Δεν υπάρχει εκπαιδευτικός ο οποίος στην προσωπική σταδιοδρομία δεν θα έχει σύγκρουση με κάποιο μαθητή του ή με κάποια μαθήτριά του. Ακόμα και οι επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις του σε κάποιον / κάποια αποτελεί μορφή σύγκρουσης, έστω και υπόγειας ή και ανεκδήλωτης.
Του Νίκου Τσούλια
Ο χειρισμός των συγκρούσεων εκ μέρους του εκπαιδευτικού οφείλει – κατά τη γνώμη μου – να στηριχτεί αφενός σε μερικές βασικές παιδαγωγικές αρχές και αφετέρου σε σταθερές παραμέτρους που εκπηγάζουν από την ψυχολογία των εφήβων. Σε κάθε περίπτωση και προοιμιακά, και ο εκπαιδευτικός έχει προσωπικές αδυναμίες και πάθη και δεν μπορεί να λειτουργήσει έξω από τη δική του ψυχοσύνθεση και από την προσωπική του αντίληψη για τη ζωή. Και αυτό σημαίνει ότι οι θεμελιώδεις παιδαγωγικές αρχές μπορεί να είναι γνωστές, αλλά αυτό δε σημαίνει και απόλυτη κατάκτησή τους ως συμπεριφορά και στάση ζωής από τον εκπαιδευτικό.
Παρόλα αυτά, ο εκπαιδευτικός οφείλει αφενός να αγωνίζεται διαρκώς και συστηματικά για τη δημιουργία εκείνης της προσωπικής πνευματικής ελευθερίας του που θα τον απαλλάξει από τα «βαρίδια» του εγωισμού και αφετέρου να διαθέτει την συναισθηματική ετοιμότητα, έτσι ώστε να εκφράζει το παιδαγωγικό μεγαλείο του που στηρίζεται στην άμετρη αγάπη του για το εκπαιδευτικό έργο και για όλους τους μαθητές / όλες τις μαθήτριες και για τον καθένα / την καθεμιά απ’ αυτούς / αυτές.
Ας δούμε λοιπόν ποιες αρχές και ποιες συμπεριφορές οφείλει να εκδηλώνει ο εκπαιδευτικός στην περίπτωση των συγκρούσεών του με κάποιους / κάποιες εκπαιδευόμενους / εκπαιδευόμενες. Πρώτον, δεν θα πρέπει να προσωποποιεί τη σύγκρουσή του, αλλά η όποια δέσμη των παρατηρήσεών του και η όποια αντιπαράθεσή του οφείλει να κατευθύνεται στην ενέργεια και όχι στο πρόσωπο του μαθητή / της μαθήτριας και σε καμιά περίπτωση δεν θα μειώνει την αξιοπρέπειά του / της.
Δεύτερον, ο εκπαιδευτικός οφείλει να είναι αυστηρός σε οποιαδήποτε παραβίαση του καλού μαθησιακού κλίματος του σχολείου και στην τήρηση του σεβασμού εκ μέρους των εκπαιδευόμενων προς τη λειτουργία της σχολικής αίθουσας και προς το πρόσωπό του. Αν υπάρχει επαναληψιμότητα ή κάποιο βαρύ παράπτωμα εκ μέρους κάποιων μαθητών / μαθητριών, δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτος ως προς τους κανόνες που θεμελιώνει κάθε εκπαιδευτική πράξη και να προχωρά σε επιβολή ποινών.
Τρίτον, ο εκπαιδευτικός οφείλει σύντομα και με μεθοδικό τρόπο να προχωρά στην υπέρβαση του κλίματος της κρίσης που προκάλεσε η σύγκρουση. Δηλαδή να φροντίσει να βρει τρόπους και αφορμές για να εξυψώσει το φρόνημα και την αυτοπεποίθηση των παρατηρηθέντων και μάλιστα δημόσια «μπροστά στα μάτια των συμμαθητών / συμμαθητριών του».
Τέταρτον, επιδιώκει να βρει ευκαιρίες μέσω των οποίων η «αντιτιθέμενη πλευρά» θα αναζητήσει μορφή συγγνώμης, αν δεν γίνει από την πρωτοβουλία αυτής της πλευράς. Εννοείται ότι στην περίπτωση που έχει παρεκτραπεί ο εκπαιδευτικός (ή και ο εκπαιδευτικός – που δεν είναι και πολύ σπάνια εκδοχή), τότε η πρώτη κίνηση συμφιλίωσης είναι δική του άμεση προτεραιότητα.
Πέμπτον, μαζί με τις συμβουλές που θα τεθούν υπό μορφή διαλογικής συζήτησης ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί παρά να
διαπνέεται από πνεύμα μεγαλοψυχίας και αμέριστης αγάπης για τον μαθητή / τη μαθήτρια. Μέσα απ’ αυτό το πνεύμα θα καλλιεργήσει στην πράξη τις θεωρίες της παιδαγωγικής του κουλτούρας και θα ενθαρρύνει την περαιτέρω ουσιαστικοποίηση των παιδαγωγικών αλλά και των διανθρώπινων σχέσεων.
Ας έλθουμε τώρα στην ψυχολογία των εφήβων. Γνωρίζουμε ότι η σύγκρουση (και η αμφισβήτηση) είναι συστατικά στοιχεία στον κόσμο της εφηβείας. Ας σκεφτούμε το πόσες και πόσες ανάλογες και μάλλον πιο σκληρές συγκρούσεις συμβαίνουν στους κόλπους της οικογένειας, παρά το γεγονός ότι εκεί επικυριαρχεί η δεδομένη αγάπη και η σταθερή φροντίδα των γονέων. Μπορούμε να πούμε ότι σχολείο χωρίς συγκρούσεις δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που έχει την πρώτιστη σημασία είναι η διαχείρισή τους και η αφομοίωσή τους μέσα σ’ ένα παιδαγωγικό περιβάλλον αγάπης και κατανόησης.
Η διαχείριση των συγκρούσεων είναι προσωπική ευθύνη του εκπαιδευτικού, συλλογική ευθύνη του Συλλόγου Διδασκόντων και διοικητική ευθύνη του Διευθυντή / της Διευθύντριας του σχολείου αλλά και των μαθητικών κοινοτήτων. Όταν μάλιστα ανταλλάσσονται γόνιμες και δημιουργικές θεωρήσεις, όταν κυριαρχεί η κριτική σκέψη και η ελευθερία του πνεύματος, όλοι / όλες αλληλοεπηρεάζονται, όλοι / όλες «βγαίνουν κερδισμένοι / -ες». Αλλά αυτό δεν είναι και το βαθύτερο νόημα όχι απλά και μόνο της λειτουργίας του σχολείου αλλά και της ίδιας της καταστατικής – παιδαγωγικής πράξης και της ιδιοσύστασής του;
Οι συγκρούσεις εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων σίγουρα δηλητηριάζουν το καλό παιδαγωγικό κλίμα του σχολείου και αλλοιώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις, που είναι τόσο καθοριστικές στη λειτουργία του σχολείου. Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κάτι σημαντικό. Με δεδομένη την παρουσία τους εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ο τρόπος διαχείρισής τους. Και υπάρχει δυνατότητα όχι απλά και μόνο υπέρβασης του γκρίζου τοπίου των συγκρούσεων, αλλά μπορεί αυτή η δυνατότητα να γίνει και ευκαιρία εμβάθυνσης της παιδαγωγικής σχέσης.
Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι σε πολλά παιδαγωγικά ζητήματα υπάρχουν αμφισημίες και πολυσημίες, ταλαντεύσεις και πολλαπλές ερμηνείες και εκείνο που κρίνει κάθε φορά τη ροή των πραγμάτων είναι ο ίδιος ο άνθρωπος ή, πιο ορθά, η Αγάπη (ή όχι) του ανθρώπου για τον άνθρωπο.