Γράφει η Μπουμπάρη Μαριλένα
Τη Δευτέρα ποζάραμε ως τηλεπαρουσιάστριες πρωινής ψυχαγωγικής εκπομπής καθήμενες περιμετρικά του καθιστικού. Την Τρίτη ήμασταν πωλήτριες υποδημάτων ή ενδυμάτων, Τετάρτη δε, κορδωνόμασταν ως δημοσιογράφοι εφευρίσκοντας ένα σωρό ανύπαρκτες λέξεις, ένεκεν το ρεπορτάζ.
Την Πέμπτη κοπιάζαμε στο μεροκάματο ως σερβιτόρες στο τοπικό ταβερνάκι «Το καλό κοψίδι», ενώ πάντα αδημονούσα για τον ρόλο της Παρασκευής: μοντέλα, πασαρέλες, βραβεία, ανακατωμένες ντουλάπες και κακό. Το Σαββατοκύριακο ήταν αφιερωμένο και ολόψυχα δοσμένο στους άκακους συμμορίτες φίλους και στη γειτονιά που έμελλε υπομονετικά τα βλαστάρια της να της δώσουν πνοή.
Ως παιδί πενταμελούς οικογένειας θυμάμαι ανέκαθεν ένα σπίτι γεμάτο κόσμο. Θέλω να πω, και μόνοι να ήμασταν, πέντε άτομα αρκούν και περισσεύουν για να επικρατεί μονίμως αναταραχή, πανικός, φασαρία, γέλια, καυγάδες και ούτω καθεξής. Το γεγονός λοιπόν αυτό-του πλήθους της οικογενείας μου, μου έδινε πάντοτε το προτέρημα της συντροφιάς. Δεν έμενα μόνη. Δεν μου άρεσε να μένω μόνη. Άλλωστε προσωπικά ποτέ δεν υπήρξα μόνη, αφού με υποχρέωσαν να μοιραστώ την πρώτη στρογγυλή στέγη, το πρώτο ευσπλαχνικό χάδι μαζί μ΄ ένα άλλο μικρό φαλακρό ανθρωπάκι. Ίδιο με εμένα. (εντάξει, τουλάχιστον εγώ είχα λίγα μαλλιά). Όπως και να χει ωστόσο, φαλακρή ή όχι, έμαθα μέσα από την καθημερινότητα μου την αξία του μοιράζεστε και πλακώνεστε-θα έλεγα. Αναγκαστικά.
Είχα έτσι πάντοτε παρέα. Το πρόγραμμα παιχνιδιού ήταν καθημερινό και πολυποίκιλο. Ως παιδιά άλλωστε, ήμασταν ευφάνταστα, ικανά να πλάσουμε ένα ολοκαίνουργιο παιχνίδι με κανόνες που πλέκονταν επιτόπου και πελεκίζονταν επίσης, επιτόπου. Σαφώς λοιπόν, η κατασκευή ενός νέου παιχνιδιού περιελάμβανε αμέτρητες κλοτσιές, νυχιές και άπειρα μαλλιοτραβήγματα-τρία κεφάλια άφθονη κόμη ήταν αυτά! Το μαλλιοτράβηγμα είχε ως εξής: δυο τούφες βουτηγμένες εκατέρωθεν και «άσε ν’ αφήσω, άσε ν’ αφήσω», μέχρι που τελικά πράγματι η μια απ’ τις δυο άφηνε, εγκατέλειπε αναγκαστικά, σωριάζοντας το ηττημένο κουφάρι της στο πάτωμα. Η τρίτη έκανε τον διαιτητή. Βέβαια κάθε καυγάς είχε τις συνέπειές του(ή καλύτερα τον μάστορά του): τον μπαμπά!
Για τους δικούς μου γονείς δεν υπήρχε σχεδόν ποτέ ιθύνοντας στον καυγά. Φταίγαμε πάντα και οι τρεις. Τιμωρία λοιπόν, επέβαλαν σε όλες. Τα θρύψαλα από το μπλε τασάκι για παράδειγμα, είχαν στοιχειώσει τις νύχτες μου για μήνες. Πόσο περίτεχνα αλήθεια είχα σκαρφαλώσει εκείνη τη νύχτα στο τρίτο ράφι του ξύλινου επίπλου για να το φτάσω-πραγματικός ακροβάτης, μαζί πάντα με τον φαλακρό συνεργό, που τώρα πια είχε αρκετά μαλλιά για να καλύπτουν το άλικο πρόσωπο. Τώρα τι στην ευχή χρειαζόμασταν το μπλε τασάκι μέσα στη νύχτα; Ήταν Πέμπτη και (σας είπα) κάθε Πέμπτη είχαμε δουλειά στο ταβερνάκι «το καλό κοψίδι». Ε, να μην ανάβαμε κι ένα τσιγαράκι στα ψέματα βρε αδερφέ! Η τιμωρία για το ανόητο τασάκι ήταν βαριά και αδυσώπητη, αληθινά άδικη. «Ήταν για παραδειγματισμό, τώρα ξέρεις γιατί», είναι η κοφτή απάντηση του μπαμπά κάθε φορά που τσαμπουνάω μέχρι και σήμερα τις ενστάσεις μου για τις σωφρονιστικές του μεθόδους. Ας είναι.
Τις λίγες ώρες ησυχίας που αναζητούσα τις έβρισκα ανάμεσα στα χειμερινά ζιβάγκο μπλουζάκια, μέσα στο ντουλάπι του ξύλινου σύνθετου. Αυτό ήταν το καταφύγιό μου. Εκεί μέσα μπορούσα να είμαι ό, τι ακριβώς επιθυμούσα: ένα μικρό κουτάβι, ένα πελώριο λιοντάρι, μια ευκίνητη γαζέλα, ένας κακός λύκος. Ήμουν ό, τι ακριβώς ποθούσα. Μέχρι πάντα τη στιγμή που το κορίτσι με το κουρεμένο πια καπελάκι μαλλί, με ανακάλυπτε και ούρλιαζε να βγω από κει μέσα γιατί την τρόμαζα δήθεν.
Μονάχα μια φορά παραμέρισε τον φόβο της και σφήνωσε εκεί χάμω μαζί μου. Ήταν τότε, στα μέσα της Ε’ τάξης, όταν μας ανακοίνωσαν πως αλλάζουμε δάσκαλο και ξορκίζαμε ολημερίς- ολονυχτίς τη μαμά να μην ξαναπατήσουμε το πόδι μας στο σχολείο. Ο κύριος Λεωνίδας είπαν, θα αναλάμβανε το τμήμα μας μέχρι το τέλος της χρονιάς. Ναι, αλλά πώς να της εξηγούσαμε πως όλοι ήξεραν ότι ο κύριος Λεωνίδας δεν γελάει ποτέ και κάνει μάλιστα κάτι μαγικά ξόρκια στα παιδιά κι εκείνα λέει, μαθαίνουν γράμματα με μιας. Πώς να το λέγαμε αυτό στη μαμά; Δε θα καταλάβαινε. Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν. «Είναι καλός, θα δείτε», μουρμούριζε μονάχα με ζεστασιά και μας χάιδευε ευσπλαχνικά στην πλάτη.
Είναι ωραίο να είσαι παιδί. Μα μεγαλώνουμε και το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φροντίσουμε το παιδί να μείνει παιδί. Να προστατέψουμε τα παραθυράκια της ξέγνοιαστης σκέψης και να τα προφυλάξουμε από βοριάδες που τα περιτριγυρίζουν. Γι’ αυτό παρακαλώ, μην στερείτε από τα παιδιά σας την αθωότητα. Τα παιδιά είναι αγνά, είναι πράα. Τα παιδιά δεν επιβουλεύονται, δεν νιώθουν τύψεις ούτε ενοχές γιατί αυτά δεν είναι ικανά να βιώσουν την ενσυναίσθηση. Δρουν έτσι ή αλλιώς επειδή αυτό θεωρούν σωστό ή λάθος. Όχι για να σε πληγώσουν μήτε για να σε ευχαριστήσουν. Προστατέψτε αυτά τα μάτια ώστε να φωτίζουν τις νύχτες. Ένας κόσμος χωρίς παιδιά θα πνιχτεί στο σκοτάδι. Παλέψτε λοιπόν να τα σώσετε γιατί όπως σοφά έχει ειπωθεί «αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα!»
Είναι ωραίο να είσαι παιδί, μα δυστυχώς κι εσύ μεγάλωσες και στοίχισες στον κόσμο τούτο μια ακόμα σκέψη αγνή. Είναι ωραίο να είσαι παιδί, μα δυστυχώς κι εγώ μεγάλωσα κι όλο συλλογιέμαι σ’ εκείνο το ντουλάπι ακόμα να χωρούσα. Εκείνα τα ξόρκια ψάχνω τώρα που γράμματα μου έμαθαν, εκείνα που δάσκαλε μου δίδαξες, μα ένα μονάχα ξέχασες να μου μάθεις: πώς ακόμα να μείνω παιδί;