Με λένε Αλεξάνδρα. Είμαι 10 ετών και πάω στην Τρίτη δημοτικού. Πριν από έξι χρόνια η μητέρα μου έφερε στον κόσμο τον αδερφό μου, το Στέλιο. Πάντα ήθελα ένα αδερφάκι. Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν ήρθε το μωρό μας στο σπίτι. Όσο ο Στέλιος μεγάλωνε, η μαμά ανησυχούσε, γιατί το μικρό μας δεν ήταν όπως τα άλλα παιδιά.
Μια εβδομάδα μετά η μαμά και ο μπαμπάς πήγαν το Στέλιο μας σε έναν ειδικό γιατρό. Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Η μαμά γύρισε από το γιατρό χλωμή και αμίλητη. Και ο μπαμπάς ήταν σα χαμένος. O γιατρός είπε ότι ο μικρούλης μας δεν θα είναι ένα παιδί που θα τα καταφέρνει καλά.
Ο Στελάκης μας θα έπρεπε να πάει σε διαφορετικό σχολείο και σε κάποια προγράμματα, που δεν κατάλαβα τι ήταν, αλλά θα τον βοηθούσαν να τα καταφέρει καλύτερα.
Από τότε όλα άλλαξαν. Όταν γύριζα από το σχολείο η μαμά δεν ήταν εκεί. Μόνο η γιαγιά μου, που κάθε λίγο μονολογούσε, «τι μας βρήκε!». Έτρωγα με τη γιαγιά. Διάβαζα με τη γιαγιά. Η μαμά πλέον δεν μπορούσε να έρθει μαζί μου στο ωδείο, έπρεπε να πηγαίνει το Στέλιο στον κ. Τάσο, το γιατρό για τις κουβέντες.
Το Σαββατοκύριακο δεν πηγαίναμε πια μεγάλες βόλτες. Γιατί ο μπαμπάς έπρεπε να βοηθάει το Στέλιο να κάνει κάτι ασκήσεις με τα χεράκια του. Και στα πάρτι πήγαινα με τη φίλη μου τη Λυδία και τη μαμά της. Η μαμά δεν ήθελε να αφήνει τον Στελάκη με τη γιαγιά και τον μπαμπά, γιατί έλεγε τη χρειαζόταν εκεί. Όμως και εγώ τη χρειαζόμουν. Πολλές φορές σκεφτόμουν τι καλά που θα ήταν να είχα και εγώ κάποιο πρόβλημα. Τότε η μαμά και ο μπαμπάς θα καθόντουσαν περισσότερες ώρες μαζί μου, όπως παλιά.
Πριν λίγες μέρες άρχισε να με πονάει το στομάχι μου. Η μαμά με πήγε στο γιατρό. Πήγαμε μαζί. Ο γιατρός με εξέτασε και είπε ότι δεν έχω τίποτα. Όμως εγώ συνέχιζα να μη νιώθω καλά. Ο μπαμπάς με πήγε και σε ένα άλλο γιατρό. Μου έκανε εξετάσεις και μετά από λίγες μέρες μας ειδοποίησε ότι δεν είχα κάτι. Δεν ήθελα να αρρωστήσω πολύ γιατί σιχαίνομαι τα φάρμακα.
Αν όμως αρρώσταινα λίγο…
Θα έμενα στο σπίτι με το Στέλιο και τη μαμά…