Ζαχαρίας Παπαντωνίου, 1918
Συγχαίρω το κράτος διότι μας έδωκεν έν μικρόν (μικρόν τάχα;) αριστούργημα.
Κωστής Παλαμάς
του Νίκου Τσούλια
Ένα βιβλίο θρύλος, ένα βιβλίο σταθμός, ένα βιβλίο που κόσμησε την ελληνική εκπαίδευση και κατέδειξε τις μεγάλες δυνατότητες του παιδαγωγικού λόγου, ένα λογοτεχνικό έργο που ανέδειξε την ομορφιά και την πλαστικότητα της δημοτικής γλώσσας. Το βιβλίο αυτό όμως θα πέσει θύμα της διαμάχης του γλωσσικού ζητήματος, πιο ορθά των γλωσσοαμυντόρων της καθαρεύουσας, των ανθρώπων που ανέστειλαν για δεκαετίες την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και καθυστέρησαν τη μόρφωση του ελληνικού λαού, των ανθρώπων που υπηρετούσαν την πολιτική σκοπιμότητα της χειραγώγησης της εκπαίδευσής μας και έκαναν διώξεις επί διώξεων σε μεγάλους παιδαγωγούς, σε θαυμαστά βιβλία. Και αντί να απολογούνται αυτοί, βάζουν στο κατηγορητήριο τα βιβλία -εκφραστές της εκπαιδευτικής άνοιξης και του εκδημοκρατισμού του ελληνικού σχολείου και της ελληνικής κοινωνίας.
«Το βιβλίο αποτελεί την πιο προωθημένη, υποδειγματική από λογοτεχνική άποψη, έκφραση του τριπλού αναπροσανατολισμού της σχολικής γνώσης που επιδίωκαν οι εκφραστές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού: δημοτική γλώσσα με γραμματική και συντακτική συνέπεια, έμμεση διαπαιδαγώγηση των μαθητών σύμφωνα με τις προτροπές της Νέας Αγωγής και αστική ιδεολογία με έμφαση στον ορθό λόγο ως μέσο για την επίτευξη της συλλογικής προόδου». Χάρης Αθανασιάδης
«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι […] ως έργα ψεύδους και κακόβουλου προθέσεως», πρότειναν το 1921 στη γνωστή «Έκθεσίν» τους οι έξι … ειδικοί της Επιτροπείας του Υπουργείου Παιδείας και μαζί τους είναι και «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου και τα υπόλοιπα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1918 που προώθησε η επαναστατική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η κατηγορία είναι χαλκευμένη, έωλη, καταγέλαστη. Το βιβλίο του καρπενησιώτη συγγραφέα έπασχε, κατά τα μέτρα της Επιτροπείας, από «επιτηδευμένην ατημελησίαν του λόγου και προπετή καταφρόνησιν του συνήθους τρόπου της εκφράσεως». Άραγε δεν μπορούσαν να αντιληφτούν το βαρύ πολιτισμικό φορτίο αυτού του εκπαιδευτικού θησαυρού ή τυφλωμένοι από το ιδεολογικό και πολιτικό πάθος τους εντάσσονται τελικά στις μαύρες σελίδες της πολύπαθης εκπαιδευτικής ιστορικής διαδρομής μας; Η ιστορία θα στιγματίσει την απόφαση και τις σκοπιμότητες της Επιτροπείας και θα αξιολογήσει τα «Ψηλά Βουνά» ως μια μορφωτική όαση.
«Δύσκολα απομονώνουμε άλλο βιβλίο το οποίο να επηρέασε τόσο αποφασιστικά την εκπαίδευση όσο τα “Ψηλά βουνά”».Αλέξης Δημαράς
Τα «Ψηλά Βουνά» θα αποτελέσουν έναν φωτεινό φάρο στο μακρύ υφάδι της σχολικής αφήγησης σε όλη τη διάρκεια της ζωής του νεοελληνικού κράτους. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε «Τα ψηλά βουνά» σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Α. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη με εικονογράφηση του Π. Ρούμπου και προοριζόταν για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου. Το βιβλίο αυτό κάηκε μαζί με άλλα μεταρρυθμιστικά βιβλία από τις κυβερνήσεις μετά το 1920. Θα βιώσει την οδύσσεια του ελληνικού σχολείου που περνάει από τις εναλλαγές των ιστορικών φάσεων «μεταρρύθμιση – αντιμεταρρύθμιση», όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο ιστορικός της εκπαίδευσής μας Αλέξης Δημαράς. Η διδασκαλία του διακόπηκε το 1921, όμως το 1923 το επανέφερε η κυβέρνηση Βενιζέλου στη Μέση Εκπαίδευση και διδάχτηκε για έξι χρόνια, ενώ το 1934 υποβλήθηκε προς έγκριση και απορρίφθηκε. Ξαναγύρισε ως διδακτέα ύλη το 1965, όταν ήταν Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας ο Ε. Παπανούτσος, καθώς και το 1975, ως Αναγνωστικό της Γ΄ τάξης του Δημοτικού. Θα επανέλθει, δηλαδή, πάλι το 1930 και το 1933 από τις κυβερνήσεις του Ε. Βενιζέλου και ακόμα θα πάρει την πιο γλυκιά εκδίκησή του με την επαναφορά του στη διάρκεια της μεταπολίτευσης και με την οριστική επικράτηση πλέον της ζωντανής δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους και της εκπαίδευσής μας.
«Τα Ψηλά Βουνά είναι από τα βιβλία που ξυπνούν τους λαούς και τους κάνουν μεγάλους». Στέλιος Σπεράντζας
Ακόμα και σήμερα το βιβλίο διαβάζεται όχι απλά και μόνο ως ένα αναγνωστικό του περασμένου αιώνα, διαβάζεται ως μια λογοτεχνική κορύφωση τόσο του διαπαιδαγωγικού λόγου όσο και της εκπληκτικής δύναμης της δημοτικής γλώσσας. Θα μπορούσε να εισαχθεί ακόμα και στο σημερινό δημοτικό σχολείο, αν δεν είχε αλλάξει ο κοινωνικός ιστός της κοινωνίας μας, αν δεν είχαμε την αστικοποίηση του πληθυσμού μας, αν δεν είχε αλλάξει τόσο πολύ – όπως είναι φυσικό και αναγκαίο – το συγκείμενο, το κοινωνικό περιβάλλον μας.
Μπορεί, ωστόσο, να αποτελέσει παράλληλο σχολικό βιβλίο, μαζί με αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα στο δημοτικό. Μια τέτοια εκπαιδευτική πρωτοβουλία είτε γενική και θεσμική από την πλευρά του Υπουργείου είτε μεμονωμένα από τους δασκάλους μας θεωρώ ότι είναι χρήσιμη παιδαγωγικά, ότι υπηρετεί βασικούς στόχους της εκπαίδευσης, ότι ενεργοποιεί πιο πολύ τη μάθηση, ότι δίνει στην ιστορία το πραγματικό της περιεχόμενο, αφού θα συνδιαλέγεται με το «σήμερα» ενεργά.
Αλλά «Τα Ψηλά Βουνά» δεν είναι απλά και μόνο μια υπόθεση σχολική. Είναι ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα για όλους μας. Το διάβασμά του είναι μια ψυχική απόλαυση, μια πνευματική ανάταση, μια πολύ όμορφη στιγμή της ζωής μας. Διαβάστε το!