Στην ιστορία της εκπαίδευσης υπάρχουν αρκετά ιδεολογικά και κοσμοθεωρητικά αφηγήματα. Συχνά δημιουργούνται δίπολα, που αντιπαρατίθενται στους κόλπους της κοινωνίας και στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής.
Του Νίκου Τσούλια, Γραμματέας του Τομέα Παιδείας – Κινήματος Αλλαγής
Χαρακτηριστικό τέτοιο δίπολο είναι το σχήμα «μεταρρύθμιση – αντιμεταρρύθμιση», που το εισήγαγε ο Αλέξης Δημαράς, το οποίο χαρακτηρίζει τη διαμάχη μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου / Σοσιαλδημοκρατίας και το οποίο δίπολο ισχυροποιήθηκε στη διάρκεια του Διχασμού μεταξύ Βενιζελικού ρεύματος και του αντίστοιχου ρεύματος του εκάστοτε βασιλιά.
Στη μεταπολίτευση ναι μεν αμβλύνθηκε η ένταση και η διαμάχη – δεν είχαμε διχασμούς και σκληρό ροκ –, αλλά πάντα υπήρχε η πολιτική αντιπαράθεση κυρίως μεταξύ ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. Τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ. αναδύθηκαν στην παιδεία δύο βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά: α) η νεοφιλελεύθερη πολιτική με μορφές ιδιωτικοποίησης – κυρίως καλυμμένης – αλλά με εξέχουσα και προκλητική την υπόθεση των προνομίων Κολεγίων και β) μια παλαιοσυντηρητική με κορυφαία εκδοχή εκείνη του αγέννητου παιδιού.
Παράλληλα και σύμφυτα με αυτές τις γενικές τάσεις – και ως τρίτο συμπληρωματικό στοιχείο -, αναδείχτηκε μια πρωτόγνωρη για τη μεταπολιτευτική περίοδο επιθετικότητα κατά των εκπαιδευτικών. Υπήρξε η απόπειρα εισαγωγής κάμερας στις σχολικές αίθουσες, που απέτυχε από τη γενική κατακραυγή αλλά που δήλωνε ευθέως μια μορφή απόλυτου αυταρχισμού έναντι των εκπαιδευτικών την ώρα που θα δίδασκαν!!
Στη συνέχεια αναπτύχθηκε ένα γενικό κλίμα ελέγχου και διοικητισμού, με ακραίες εκδοχές την εκβιαστικού τύπου αξιολόγηση των νεοδιόριστων και προς μονιμοποίηση εκπαιδευτικών και τη διόγκωση της καθημερινής διοικητικού τύπου εργασίας όλων των εκπαιδευτικών. Η συστηματική πολιτική του Υπουργείου είναι να φορτώνει τους εκπαιδευτικούς με γραφειοκρατία και με χαρτιά επί χαρτιών.
Κοινή και καθολική έκφραση των εκπαιδευτικών σήμερα είναι το μορφωτικό πρόταγμα. «Θέλουμε να διδάσκουμε και να διαπαιδαγωγούμε, να μορφώνουμε και να κοινωνικοποιούμε. Να ενισχυθεί η ζωντανή σχέση μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών / μαθητριών. Να γίνουν ακόμα πιο δημιουργικά η σχολική αίθουσα και το πολιτιστικό περιεχόμενο του σχολείου».
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι όλη αυτή η κυβερνητική προσπάθεια μετασχηματίζει το παιδαγωγικό περιεχόμενο και τον δημιουργικό ρόλο του εκπαιδευτικού σε μια κατεύθυνση διαμόρφωσης υπαλλήλου, που απλώς θα ασκεί ένα τυποποιημένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και θα ελέγχεται επί αυτού πολλαπλώς.
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της δεξιάς πολιτικής. Να μειώσει την παιδαγωγική ελευθερία, την παιδαγωγική αυτονομία, την παιδαγωγική ευθύνη με όλα τα επακόλουθα: την υπονόμευση των πρωτοβουλιών, των ερευνών και των αναζητήσεων των εκπαιδευτικών.
Συμπερασματικά, γίνεται οργανωμένη προσπάθεια ώστε «το πρόσωπο του εκπαιδευτικού να μην είναι στραμμένο προς τους μαθητές αλλά προς το Υπουργείο», ο εκπαιδευτικός να μην είναι παιδαγωγός εκφραστής πνευματικής ελευθερίας και φορέας αξιών αλλά υπάλληλος – εφαρμοστής των διοικητικών εντολών.
Και εδώ ανακύπτει μείζον μορφωτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Σε εποχές των κοινωνιών της Γνώσης και της μάθησης, στις οποίες ο εκπαιδευτικός καλείται σε αντιλήψεις εξωστρέφειας και διαρκών αναπροσαρμογών με βάση τις πολλαπλές και έντονες προκλήσεις των εποχών μας, σε πρακτικές πρωτοβουλιών και καινοτομιών, αυτενέργειας και δημιουργικότητας, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επιδίδεται σε λογικές φασκιώματος και μιας ακραίας παλαιοσυντηρητικής πειθαρχίας τους.
Στην ίδια ρότα είναι και η στάση της Υπουργού απέναντι στις συλλογικότητες των εκπαιδευτικών. Αυταρχικές εκδοχές – όσον αφορά τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες – είναι η επίδειξη πυγμής εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας στη συγκρότηση των Υπηρεσιακών Συμβουλίων και στις μη διευκολύνσεις των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ.
Αυτά τα τρία στοιχεία – ιδιωτικοποιήσεις, παλαιοσυντηρητισμός και απόλυτου τύπου υπαλληλοποίηση των εκπαιδευτικών – ουσιαστικά μετασχηματίζουν το περιεχόμενο του σχολείου. Αποτελούν μια σκληρή ιδεολογική παρέμβαση της Ν.Δ. στον δημοκρατικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου δεν είναι απλά και μόνο εκπαιδευτικό πρόβλημα αλλά μείζον κοινωνικό και πολιτικό.
Ευθύνη και πρώτιστη ανάγκη για κάθε προοδευτική κυβερνητική πολιτική είναι η διαμόρφωση ενός δημοκρατικού περιεχομένου της εκπαίδευσης, που θα ανατρέψει όλο αυτό το αναχρονιστικό και αντιεκπαιδευτικό σκηνικό μέσα από μια σύγχρονη μεταρρύθμιση, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, με εμπιστοσύνη στον εκπαιδευτικό, με το βλέμμα στο μέλλον – στο μέλλον που πράγματι «δεν διαρκεί πολύ».