Σε προηγούμενα σχετικά άρθρα μας παρουσιάστηκε η άποψη ότι ένα από τα κρίσιμα σημεία του εκπαιδευτικού διαλόγου που αφορά τους όρους «αποτελεσματικότητα», «λογοδοσία» και «αποδοτικότητα» είναι η προσφυγή στην εκπαιδευτική έρευνα προκειμένου μέσα από ένα πρίσμα καθαρά επιστημονικό να επανέλθουμε στην ανάλυση των παραπάνω όρων.
Της Κάτιας Μπαλτζάκη και του Νίκου Τσούλια
Βασική προϋπόθεση ωστόσο για τον προσδιορισμό τους είναι να ορίσουμε τη θεώρησή μας για την ποιότητα της εκπαίδευσης. Η τοποθέτηση στον παραπάνω ορισμό αποτελεί την πυξίδα προκειμένου να επανεξεταστεί το σχολείο ως θεσμός στο σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό συγκείμενο, ως θεσμός που επηρεάζει την κοινωνία και επηρεάζεται από αυτή.
Συνεχίζοντας λοιπόν τη συζήτηση περί του καλού ή του αποτελεσματικού σχολείο, θα πρέπει να αναφέρουμε και ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, το οποίο διαμορφώνει παρείσακτα στοιχεία για μια ορθολογική αποτίμηση του ζητήματός μας. Κάθε σχολείο έχει ένα συγκείμενο, ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει την έννοια των δύο όρων και του καλού και του αποτελεσματικού σχολείου.
Θα πρέπει ένα μέρος της όλης επιχειρηματολογίας να εστιάσει στην ιδιαιτερότητα του σχολείου. Δηλαδή πέραν της γενικής αποτίμησης του θέματος, κάθε σχολείο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί. Εν μέρει διαφοροποιημένο προσδιορισμό στόχων, λειτουργίας και αποτίμησης, για παράδειγμα, θα κάνει ένα σχολείο σε μεγαλοαστικό κοινωνικό πεδίο, άλλον σε αγροτικό, άλλον σε περιοχή Ρομά κλπ. Επομένως το κατά πόσο αποτελεσματικό ή καλό θα είναι ένα σχολείο δεν θα οφείλεται μόνο σε αυτό, αλλά θα έχει και εξωτερική προέλευση.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να εκκινούν από την ιδιαίτερη σχολική / κοινωνική / πολιτισμική πραγματικότητα και να προσαρμόζουν την παιδαγωγική τους κουλτούρα και τους εκπαιδευτικούς στόχους τους και τη συνολική επιστημονική μεθοδολογία τους, έτσι ώστε η μαθητική κοινότητα να βρεθεί σε δημιουργικό ρόλο.
Η UNESCO δίνει με απόλυτη σαφήνεια το βασικό στόχο της εκπαίδευσης. Δέκα περίπου χρόνια μακριά από τους στόχους της ατζέντας «Εκπαίδευση 2030» και ιδίως όσον αφορά τον στόχο «να μην αφήσει κανέναν νέο πίσω», η διεθνής κοινότητα να ανανεώσει τη δέσμευσή της για τον τερματισμό των διακρίσεων στην εκπαίδευση. Φυσικά, οι τόσες και τόσες ανισότητες, που διατρέχουν την μαθητική κοινότητα, δεν θα αρθούν, αφού εν πολλοίς είναι ανισότητες εξω-εκπαιδευτικές και διαρκώς αναπαραγόμενες. Όμως μπορούν να αμβλυνθούν. Και το σπουδαιότερο είναι ότι αυτή η ευρεία μορφωτική προσπάθεια των εκπαιδευτικών αποτελεί πηγή έμπνευσης και μαθησιακής αγωνιστικότητας για τους μαθητές.
Πέραν τούτων, υπάρχει και ένα άλλο δεδομένο. Μιλάμε όλο και πιο πολύ για αποτελεσματικό σχολείο παρά για καλό σχολείο. Αυτό οφείλεται στην αποίκιση της εκπαίδευσης από τα οικονομικά κριτήρια, που εισάγονται όλο και πιο έντονα από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι, στις παλιές δεκαετίες το ερώτημα ήταν κυρίως αν το σχολείο είναι καλό, ενώ σήμερα ακόμα και όταν τίθεται το ίδιο ερώτημα, εννοούμε το αποτελεσματικό σχολείο!
Ο αποικισμός του σχολείου από τα οικονομικά και μόνο κριτήρια – θεωρώντας δηλαδή ότι δεν υπάρχει κοινωνική ή πολιτισμική αναφορά (!) – έχει επεκταθεί και στο αξιακό του φορτίο και στη λειτουργία του και στο περιεχόμενό του. Για δε το περιεχόμενό του το κρίσιμο στοιχείο είναι η αντίθεση Γνώσης και Πληροφορίας. Ας δούμε μια σχετική προσέγγιση σε μια πολύ σημαντική Σύνοδο των Υπουργών Παιδείας των χωρών της Ε. Ε. το 2003. Εδώ στη σχετική απόφαση σημειώνονται μεταξύ άλλων τα εξής.
«Οι πληροφορίες έχουν γίνει ένα πολύτιμο αγαθό που κάποιος μπορεί να αγοράσει και να πουλήσει και η πληροφορία έχει αποκτήσει μια σημαντική θέση στα οικονομικά και κοινωνικά δρώμενα. Η οργάνωση των κοινωνιών εξελίσσεται βασιζόμενη όλο και περισσότερο στις πληροφορίες και στην πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι πληροφορίες είναι εύκολα προσιτές σε οποιοδήποτε μέρος, οποιαδήποτε στιγμή. Το επόμενο, το σημαντικότερο βήμα είναι να κινηθούμε προς την Κοινωνία της Γνώσης. Η Κοινωνία της Πληροφορίας είναι βασισμένη στην Τεχνολογία, η Κοινωνία της Γνώσης είναι βασισμένη στον άνθρωπο».
Διαπιστώνεται δηλαδή μια αντίφαση. Έχουμε Οικονομία (και όχι Κοινωνία) της Πληροφορίας αλλά όχι Κοινωνία της Γνώσης. Αλλά το σχολείο δομείται και λειτουργεί με βάση τη Γνώση – και μάλιστα την στέρεα γνώση, που έχει θεσμοθετηθεί – και όχι με την Πληροφορία.
Το όραμα της εκπαίδευσης είναι πανανθρώπινο και έχει διαμορφωθεί από τον επίσημο παγκόσμιο θεσμό της παιδείας και της μόρφωσης, την UNESCO. Η εκπαίδευση είναι ανθρώπινο δικαίωμα για όλη τη ζωή και η πρόσβαση σε αυτή πρέπει να συνδυάζεται με την ποιότητα. Η εκπαίδευση μεταμορφώνει ζωές και βρίσκεται στο επίκεντρο της αποστολής της UNESCO για οικοδόμηση ειρήνης, εξάλειψη της φτώχειας και προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης. Η εκπαίδευση κάνει κάτι περισσότερο από το να ανταποκρίνεται σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Η εκπαίδευση μεταμορφώνει τον κόσμο