Ακόμα και όταν το διάβασμα είναι στάση ζωής, όταν είναι απόλαυση και χαρά, όταν είναι συστατικό στιχείο της κουλτούρας μας, έχει δυσκολίες πολλαπλών αφετηριών και παραγόντων.
Το διάβασμα αυτό καθ’ εαυτό προκαλεί κούραση ως μια μεθοδική και απαιτητική πνευματική εργασία. Αν κάποιος διαβάζει συνέχεια, θα νιώσει την κούραση. Γι’ αυτό και όσοι ασχολούνται με τα Γράμματα συστηματικά μιλάνε για την αποκλειστική σχέση μαζί τους, αφού αυτά απαιτούν σκληρή προσπάθεια και ολοκληρωτική αφοσίωση.
Είναι γνωστό άλλωστε από την εμπειρία όλων ότι ένας από τους πρώτους παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στη σχέση των μαθητών με το διάβασμα είναι η κούραση που νιώθουν, γιατί συχνά πρέπει να είναι σκυμμένοι πάνω από ένα βιβλίο και το κυριότερο να μαθαίνουν «απέξω και ανακατωτά» την ύλη του.
Προφανώς η ψυχναναγκαστική στάση τους απέναντι στο διάβασμα το καθιστά ακόμα πιο κουραστικό. Γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να βρίσκουμε τρόπους ξεκούρασης, γιατί αν το διάβασμα επιβαρύνει τη συναισθηματική εικόνα του αναγνώστη, χάνει τη δυναμική του και το σκοπό του.
Υπάρχουν και άλλοι πρόσθετοι λόγοι. Αν πέσετε πάνω σε κακή μετάφραση, τότε το διάβασμα μπορεί να γίνει όχι μονοπάτι γνώσης και ομορφιάς, αλλά να αποβεί κακοτράχαλο έδαφος που δεν πληγώνει μόνο τα πόδια αλλά εκνευρίζει τη σκέψη και την καταταλαιπωρεί. Στη σημερινή εποχή βέβαια το ζήτημα της μετάφρασης δεν είναι εύκολα ακανθώδες. Συναντάμε έξοχες μεταφράσεις, που ενισχύουν το στοχασμό του πρωτότυπου κειμένου του συγγραφέα. Όμως παλιότερα τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, με τι χαρά είχα αγοράσει το κλασικό βιβλίο «Είναι και Χρόνος» του Χάιντεγκερ από έναν ιστορικό εκδοτικό οίκο στην Ακαδημίας – που μάλλον έχει κλείσει τώρα – και το πήρα σε σκληρόδετη έκδοση για να στολίζει την πρώτη των πρώτων βιβλιοθηκών μου, αλλά και τι εκνευρισμό ένιωσα όταν δεν μπορούσα να το κατανοήσω. Και επειδή – τότε ως φοιτητής – δεν ήμουνα και πολύ ενημερωμένος για την ποιότητα των μεταφράσεων, θεώρησα ότι είχα γνωσιακό κενό που δεν μπορούσα να το κατανοήσω. Και το εγκατέλειψα.
Υπάρχει ακόμα μια δυσκολία προσωπικής πηγής, η οποία με δυναστεύει και δεν με αφήνει να απολαύσω ένα βιβλίο. Έχω μόνιμο άγχος να διαβάσω πολλά, παρά πολλά βιβλία. Έχω άλλωστε ήδη καλά βιβλία, που είναι αδιάβαστα. Και αυτή η πίεση με οδηγεί ασυνείδητα στο να κοιτάω κάθε φορά τον αριθμό της σελίδας που βρίσκομαι κατά την ανάγνωση. Έτσι, όμως δεν απολαμβάνεις το βιβλίο – το θεωρείς ότι είναι ένας απλά και μόνο κρίκος και θα έλθει άλλο κι άλλο, και κάπως έτσι εξατμίζεται η επιρροή του επί της σκέψης μου και επί του συναισθήματός μου.
Ίσως η πιο σοβαρή δυσκολία με το διάβασμα να είναι μια όψη απομνημόνευσης και πνευματικής αποτύπωσης των βασικών στοιχείων του βιβλίου. Οφείλουμε να αξιολογούμε και να εμβαθύνουμε, να στοχαζόμαστε και να προβληματιζόμαστε για το περιεχόμενό του. Αν το διάβασμα ενός βιβλίου δεν αφήνει κανένα σημάδι στη σκέψη μας και στο συναίσθημά μας, αν δεν μας επηρεάζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην αντίληψή μας και στη στάση μας για τη ζωή, είναι σα να μην έχει λειτουργήσει.
Εδώ τίθεται λοιπόν ένα καίριο ζήτημα. Να διαβάζουμε όσο το δυνατόν περισσότερα βιβλία μπορούμε ή να διαβάζουμε λιγότερα και να τα μελετάμε και να τα κάνουμε κτήμα μας; Η δική μου απάντηση – αν και δεν το τηρώ με συνέπεια εν τοις πράγμασι – είναι στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο το διάβασμα είναι τελικά διάβασμα με ό,τι η λέξη και η έννοιά του εμπεριέχει.
Τα βιβλία είναι ένας απέραντος ωκεανός. Δεν αρκεί να μένουμε στην επιφάνεια του νερού και να καλύπτουμε κολυμπώντας όλο και μεγαλύτερη επιφάνεια της θάλασσας. Οφείλουμε να καταδυόμαστε να δούμε τους βυθούς, ό,τι είναι κάτω από την επιφάνεια των αφρών και των κυματισμών.
Τίθεται, ως εκ τούτου μια πρόκληση. Με δεδομένο ότι η ζωή μας είναι όχι μόνο πεπερασμένη αλλά και απρόβλεπτη ως προς το μέγεθός της, θα πρέπει να επιλέγουμε τα βιβλία που διαβάζουμε και θα διαβάζουμε με απόλυτα ασφαλή κριτήρια. Το διάβασμα των κλασικών βιβλίων μπορεί ποτέ να είναι στην ίδια γραμμή προτεραιότητας με το διάβασμα των σύγχρονων, διαβαστερών και ανάλαφρων βιβλίων;
Σαφώς και δεν θα διαβάζουμε μόνο τα βιβλία του παρελθόντος αλλά απαιτείται ένα μίγμα από όλα τα είδη και πάντως να απόλυτος στόχος μας πρέπει να είναι η προαγωγή της μόρφωσης – που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «άσκηση προς την τελειότητα» (Matthew Arnold)!