Άκουσέ με γιε μου

Σου μιλάω την ώρα που κοιμάσαι, με τη μικροσκοπική σου γροθιά χωμένη κάτω από το μάγουλό σου και τις ξανθές μπούκλες σου κολλημένες στο ιδρωμένο μέτωπό σου.

Γλίστρησα σαν κλέφτης στο δωμάτιό σου. Λίγα λεπτά νωρίτερα, καθώς καθόμουν και διάβαζα την εφημερίδα μου στη βιβλιοθήκη, με πλημμύρισε ένα κύμα τύψεων. Γεμάτος ενοχές έτρεξα στο προσκεφάλι σου.

Να τι σκεφτόμουν γιε μου: ήμουν αυστηρός απέναντί σου. Σε μάλωσα την ώρα που ετοιμαζόσουν για το σχολείο, επειδή έπλυνες βιαστικά το πρόσωπό σου. Σε κατσάδιασα επειδή δεν καθάρισες σχολαστικά τα παπούτσια σου. Σου έβαλα τις φωνές επειδή έριξες μερικά από τα πράγματά σου στο πάτωμα.

Στο πρωϊνό σε μάλωσα πάλι για διάφορα. Εφτυνες το φαγητό σου και λέρωνες το τραπεζομάντηλο. Ακουμπούσες τους αγκώνες σου στο τραπέζι, έβαζες πολύ βούτυρο στο ψωμί σου. Κι όταν, καθώς άρχιζες να παίζεις με τα παιχνίδια σου κι εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω για τη δουλειά, γύρισες και μου κούνησες το χέρι λέγοντας «γειά σου μπαμπάκα», εγώ σκυθρωπά σου απάντησα: «Μην καμπουριάζεις!».

Η ίδια ιστορία συνεχίστηκε και το βράδυ. Καθώς πλησίαζα στο σπίτι μας, σε παρακολουθούσα να παίζεις με τους βόλους σου πεσμένος στα τέσσερα. Υπήρχαν τρύπες στις κάλτσες σου. Σε ταπείνωσα μπροστά στους φίλους σου όταν σου ζήτησα να με ακολουθήσεις αμέσως στο σπίτι. Οι κάλτσες κοστίζουν κι αν ήσουν αναγκασμένος να πληρώσεις γι΄ αυτές, τότε θα ήσουν πιο προσεκτικός! Σκέψου γιε μου να το ακούς αυτό από τον πατέρα σου!

Λίγο αργότερα, καθώς διάβαζα στη βιβλιοθήκη,  ήρθες μέσα δειλά, μ΄ ένα πληγωμένο βλέμμα στα μάτια σου. Οταν σε κοίταξα πάνω από την εφημερίδα μου ενοχλημένος για τη διακοπή, εσύ δίστασες. «Τι θέλεις;» ρώτησα ανυπόμονα. Δεν είπες τίποτα, μόνο έτρεξες με ασυγκράτητη ορμή προς το μέρος μου, τύλιξες τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου, με φίλησες και τα μικρά σου χέρια με αγκάλιασαν σφιχτά, με μια στοργή πηγαία και θεϊκή,  που η αδιαφορία μου δεν κατάφερε να σβήσει. Και μετά έφυγες και ανέβηκες τρέχοντας τη σκάλα.

Γιε μου, λίγα λεπτά αργότερα η εφημερίδα γλίστρησε από τα χέρια μου. Ο τρόμος με κατέκλυσε. Πού με οδηγούσε η συνήθεια; Αυτή μου η συνήθεια να βρίσκω λάθη, να κατακρίνω, να επιπλήττω, αυτή είναι  η ανταμοιβή σου που είσαι ένα μικρό αγόρι.

Δεν είναι πως δεν σ΄αγαπώ, είναι που έχω μεγάλες προσδοκίες από την παιδική σου ηλικία. Σε κρίνω με γνώμονα τα δικά μου χρόνια.

 

Και υπάρχουν τόσο αληθινά καλά κι ευγενικά στοιχεία πάνω σου. Η καρδιά σου είναι μεγάλη και λαμπερή σαν την αυγή που χαράζει πέρα από τους λόφους. Γι΄ αυτό έτρεξες να μ΄ αγκαλιάσεις και να με καληνυχτίσεις μ΄ ένα φιλί. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία απόψε. Ηρθα στο προσκεφάλι σου μέσα στο σκοτάδι και γονάτισα δίπλα σου ντροπιασμένος.

Πώς να εξιλεωθώ; Ξέρω πως δεν θα καταλάβαινες τίποτα απ΄όλα αυτά αν σου ΄λεγα όταν ήσουν ξύπνιος. Από αύριο θα γίνω ένας αληθινός μπαμπάκας! Θα γίνω φίλος σου και θα υποφέρω όταν υποφέρεις, θα γελάω όταν γελάς. Θα δαγκώνω τη γλώσσα μου κάθε φορά που έρχονται στα χείλη μου λόγια γεμάτα ανυπομονησία. Θα επαναλαμβάνω στον εαυτό μου μέχρι να το εμπεδώσω: «Είναι απλά ένα μικρό παιδί, είναι απλά ένα μικρό αγόρι!».

Φοβάμαι πως με τη φαντασία μου σ΄ έβλεπα σαν άντρα. Κι όμως, όπως σε βλέπω τώρα γιε μου κουλουριασμένο κι αποκαμωμένο στο κρεβατάκι σου, συνειδητοποιώ πως είσαι ακόμα μωρό. Χτες ακόμα ήταν που βρισκόσουν στην αγκαλιά της μητέρας σου, με το κεφαλάκι σου γερμένο στον ώμο της. Απαιτούσα πολλά, πάρα πολλά.

Από το βιβλίο του Dale Carnegie, How to enjoy your life and your job, (Pocket, 1990). Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη με τον τίτλο Πώς να απολαμβάνετε τη ζωή και τη δουλειά σας.

Mάλιστα  με αφορμή το παραπάνω κείμενο,  ο Carnegie σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Αντί να καταδικάζουμε τους ανθρώπους, ας προσπαθήσουμε να τους καταλαβαίνουμε. Ας προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε γιατί έπραξαν όπως  έπραξαν. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό και έξυπνο από την κριτική. Ταυτόχρονα γεννάει συμπάθεια, επιείκεια και καλοσύνη. Το να γνωρίζεις τα πάντα σημαίνει να συγχωρείς τα πάντα…..Μην κριτικάρετε, μην καταδικάζετε, μην παραπονιέστε!».