Ένας μαθητής συνάντησε το δάσκαλό του στο δρόμο, και κατευθύνονται μαζί για το σχολείο. Ξαφνικά είδαν στην άκρη του δρόμου ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια. Ήταν του γέροντα που δούλευε στο διπλανό χωράφι…
Ο μαθητής είπε στον δάσκαλό του:
-«Κύριε να του κάνουμε πλάκα; Να κρύψουμε τα παπούτσια του για να δούμε το πρόσωπό του; Θα έχει πολύ γέλιο» !!!
Ο δάσκαλος του απάντησε:
– «Δεν πρέπει να περνάμε καλά εις βάρος του άλλου… Εσύ παιδί μου είσαι από εύπορη οικογένεια και μπορείς να δώσεις σε αυτόν τον άνθρωπο λίγη χαρά! Θέλεις να βάλουμε από κοινού, κάποια χρήματα σε κάθε παπούτσι και μετά κρυβόμαστε για να δούμε την αντίδρασή του»;
Αυτό έκαναν και κρύφτηκαν και περίμεναν…
Ο φτωχός γέροντας τελείωσε τη δουλειά του και πήγε για το παλτό και τα παπούτσια του. Έβαλε το παλτό του, έβαλε το πόδι του σε ένα παπούτσι, αλλά ένιωσε κάτι μέσα, έσκυψε να δει τι ήταν και βρήκε χρήματα… έκπληκτος, αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί! Γύρισε το κεφάλι του και δεν είδε κανέναν… Βάζοντας και το άλλο παπούτσι βρήκε και άλλα χρήματα!
Γονατίζει και με δάκρυα στα μάτια κοιτάζει ψηλά στον ουρανό και ευχαριστεί δυνατά… Μιλάει για την άρρωστη σύζυγό του και τα ορφανά εγγόνια του, που δεν είχαν φαγητό και ρούχα, αλλά τώρα χάρη στο «άγνωστο χέρι» θα έχουν αρκετές μέρες φαγητό…
– «Θεέ μου σ’ευχαριστώ! Σε παρακαλώ να έχεις πάντα γερό τον άνθρωπο που μου έκανε τέτοιο καλό…»
Ο μαθητής άρχισε να κλαίει και ο δάσκαλος τον ρώτησε:
– «Δεν είσαι πιο ευχαριστημένος τώρα, από το να του έκανες φάρσα»;
Ο νεαρός απάντησε:
– «Κύριε, μου δώσατε ένα μεγάλο μάθημα, που δεν θα ξεχάσω ποτέ! Τώρα ξέρω ότι νιώθεις καλύτερα όταν δίνεις πάρα όταν παίρνεις»!
Δίνοντας χαρά φίλοι μου, εμπλουτίζεται η ψυχή μας! Ας βοηθήσουμε όσο μπορεί ο καθένας μας τους αδύναμους συνανθρώπους μας.