διαφοροποιητική διάσταση. στ) Η βαθμολογία δεν αφορά μόνο τους μαθητές αλλά και εμάς τους εκπαιδευτικούς. Η σύγχρονη παιδαγωγική θέλει τον εκπαιδευτικό συμμέτοχο στην προσπάθεια του μαθητή και αυτό σημαίνει ότι μια αρνητική βαθμολογία μέσα στην τάξη βαραίνει πριν απ’ όλους τον εκπαιδευτικό.
ζ) Η εικόνα της βαθμολογίας πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη διδασκαλία, στο ρυθμό της και στον όλο σχεδιασμό της. Η πορεία της διδασκαλίας δεν είναι μια αδιατάρακτη πορεία πάνω στις τροχιές της διδακτέας ύλης, αλλά έχει και σταθμούς και «πισωγυρίσματα», για να συμπεριλάβουμε «αργοπορούντες» ή «παρατημένους» μαθητές. η) Όταν κάνουμε λάθη στη βαθμολογία, οφείλουμε να τα παραδεχόμαστε απολογητικά και αφενός μεν να τα αναγνωρίζουμε μέσα στην τάξη και αφετέρου να λειτουργούμε σχετικά εξισορροπιστικά στη συνέχεια. θ) Η προφορική βαθμολογία δεν μπορεί να αφίσταται σημαντικά από την γραπτή. Αν και έχει άλλα χαρακτηριστικά σημεία η προφορική σε σχέση με τη γραπτή, δεν μπορεί να δίνει την εικόνα της μιας διχοτομημένης εκπαιδευτικής αποτίμησης.
Η βαθμολόγηση δεν πρέπει να κατακτάται από τον εκπαιδευτικό μόνο μέσα από τη σχολική εμπειρία. Οφείλει να είναι συστατικό στοιχείο και στα προγράμματα σπουδών και στα επιμορφωτικά προγράμματα. Όσοι βαθμολογούν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις νιώθουν μια βαριά ευθύνη (και ίσως και ένα δέος) για τη βαθμολόγησή τους, γιατί ακόμα και μια μικρή απόκλιση από την αντικειμενικά ορθή βαθμολογία μπορεί να σημαίνει αποκλεισμό από τη Σχολή που ονειρεύεται ένας μαθητής. Αυτό το αίσθημα ευθύνης – κατά τη γνώμη μου – έστω και λίγο πιο αμυδρό οφείλει να είναι παρόν και σε κάθε προφορική βαθμολογία!