Πολλοί μαθητές δεν γράφουν τίποτα, μόνο μένουν σιωπηλοί στην τάξη, περιμένοντας να τελειώσει κάθε διδακτική ώρα. Οι δάσκαλοι επιμένουν πως τα ορθογραφικά και η δυσγραφία είναι “αφηρημάδες” και έτσι, οι “τεμπέληδες” μαθητές φτάνουν στο Γυμνάσιο, χωρίς καμία εκπαιδευτική παρατήρηση, χωρίς καν, να γνωρίζουν, ότι έχουν δυσλεξία. Η Μαρία, ως παιδί, βίωσε τι σημαίνει να είσαι δυσλεκτικός και να κάθεσαι στα θρανία της χώρας μας.
Η δυσλεξία αποτελεί μία μαθησιακή δυσκολία της ανάγνωσης και της ορθογραφημένης γραφής, ενώ το ποσοστό εμφάνισής της ποικίλλει από το 5% ως το 17,5% των μαθητών, με συχνότητα μεγαλύτερη στα αγόρια. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι η διάγνωσή της διακρίνει τα χαρισματικά παιδιά, καθώς συχνά, εμφανίζουν μεγαλύτερη δημιουργικότητα και ευρηματικότητα από τα υπόλοιπα. Πολλά παιδιά ωστόσο, δεν γράφουν ποτέ έκθεση επειδή ντρέπονται για τα γραπτά τους ή προτιμούν να είναι “αόρατα”, επιλέγοντας τις πίσω θέσεις των θρανίων.
Πώς αλήθεια, αντιμετωπίζεται από την πλειοψηφία των δασκάλων, η περίπτωση ενός μαθητή που πρέπει να μελετηθεί μεμονωμένα, αλλά με προσοχή; Η πραγματικότητα θέλει την καθημερινότητα ενός δυσλεκτικού παιδιού να είναι “ένα τσικ πιο μπερδεμένη από των άλλων ανθρώπων”. Αυτό σύμφωνα με την Μαρία, σημαίνει ότι “Μπερδεύεις το δεξί με το αριστερό, τον προσανατολισμό γενικότερα, τα γράμματα, τις έννοιες, την ορθογραφία, τους αριθμούς, την ανάγνωση, την απομνημόνευση”. Ένα απλό παράδειγμα αποτελεί η λέξη “κοιμητήριο”, που μπορεί εύκολα να διαβαστεί ως “κομμωτήριο”, ή και το αντίστροφο.
Το σχολείο αποτελεί μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής ενός παιδιού που είναι δυσλεκτικό. Οι δάσκαλοι εκτός, ελάχιστων εξαιρέσεων, βάζουν συνήθως, ταμπελίτσες, όπως “δεν τα παίρνει”, “δεν της κόβει”. Ένας δάσκαλος της Μαρίας είχε προβλέψει ότι “το πολύ να τελείωνε το Γυμνάσιο”. Σήμερα, είναι απόφοιτη του τμήματος Δημοσιογραφίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και όπως λέει, σε αντίθεση με το σχολείο, το πανεπιστήμιο είναι Παράδεισος.
Κανένας από τους δασκάλους του Δημοτικού, δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν δυσλεκτική. Η σχολική της ζωή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίπλοκη, εξαιτίας των παιδαγωγικών μεθόδων που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι. Το “πρόβλημα” επικεντρωνόταν, σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, στην απροθυμία της να διαβάσει και να συγκεντρωθεί. Θυμάται χαρακτηριστικά έναν δάσκαλο να της λέει, φωνάζοντας μπροστά σε όλη την τάξη: “Έφτασες Γυμνάσιο και δεν έμαθες ακόμα να διαβάζεις;”.
Πιθανότατα, το παράδειγμα της Μαρίας να είναι η εξαίρεση στον κανόνα, και η δυσλεξία στα ελληνικά σχολεία να αντιμετωπίζεται με πολύ πιο επιτυχημένο τρόπο. Ανακαλώντας όμως, σχολικές μνήμες, είναι πολύ πιθανό ο καθένας μας να θυμηθεί έστω και μία τέτοια περίπτωση. Την περίπτωση ενός παιδιού που, παρόλο που είχε όλα τα φώτα, διακόπηκε απότομα η θέληση και η όρεξή του για το σχολείο επειδή το άφησαν να πιστέψει ότι οι ρυθμοί και οι επιδόσεις του δεν ήταν ίδιοι με των υπόλοιπων παιδιών.Έχοντας αρκετούς φίλους δασκάλους σήμερα, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, η κοπέλα που άφησε πίσω της όλες τις ειρωνικές εκπαιδευτικές παρατηρήσεις, λέει πως οι καθηγητές που έχουν μείνει στη ζωή της, “νοιάζονται για όλους τους μαθητές, προσπαθούν, δουλεύουν, αντιλαμβάνονται, αγαπούν”. Άλλωστε, αυτοί θα έπρεπε να είναι οι βασικοί στόχοι κάθε εκπαιδευτικού. Να είναι ενημερωμένοι, να αγαπούν τα παιδιά και να τα παροτρύνουν, ενθαρρύνοντας τα όταν κάνουν κάτι καλό.
Η παρακάτω ιστορία αποτελεί απόσπασμα του Λέο Μπουσκάλια και εξηγεί ακριβώς, το πώς είναι να είσαι δυσλεκτικός και οι δάσκαλοι σου ή ο κοινωνικός περίγυρος να επιμένουν ότι πρέπει να αλλάξεις αυτό που είσαι, προκειμένου να συμμορφωθείς στους γενικούς κανόνες.
“Μια φορά και έναν καιρό, τα ζώα αποφάσισαν ότι έπρεπε να κάνουν κάτι ηρωικό για να ανταπεξέλθουν στα προβλήματα ενός νέου κόσμου. Έτσι, οργάνωσαν σχολείο και υιοθέτησαν μια σειρά μαθημάτων με δραστηριότητες που συνίστανται σε τρέξιμο, αναρρίχηση, κολύμβηση και πέταγμα. Για να κάνουν ευκολότερη την σειρά των μαθημάτων, όλα τα ζώα πήραν όλα τα μαθήματα.
Η πάπια ήταν άριστη στο κολύμπι, πραγματικά καλύτερη από τον δάσκαλο, αλλά έπαιρνε βαθμούς μόνο και μόνο για να περάσει στο πέταγμα και το τρέξιμο που ήταν αδύνατη. Σύμφωνα με τους κανόνες, μετά το πέρας του τυπικού σχολικού προγράμματος, έπρεπε να αφήσει το κολύμπι για να γίνει καλή στο τρέξιμο που ήταν πολύ αργή. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την στιγμή που το πόδι της γδάρθηκε πολύ και έτσι αναγκάστηκαν να την υπολογίζουν μόνο για το κολύμπι. Το κουνέλι βρισκόταν στην κορυφή της τάξης στο τρέξιμο, αλλά είχε μια νευρική κατάρρευση εξαιτίας της μεγάλης προσπάθειας που κατέβαλε στο κολύμπι.
Ο σκίουρος ήταν άριστος στην αναρρίχηση, αλλά παρουσίαζε κενά στην τάξη αναρρίχησης, επειδή ο δάσκαλος του τον έβαζε να ξεκινά από το έδαφος προς τα πάνω αντί από την κορυφή του δέντρου προς τα κάτω. Μετά από υπερβολική προσπάθεια, βελτιώθηκε με αποτέλεσμα να πάρει 15 στην αναρρίχηση και 12 στο τρέξιμο. Ο αετός είχε ιδιαίτερη ικανότητα στο μάθημα της γυμναστικής. Στην αναρρίχηση μέχρι την κορυφή του δέντρου νίκησε όλους τους άλλους, αλλά επέμενε να χρησιμοποιεί τον δικό του τρόπο για να φτάσει μέχρι εκεί.
Στο τέλος της χρονιάς, ένα άτακτο χέλι, που μπορούσε να κολυμπά πολύ καλά, και παράλληλα να τρέχει, να αναρριχάται, και να πετά με έναν συγκεκριμένο τρόπο, πήρε τους υψηλότερους βαθμούς, με αποτέλεσμα να είναι ο τελειόφοιτος που εκφώνησε τον αποχαιρετιστήριο λόγο στην τάξη. Ο τυφλοπόντικας αναγκάστηκε να μην πάει στο σχολείο γιατί το Υπουργείο Παιδείας δεν ήθελε να εισαγάγει στο σχολικό πρόγραμμα μαθήματα σκαψίματος και τρυπώματος σε υπόγεια κανάλια. Το παιδί του έγινε μαθητής ενός κουναβιού, και αργότερα συνενώθηκαν όλα τα ζώα μαζί. Σκουλήκια, βατράχια, μύγες, σαρανταποδαρούσες αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα δικό τους διαφορετικό, εναλλακτικό σχολείο”.