Ο λόγος αποκτιέται φυσικά στα παιδιά κι έτσι σπάνια κανείς μπορεί να σκεφτεί πόσο σύνθετη είναι η απόκτησή του. Τα περισσότερα παιδιά μαθαίνουν να μιλούν ακόμη και κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Τζουριάδου και συνεργάτες 2019
Υπάρχει όμως ένα ποσοστό παιδιών που δυσκολεύονται στην απόκτηση του λόγου, παρότι η ανάπτυξή τους σε άλλους τομείς είναι φυσιολογική. Αυτά θεωρούνται ότι παρουσιάζουν ειδική διαταραχή, η οποία αποτελεί μια αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου όταν δεν υπάρχουν προβλήματα νοημοσύνης, νευρολογικές διαταραχές, ανεπάρκειες ακοής, περιβαλλοντική αποστέρηση. Έτσι ένα παιδί 7-8 χρονών μπορεί να μιλάει σαν ένα παιδί 3 χρόνων χρησιμοποιώντας απλές γλωσσικές μορφές, να κάνει αναγραμματισμούς, να χρησιμοποιεί τηλεγραφικές προτάσεις κ.α..
Η ειδική διαταραχή του λόγου αποτελεί μια ανομοιογενή κατηγορία που μπορεί να ποικίλλει τόσο ως προς τη σοβαρότητα όσο και ως προς το προφίλ. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις υπάρχουν προβλήματα τόσο στην κατανόηση όσο και στην παραγωγή της ομιλούμενης γλώσσας, π.χ. ένα παιδί μπορεί να δυσκολεύεσαι να κατανοήσει το συμβολικό παιχνίδι κι ένα άλλο να χρησιμοποιεί μια μορφή λεκτικής σαλάτας. Η διαταραχή γίνετα περισσότερο αινιγματική, γιατί συμβαίνει σε παιδιά τυπικής ανάπτυξης κι έτσι δεν μπορεί να ερμηνευτεί στο πλαίσιο άλλων διαταραχών όπως λ.χ. της κώφωσης ή της εγκεφαλικής παράλυσης. Η συχνότητά της υπολογίζεται γύρω στο 7% με μεγαλύτερη αναλογία στα αγόρια (Tomplin, 1997). Αναφορές για τις δυσκολίες λόγου – μάθησης υπάρχουν από το 19ο αιώνα, η έρευνα όμως και η μελέτη της διαταραχής αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (Reilly et al., 2015). Έχουν χρησιμοποιηθεί πολλοί όροι για να την περιγράψουν όπως εγγενής αφασία, εγγενής κωφότητα λέξης, εγγενής ακουστική αγνωσία, κ.α.. Οι πιο πρόσφατοι όροι που χρησιμοποιούνται είναι επιβράδυνση του λόγου, αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου, ειδική διαταραχή του λόγου, ειδική γλωσσική διαταραχή. Η Bishop (2015) υποστήριξε ότι υπάρχουν και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα με τη χρήση διαφορετικών όρων. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων αναφέρεται ότι είναι καλύτερα να μην περιχαρακώνεται κάποιος πίσω από μια ταξινομητική ταμπέλα, αλλά να αναδεικνύει τις δυνατότητες και αδυναμίες και να παρέχει τις απαιτούμενες υπηρεσίες που συμπεριλαμβάνουν την αξιολόγηση, τις προσαρμογές και τις παρεμβάσεις. Μεταξύ των μειονεκτημάτων αναφέρεται ότι η ποικιλία των όρων που χρησιμοποιούνται έχουν διχάσει τους ειδικούς και παρόλο που ο όρος ειδική διαταραχή έχει υιοθετηθεί από την ερευνητική κοινότητα και χρησιμοποιείται στην επιστημονική βιβλιογραφία, δεν συμβαίνει το ίδιο και μεταξύ των επαγγελματιών. Επίσης, ο Reilly κάνει αξιολογική κρίση στα κριτήρια αποκλεισμού τονίζοντας τις αδυναμίες του ορισμού, την ετερογένεια των περιπτώσεων και υποστηρίζει ότι κανένας από τους όρους δεν λύνει όλα τα προβλήματα της διαταραχής.
Η ειδική διαταραχή του λόγου, όπως αναφέρεται μπορεί να διαγνωστεί όταν η ανάπτυξη του λόγου είναι ανεπαρκής χωρίς να εντοπίζονται εμφανή αίτια. Για πολλά χρόνια πίστευαν ότι μπορεί να οφείλονταν σε ανεπαρκή γονεική φροντίδα, σε ελαφρά εγκεφαλική βλάβη κατά την περίοδο του τοκετού ή παροδική απώλεια ακοής. Οι παράγοντες όμως αυτοί θεωρήθηκαν λιγότερο σημαντικοί από τους γενετικούς (Bishop, 2006). Επιχειρήθηκε λοιπόν να προσδιοριστούν γενετικοί παράγοντες, αλλά γρήγορα οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει ένα μοναδικό αίτιο επικινδυνότητας. Έτσι παρότι σε κάποιες περιπτώσεις εντοπίστηκαν γενετικά αίτια, στις περισσότερες η διαταραχή είχε πιο σύνθετη βάση και υποστηρίχτηκε ότι ο εντοπισμός των παραγόντων γίνεται πιο έγκυρος όταν χρησιμοποιούνται μετρήσεις που αναδεικνύουν γνωστικές ανεπάρκειες και όχι συμβατικά κλινικά κριτήρια.
Τα παιδιά με ειδική διαταραχή του λόγου έχουν περιορισμούς στη γενική ακουστική και γλωσσική πρόσληψη καθώς και σε γνωστικούς τομείς όπως η μνήμη, η προσοχή, οι εκτελεστικές λειτουργίες, η επίλυση προβλήματος, οι νοεροί συλλογισμοί. Μπορεί επίσης να έχουν αποκλίσεις στη νευρολογική δομή και λειτουργία. Τέλος, μπορεί να εμφανίζουν δυσκολίες στην ανάγνωση και στο γραπτό λόγο. Η φύση και η σχέση όμως των παραπάνω δυσκολιών με την ειδική διαταραχή του λόγου είναι αμφιλεγόμενη. Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες ερμηνείας των διαταραχών του λόγου. Η πρώτη, γλωσσολογική θεωρία, ερμηνεύσει τη διαταραχή ως αποτέλεσμα ανεπάρκειας στη γλωσσολογική γνώση που τυπικά μπορεί να οφείλεται σε «λανθασμένη» αναπαράσταση του λόγου. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα παιδιά με ειδική διαταραχή του λόγου παρατείνουν μια περίοδο στην οποία τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης μαθαίνουν τα ρήματα στους διάφορους χρόνους, αριθμούς και πρόσωπα κι έχουν ιδιαίτερες δυσκολίες στα βοηθητικά ρήματα. Επίσης καθυστερούν στην αναγνώριση της μοναδικότητας των λειτουργιών του ρήματος. Άλλοι, στα πλαίσια της ίδιας θεωρίας, υποστηρίζουν ότι
οι δυσκολίες τους αφορούν στις αναπαραστάσεις των υποτακτικών σχέσεων. Τα παιδιά έχουν περιορισμούς στη δημιουργία συντακτικών σχέσεων που επηρεάζουν την παθητική φωνή, τις ερωτήσεις, τις αναφορικές προτάσεις, τις αντωνυμίες, κ.α.. Οι περιορισμοί αυτοί οδηγούν σε λανθασμένη παραγωγή προτάσεων. Μια άλλη προσέγγιση υποστηρίζει ότι τα παιδιά αυτά έχουν περιορισμούς στους νοερούς συλλογισμούς του λόγου (συντακτικό, μορφολογικό, φωνολογικό) και μάλιστα αναφέρουν ότι τέτοιες δυσκολίες υπάρχουν και σε βαρήκοα παιδιά (Van der Lely, 2005). Η δεύτερη, θεωρία γνωστικής ανεπάρκειας, ερμηνεύει τις ειδικές διαταραχές του λόγου είτε ως γενικευμένες στο λόγο είτε ως εξειδικευμένες γνωστικές ανεπάρκειες. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή τα παιδιά με ειδική διαταραχή του λόγου, έχουν δυσκολίες στην πρόσληψη του λόγου, στην εργαζόμενη μνήμη, στην προσοχή και στις εκτελεστικές λειτουργίες. Το κεντρικό ερώτημα της προσέγγισης αυτής είναι αν οι γνωστικές ανεπάρκειες περιορίζονται στη λειτουργία του λόγου ή αν είναι γενικευμένες (Marinis & Van der Lely, 2007). Η προσέγγιση των ειδικών γνωστικών διεργασιών υποστηρίζει ότι υπάρχουν ανεπάρκειες στη φωνολογική εργαζόμενη μνήμη που επηρεάζουν το φωνολογικό αλλά και σε διεργασίες που αφορούν την αντίληψη και επεξεργασία του χρόνου και της ακολουθίας (Ullman, 2005). Τόσο η θεωρία της ερμηνείας των γενικών όσο και των ειδικών γνωστικών ανεπαρκειών έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να ερμηνεύσει κάποιες από τις περιπτώσεις των διαταραχών του λόγου, χωρίς όμως να μπορεί να γενικευθεί όπως και οι γλωσσολογικές θεωρίες σε όλες τις περιπτώσεις. Επίσης δεν έχει εντοπιστεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ γνωστικών χαρακτηριστικών και λειτουργίας του εγκεφάλου. Τέλος, μια ευρύτερη προσέγγιση συνδέεται με την ερμηνεία της τυπικής ανάπτυξης, η οποία εξαρτάται από τις κανονικότητες των γλωσσικών ερεθισμάτων με τις οποίες μπορεί να αναδειχτούν τα πρότυπα του φωνολογικού, του μορφοσυντακτικού και του λεξιλογικού. Προκειμένου να αποκτήσει το παιδί γλωσσικούς κανόνες είναι απαραίτητη η αλληλεπίδραση των κανόνων γλωσσικής αναπαράστασης με τις γενικότερες γνωστικές και μαθησιακές διεργασίες καθώς και με τα ερεθίσματα τα οποία δέχεται το παιδί. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται πολλαπλά επίπεδα δικτύων με γλωσσολογικά, γνωστικά, αντιληπτικά, κ.α. στοιχεία τα οποία δύσκολα μπορεί να απομονωθούν και αυτό καθιστά τη μελέτη των αιτίων των διαταραχών του λόγου εξαιρετικά πολύπλοκη. Μια εναλλακτική υπόθεση από την πλευρά των νευροεπιστημών επιχείρησε τη σύνδεση του μνημονικού συστήματος διεργασίας, το οποίο υπεισέρχεται στη μάθηση και τις νοητικές αναπαραστάσεις με τις εγκεφαλικές δομές της παρεγκεφαλίδας και του αριστερού λοβού καθώς και τις επιπτώσεις των εγκεφαλικών ανωμαλιών σε διάφορες διεργασίες του λόγου.
Συνοψίζοντας, η μελέτη των ειδικών διαταραχών του λόγου είναι χρήσιμη γιατί δεν επηρεάζουν μόνο τη σχολική μάθηση, αλλά και τη ζωή των ανθρώπων με ευρύτερες επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή. Επηρεάζουν ιδιαίτερα τα δίγλωσσα παιδιά, γιατί όταν συνυπάρχουν μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρά εμπόδια στη σχολική και κοινωνική τους πορεία. Οι κύριες εκδηλώσεις αφορούν το μορφοσυντακτικό στοιχείο (δομή προτάσεων, γραμματική) και πολλές φορές επηρεάζουν την κατανόηση. Επίσης, από τον προφορικό λόγο μεταφέρονται στο γραπτό και τα παιδιά εμφανίζουν δυσκολίες τόσο στην ανάγνωση όσο και στη γραπτή αναπαραγωγή και παραγωγή του λόγου (δομή, ορθογραφία). Παιδιά με τις διαταραχές αυτές μπορεί να κάνουν λάθη γραμματικού τύπου (καταληκτικά, θεματικά). Επειδή επηρεάζεται η κατανόηση μπορεί να κάνουν λάθη όπως παρανοήσεις, ασυνταξίες, ακυριολεξίες, να πέφτουν εκτός θέματος κ.α.. η διαφοροδιάγνωση πρέπει αφενός να αποκλείει τις φωνολογικές δυσκολίες της ομιλίας, οι οποίες απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση και δεν επηρεάζουν συνολικά τη σχολική μάθηση. Επίσης δεν αρκεί η διαφορά μιας τυπικής απόκλισης μεταξύ λεκτικού – πρακτικού και ο γενικός δείκτης νοημοσύνης αλλά εξειδικευμένα κριτήρια που να προσδιορίζουν διάφορες αναπτυξιακές όψεις του λόγου αλλά και γλωσσικά κριτήρια επίδοσης. Τέλος, είναι απαραίτητες εξετάσεις από διεπιστημονικές ομάδες, μεταξύ των οποίων είναι απαραίτητη η συστηματική λήψη ατομικού και κοινωνικού ιστορικού.