Εδώ και αρκετά χρόνια παρακολουθούμε ένα παράδοξο. Αλλεπάλληλες  νομοθετικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων στην εκπαίδευση, οι οποίες μάλλον δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα επιχειρούν να λύσουν.

Του Νίκου Τσούλια

Είναι κοινός τόπος ότι οι αυτές οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις των  τελευταίων δύο δεκαετιών τουλάχιστον είναι διοικητικού χαρακτήρα και πόρρω απέχουν από τον ουσία της εκπαίδευσης και το περιεχόμενο του σχολείου, από την παιδαγωγική πράξη και τη διδασκαλία. Έχει συμβεί και τούτο μάλιστα, να ονομάζεται μεταρρύθμιση κάθε θεσμική παρέμβαση, ακόμα και αν έχει αντι-μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό. Σημεία των καιρών. Στις εποχές παρακμής πρώτα υποφέρουν οι λέξεις…

Ποια μπορεί να είναι τα αίτια αυτής της αδυναμίας;  Πρώτον, η έλλειψη πολιτικής πρότασης για μια σύγχρονη εκπαίδευση, που θα αντιστοιχεί στις εξελίξεις: τεχνολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές,  που θα έχει στον πυρήνα της την ανθρωπιστική παιδεία. Αλλά μια τέτοια πρόταση είναι αναγκαίο να εντάσσεται σε μια γενικότερη προοδευτική πολιτική, σε αντιπαράθεση με τις νεοφιλελεύθερες και  συντηρητικές αλλά και λαϊκίστικες πολιτικές, οι οποίες δοκιμάζουν την εκπαίδευση εδώ και αρκετά χρόνια. Αυτή η συνθήκη είναι προϋπόθεση, αλλά δεν είναι από μόνη της ικανή.

Δεύτερον, απαιτείται σχετική έρευνα των σύγχρονων εξελίξεων αλλά και μελέτη άλλων ομόρροπων εκπαιδευτικών συστημάτων. Στη χώρα μας τέτοιες έρευνες και μελέτες εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας είναι ανύπαρκτες. Αντίθετα πλεονάζουν οι άσχετοι, οι οποίοι ωστόσο έχουν εμφανιστεί με ένδυμα ειδικού. Το πρόσθετο στοιχείο τους είναι ότι δεν αισθάνονται καν την ανάγκη να διαβάσουν σχετικά πονήματα καλών εκπαιδευτικών πολιτικών. Πρόκειται για αδειανά κελύφη.

Τα συμμαζέματα, που έχει κάνει η Ν.Δ. κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, αποδείχτηκε περίτρανα και ότι δεν ξέρουν και δεν μπορούν, και ότι τα κίνητρά τους ήταν απλά οικονομικά και κίνητρα εξουσίας, και το πολιτικό τους ενδιαφέρουν ήταν να υπηρετήσουν τις γνωστές αντι-εκπαιδευτικές επιλογές του συντηρητικού χώρου. Θα ήταν άλλωστε όχι απλά και μόνο οξύμωρο σχήμα να συμβεί κάτι άλλο, αλλά θα ήταν και πρωτόγνωρο και …ανόητο κάποια μεσαία στελέχη να καθορίσουν την ατζέντα του Μητσοτάκη, της Κεραμέως, του Πιερρακάκη, του Βορίδη, του Γεωργιάδη κλπ.

Τρίτον, απαιτείται ένα σαφές ιδεολογικό περίγραμμα, που θα εστιάζει σε ένα προοδευτικό παιδαγωγικό πρόγραμμα και σε δημοκρατικό αξιακό φορτίο, που θα υπηρετείται σαφώς από το πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής και δεν θα είναι απλά μια θεωρητική κατασκευή. Θα προσδιορίζεται δηλαδή το “σχήμα” του πολίτη και της κοινωνίας που θέλουμε.

Τέταρτον, η συνηθισμένη συνταγή των νομοθετικών παρεμβάσεων και των πολλαπλών εγκυκλίων με το έντονο διοικητικό χρώμα δεν μπορούν να συμπεριλάβουν το “τι συμβαίνει στο σχολείο”, το ποιες είναι οι ανάγκες του και οι τόσο σύνθετες προκλήσεις. Δεν είναι απλά μεθοδολογικό πρόβλημα – είναι πολιτικό υστέρημα.

Πέμπτον, ο ρόλος των εκπαιδευτικών στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι ανύπαρκτος. Αντίθετα αντιμετωπίζονται ως τυφλοί εφαρμοστές! Πρόκειται για τον πυρήνα της αντι-εκπαιδευτικής πολιτικής, γιατί ή δεν κατανοούν τον αναντικατάστατο ρόλο τους ή σκόπιμα τους περιθωριοποιούν. Και στις  δύο περιπτώσεις έχουμε μείζον πρόβλημα. Σήμερα δε, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας έχει θέσει τους εκπαιδευτικούς απέναντι και επιδίδεται σε αυταρχισμό και διώξεις.

Έκτον, η οικονομία της εκπαίδευσης δεν θεωρείται επένδυση αλλά δαπάνη. Η Ν.Δ. μάλιστα έχοντας ως βασική πολιτική γραμμή την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης έχει θέσει ως στόχο της την ουσιαστική μείωση της χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης και υπηρετεί αυτό τον στόχο με πολλαπλούς τρόπους.

Ως τελευταίο στοιχείο και μάλιστα σε “απόσταση” από τα προηγούμενα πολιτικά στοιχεία είναι η αμφιλεγόμενη σχέση της κοινωνίας με το σχολείο. Οι πολίτες και η κοινωνία έχουν διαμορφώσει μια κακή αντίληψη για τη θεσμική γνώση, που συνθέτει το σύνολο του εκπαιδευτικού περιεχομένου. Το θεωρούν ως μια αποκλειστική σχολική υπόθεση, που παύει οριστικά με τέλος της εκπαιδευτικής μας διαδρομής.

Είναι απόλυτο λάθος. Η γενική παιδεία για να έχει νόημα και αξία στη ζωή μας και στη χώρα μας, πρέπει να είναι διαρκές μέλημά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να διαβάζουμε τα σχολικά βιβλία, αλλά να παρακολουθούμε τα γνωστικά πεδία τους μέσα από τις εξελίξεις τους και από έγκυρες πηγές.

Είναι στοιχεία υποκουλτούρας η ρήξη των σχέσεών μας με τη θεσμική γνώση της βασικής παιδείας και η αντικατάστασή της από την πληροφόρηση του ίντερνετ. Η επιστημονική κουλτούρα (φυσικά και της Τέχνης) είναι η “βασιλική οδός” για την κατανόηση και την ερμηνεία της πραγματικότητας, για τον προσανατολισμό μας ως ενεργών και ελεύθερων πολιτών. Το σχολείο δικαιώνεται τόσο θεσμικά όσο και αξιακά, όταν η κοινωνία διατηρεί τα τόσο θεμελιώδη για τη ζωή μας προτάγματά του.

Άλλωστε, οφείλουμε να απαντάμε σε ένα κρίσιμο ερώτημα. Αν το σχολείο δεν είναι απόλυτα αναγκαίο για όλη τη ζωή μας, γιατί νοιαζόμαστε τόσο πολύ για την εκπαίδευση των παιδιών μας;