Αλλάζουν οι καιροί, μαζί και οι κοινωνίες. Αλλάζουν και τα εκπαιδευτικά ήθη και έθιμα. Πριν μερικές δεκαετίες στα ιδιωτικά σχολεία πήγαιναν οι μαθητές και οι μαθήτριες που δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του δημόσιου σχολείου. «Πάει σε ιδιωτικό σχολείο», λέγαμε και δημιουργείτο αρνητική αίσθηση.
Με τον εκδημοκρατισμό της θεσμικής εκπαίδευσης (μαζικοποίησή της) αυτή η διαφοροποίηση ανετράπη και η φοίτηση στην ιδιωτική εκπαίδευση απέκτησε άλλα χαρακτηριστικά και έτσι σήμερα τροφοδοτείται κυρίως από τους οικονομικά εύπορους γονείς και, κατά δεύτερο λόγο, από αυτούς που βλέπουν τις κατ’ έτος καταλήψεις (κάποιοι στην Ελλάδα του ανορθολογισμού τις θεωρούν δείγματα … αγωνιστικότητας!) να διαβρώνουν το δημόσιο σχολείο και να υπονομεύουν τη μόρφωση των παιδιών τους.
Πριν μερικές δεκαετίες η φοίτηση σε φροντιστήρια αφορούσε γενικά τους «αδύνατους / -ες μαθητές / -τριες» και δεν ήταν καθόλου τιμητικό να στηρίζεσαι αλλού εκτός από τον εαυτό σου. Φροντιστήριο, επίσης, έκανε ένα ποσοστό των μαθητών που ήταν υποψήφιοι για το πανεπιστήμιο και αφορούσε κυρίως την περίοδο του καλοκαιριού, δεδομένου ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις γίνονταν τον Σεπτέμβριο.
Εκεί γνωρίσαμε και τα φροντιστηριακά βιβλία. Ήταν απόλυτα προσανατολισμένα στις απαιτήσεις των εξετάσεων και στη σχετική μεθοδολογία και πολύ φορτωμένα με ασκήσεις. Αρκετά ήταν ιδιαίτερα καλογραμμένα, και δοθέντος του γεγονότος ότι υπήρχε και το καθεστώς των φρονημάτων των συγγραφέων για την έγκριση των βιβλίων τους στο σχολείο, εύκολα διαπίστωνες ότι υπήρχαν πολύ καλύτερα βιβλία στην ελεύθερη εκδοτική αγορά από ό,τι τα σχολικά ομόλογά τους. Για παράδειγμα τα βιβλία Χημείας του Κ. Μανωλκίδη βοήθησαν χιλιάδες και χιλιάδες μαθητές / -τριες αλλά και εκπαιδευτικούς για πολλά χρόνια και έχουν γράψει τη δική τους διαδρομή στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.
Η ανάπτυξη των φροντιστηριακών βιβλίων της περιόδου της δεκαετίας του 1970 αλλά και των γειτονικών παλιότερων δεκαετιών της ήταν μάλλον συνέχεια των εκπαιδευτικών βιβλίων της ελεύθερης εκδοτικής αγοράς, από την οποία αντλούσαν τα βιβλία τους τα σχολεία μετά από επιλογές. Στο μεσοδιάστημα είχε αναπτυχθεί η πρακτική του ενός κρατικού σχολικού βιβλίου – με ένα σημαντικό πολύ επιτυχημένο διάλειμμα με το θεσμό του πολλαπλού βιβλίου -, πρακτική που επικρατεί και στις μέρες μας, σε πλήρη αναντιστοιχία με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας της γνώσης.
Τα φροντιστηριακά βιβλία συνδέθηκαν με τη μεγάλη επιτυχία μας της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο και λατρεύτηκαν γιατί μάς άνοιξαν ορίζοντες στη ζωή μας. Είχαν πιάσει τον παλμό των απαιτήσεων των «άγνωστων εξετάσεων» εκείνης της εποχής, αφού δεν υπήρχε προσδιορισμένη ύλη επί της οποίας θα δοκιμαζόμαστε. Ωστόσο, συχνά επεκτείνονταν σε ιδιαίτερα δύσκολες περιοχές και προκαλούσαν σχετικό δέος. Θυμάμαι έντονα χρωματισμένα την απογοήτευση που ένιωσα όταν άκουσα στα Μαθηματικά αναφορές για «Σώματα και Δακτυλίους». Δεν είχα καμιά υποψία περί αυτών… Και όλα αυτά συνέβαιναν τον Αύγουστο κάποιες μέρες πριν τις εξετάσεις. Με δεδομένο όμως ότι εγώ πήγαινα σε κλασικό σχολείο και γνώριζα ότι η ύλη αντιστοιχούσε κυρίως στην ύλη των πρακτικών σχολείων, δεν πρόβαλα καμιά «ένσταση» και έκανα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ωστόσο μού είχαν «κοπεί τα πόδια»! Η υπερβολή, δηλαδή, των απαιτήσεων και η επέκταση των θεμάτων πέραν των συνηθισμένων αποκαρδίωνε αρκετούς υποψήφιους.
Πάντα γινόταν ένας σκληρός ανταγωνισμός για το ποιο φροντιστήριο ήταν το καλύτερο στο κέντρο της Αθήνας (γύρω από την Ομόνοια και τη «Σόλωνος») τότε και της Θεσσαλονίκης και αυτός ο ανταγωνισμός διαμορφωνόταν κυρίως στην αίγλη των καθηγητών και των αντίστοιχων βιβλίων. Και αναπτυσσόταν ένας μύθος στην ατμόσφαιρα των υποψηφίων ως προς τίνος συγγραφέα τα βιβλία είναι καλύτερα. Και ο μύθος αλλά και η πραγματικότητα των φροντιστηριακών βιβλίων ταξίδευαν στο χρόνο μέσα από τις γνώμες και τις εκτιμήσεις των υποψηφίων…