Από πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά νιώθουν έντονα το αίσθημα της αδικίας και ειδικά όταν συνειδητοποιούν ότι ο κόσμος δεν είναι οργανωμένος γύρω από τις επιθυμίες τους.
Γιατί να πάνε για ύπνο νωρίς; Είναι αδικία. Γιατί να στερηθούν μια αγαπημένη τους λιχουδιά; Είναι αδικία. Γιατί να πάρει το παιχνίδι τους το αδελφάκι τους επειδή είναι μικρότερο και δεν καταλαβαίνει; Αυτό κι αν είναι αδικία.
Ποια είναι η αποστολή των γονιών;
Να κάνουν σιγά σιγά το παιδί τους να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που θεωρεί το ίδιο δίκαιο ή άδικο δεν το θεωρούν απαραίτητα και οι γονείς, τα αδέλφια , οι συμμαθητές ή η δασκάλα του. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Nature”, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Φίλιξ Γουόρνεκεν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και τον επίκουρο καθηγητή Πίτερ Μπλέικ του Πανεπιστημίου της Βοστώνης
το αίσθημα του «αδικημένου» αναπτύσσεται σε μικρότερη ηλικία (από τα τέσσερα έως τα δέκα έτη) σε όλες τις κοινωνίες, άρα είναι πιο ενδόμυχο.
Από την άλλη, το αίσθημα απάρνησης των προνομίων (όταν δεν θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τους άλλους και αποστρέφεται την αδικία όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους), εμφανίζεται σε πιο προχωρημένη ηλικία -μετά τα οκτώ έτη- και όχι σε όλες τις κοινωνίες.
«Η οικογένεια είναι πολλές φορές το πρώτο μέρος όπου ένα παιδί γνωρίζει την αδικία. Κανείς δεν γλιτώνει από αυτό. Θα έρθει κάποια στιγμή όπου θα έχει αναπόφευκτα την εντύπωση ότι έχει πέσει θύμα της τρομερής αδικίας που του έχουν επιβάλει οι γονείς του. Δεν είναι δίκαιο να με τιμωρείτε! Δεν είναι δίκαιο να με στέλνετε για ύπνο! Δεν είναι δίκαιο να μου βάζετε τις φωνές!. Πίσω από όλα αυτά τα « Δεν είναι δίκαιο» που φωνάζει ένα δυσαρεστημένο παιδί, κρύβεται ένα αίτημα το οποίο μπορούμε να συνοψίσουμε ως εξής: Πες μου ότι υπάρχω για σένα, ότι έχω σημασία για σένα, ότι δεν είμαι διαφανής στη ζωή σου, ότι κατέχω μια θέση σε αυτήν», εξηγούν οι συγγραφείς Nicole Prieur και Isabelle Gravillon στο βιβλίο τους « Τα παιδιά μας, αυτοί οι μικροί φιλόσοφοι», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Σύμφωνα με τις ίδιες, τα παιδιά έχουν έναν περίεργο τρόπο να καταγράφουν αυτό που τους δίνεται: Μεταξύ όλων των πραγμάτων που δέχονται, εκείνα παρατηρούν πριν απ’ όλα αυτό που δεν τους προσφέρθηκε, τα λόγια που δεν ήταν καθησυχαστικά.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να πανικοβαλλόμαστε. Πώς να αντιδράσουμε στις κατηγορίες τους περί αδικίας; Αποφεύγοντας τις αμφιταλαντεύσεις. Τι ζητά ένα παιδί που φωνάζει εναντίον της αδικίας;
Στην πραγματικότητα δεν ζητά περισσότερη δικαιοσύνη αλλά μεγαλύτερη ορθότητα. Εκείνο που θέλει είναι γονείς στη σωστή θέση, δηλαδή γονείς που πληρούν το ρόλο τους ως θεματοφύλακες της γονεϊκής εξουσίας, που δρουν ως υπεύθυνοι ενήλικες, θεωρώντας το παιδί και όχι έφηβο ή ενήλικα, γονείς ανταποκρινόμενους στην ανάγκη του να εισακουστεί και να το λάβουν υπόψη.