Τα παιδιά μαθαίνουν κυρίως με το πρότυπο κι όχι τόσο πολύ με τις θεωρίες». Αυτό τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η επίκουρος καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Παιδιατρική και Εφηβική Ιατρική κι υπεύθυνη της Μονάδας Εφήβων στο Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐα Κυριακού», Άρτεμις Τσίτσικα σχολιάζοντας το θέμα του σχολικού εκφοβισμού που απασχολεί τη σχολική κοινότητα.
«Είναι ένα θέμα που απασχολεί και τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τα ίδια τα παιδιά. Θα λέγαμε ότι είναι ένα αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, τα οποία έχουν να κάνουν με την ψυχική δυσκολία και την προσωπικότητα του κάθε παιδιού, το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται, το οικογενειακό, το σχολικό και το περιβάλλον μιας χώρας, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και βέβαια της επίδρασης παραγόντων όπως η διαδικτυακή ενασχόληση, τα ΜΜΕ», λέει η κ. Τσίτσικα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και προσθέτει: «Πολλές φορές τα παιδιά εκτίθενται σε ερεθίσματα βίαια ή άλλου ακατάλληλου περιεχομένου, δεν το αντιλαμβάνονται με αποτέλεσμα να απενεχοποιούνται και σιγά-σιγά να υιοθετούνται, χωρίς να το καταλάβουν, στην συμπεριφορά τους και γενικότερα είναι κάτι που μπορεί να αφορά διάφορες εκφράσεις, όπως τη σωματική βία, τη λεκτική».
Το κάθε παιδί, λέει η ίδια, αυτό το αντιλαμβάνεται διαφορετικά κι έχει διαφορετική επίπτωση σε κάθε παιδί. «Υπάρχουν παιδιά που είναι πιο ανθεκτικά, ενώ άλλα παιδιά το αντιμετωπίζουν με περισσότερη αντίσταση κι υπάρχουν κι άλλα παιδιά τα οποία επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό», υποστηρίζει.
Η κ. Τσίτσικα επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι ο γονεϊκός ρόλος είναι σημαντικός. «Οι γονείς μπορούν να… δουλέψουν το μοντέλο μέσα στην οικογένεια. Τα παιδιά μαθαίνουν κυρίως με το πρότυπο κι όχι τόσο πολύ με τις θεωρίες. Άρα, αν θέλουμε το παιδί μας να έχει καλή συμπεριφορά και να σέβεται τα δικαιώματα των διπλανών του, αλλά να αναγνωρίζει και τα δικά του δικαιώματα τότε οι γονείς θα πρέπει να θέσουν ένα ωραίο πλαίσιο ανάπτυξης των παιδιών τους. Οι ίδιοι οι γονείς επηρεάζουν με την συμπεριφορά τους. Επίσης, θα πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά, στην επικοινωνία, στη συζήτηση».
Πολλοί γονείς, λέει η κ. Τσίτσικα «έχουν μια εσφαλμένη εντύπωση ότι αν το παιδί είναι στο δωμάτιό του μπροστά σε μια οθόνη είναι ασφαλές και δεν κινδυνεύει από τους κλασικούς κινδύνους στη γειτονιά. Αυτό όμως δεν ισχύει και θα πρέπει να καταλάβουν ότι ο γονεϊκός τους ρόλος θα πρέπει να ενισχύεται. Μέσα από την επικοινωνία και την καθημερινή αλληλεπίδραση θα μπορούν να επηρεάσουν τα παιδιά. Μην ξεχνάμε όμως ότι θα πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά ώστε οτιδήποτε τους συμβεί να μπορούν να εμπιστευτούν τους γονείς τους, οι οποίοι θα πρέπει να σημειώσουν κάποια μεταβολή στις συμπεριφορές των παιδιών οπότε αν χρειαστεί να απευθυνθούν σε ειδικούς».
Η κ. Τσίτσικα υπενθυμίζει ότι στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Π. & A. Κυριακού», λειτουργεί η Γραμμή για την Τεχνολογία χωρίς χρέωση «ΜΕ Υποστηρίζω» 8001180015. Λειτουργεί καθημερινά από τις 9:00 έως τις 15:00, για θέματα που αφορούν την ορθή χρήση της τεχνολογίας από ανηλίκους (εξάρτηση από το διαδίκτυο, διαδικτυακός εκφοβισμός- bullying, αποπλάνηση-grooming, ακατάλληλο περιεχόμενο, θέματα προσωπικών δεδομένων, πορνογραφικό υλικό, τζόγος, βίαια παιχνίδια κλπ) και απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους, γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς.
Οι γονείς ζητούν σχολικό ψυχολόγο
Από την πλευρά των γονιών, η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γονέων και Κηδεμόνων Περιφέρειας Αττικής Στέλλα Βαλαβάνη, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ κάνει λόγο για νευρικότητα, πίεση και κλίμα βίας που βιώνουν οι μαθητές. «Επικρατεί μια νευρικότητα, θυμός από τους μαθητές κι αυτό έχει να κάνει με την ίδια την καθημερινότητα που ζουν και που δεν τους αφήνει καθόλου χρόνο. Οι μαθητές από τις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα δρόμου. Κι αυτό ενισχύεται ακόμη πιο πολύ σε ένα ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα που βάζει τα παιδιά να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτό δημιουργεί μια πίεση με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε αρκετές φορές σε ακραίες καταστάσεις. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να οριοθετήσουμε την έννοια του πειράγματος από την πιο ανεπιθύμητη βίαιη συμπεριφορά. Αυτό που βλέπουμε πάντως είναι ότι υπάρχει μια ένταση στους μαθητές, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κοινωνικοπολιτικό σύστημα».
Τα προβλήματα όμως, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Βαλαβάνη, «μπορούν να λυθούν συλλογικά, κουβεντιάζοντας με τους γονείς κι ανταλλάσσοντας απόψεις».
Η κ. Βαλαβάνη τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι βασικό αίτημα της Ομοσπονδίας είναι «να υπάρχει σχολικός ψυχολόγος σε κάθε σχολείο. Είναι από τα καίρια αιτήματα που έχουμε. Η εμπειρία δείχνει ότι ο σχολικός ψυχολόγος λύνει διάφορα ζητήματα, όχι μόνο σχολικού εκφοβισμού, αλλά και συμβίωσης μαθητών διαφορετικών πολιτισμών και εθνικοτήτων μιας που πλέον υπάρχουν και διαπολιτιστικά σχολεία. Τα παιδιά αναπτύσσουν διαπροσωπικές σχέσεις στους γρήγορους ρυθμούς ζωής κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι όχι μέσω συναντήσεων, παρέας μεταξύ τους. Για αυτό κι επιμένουμε ότι οι σχολικοί ψυχολόγοι μπορούν να λύσουν μια γκάμα ζητημάτων που προκύπτουν στην εκπαιδευτική κοινότητα».