Όταν άρχισα να ξεκολλάω από το «φουστάνι της μάνας μου» και πιο πολύ από την παρέα με τη μεγαλύτερη αδελφή μου και έφτιαχνα τον προσωπικό μου κόσμο βάζοντας σιγά – σιγά τα πιο κοντινά αντικείμενα του σπιτιού, της αυλής και της γειτονιάς μου στο δικό μου κόσμο, το βλέμμα μου ταξίδεψε απότομα προς το «απέραντο». Αγνοήθηκε καθετί ενδιάμεσο και το βλέμμα ζήτησε τα όριά του.

Του Νίκου Τσούλια


Γεννήθηκε η εστία μου! Το πατρικό σπίτι μου έγινε ένα με τον ορίζοντά μου. Η συνάντηση ουρανού και γης, αυτή η όμορφη γραμμή – μαζί με την πατρική εστία – θα γινόταν το εικόνισμα της ψυχής μου. Και όταν ο δάσκαλος μάς μιλούσε για τον προσανατολισμό στο χάρτη και μας ζήταγε ο τάδε νομός με ποιους άλλους συνορεύει, εγώ δεν μπορούσα να δεχτώ ότι η Ανατολή και η Δύση – αυτά ήταν πάντα τα πιο αγαπημένα σημεία της οριζοντογραμμής μας – είναι κάτι διαφορετικό από την εικόνα του βιώματός μου.
Θεώρησα το δικό μου ορίζοντα ως ορίζοντα όλων των ανθρώπων, αφού και τα άλλα παιδιά της γειτονιάς μου την ίδια εικόνα – φυλαχτό είχαν στη σκέψη τους. Σαν πήγα όμως στο γυμνάσιο σε ένα όχι και πολύ μακρινό χωριό, είδα το Πετροβούνι να αλλάζει σχήμα. Θορυβήθηκα. Το στερεότυπό μου αλλοιωνόταν. Ένιωσα άσχημα. «Πώς γίνεται άλλοι άνθρωποι να λένε Πετροβούνι αυτό που δεν είναι Πετροβούνι»;
Και εκεί που είχα συμβιβάσει τη δική μου πραγματικότητα με μια αντικειμενικότητα κατανοώντας ότι υπάρχουν πολλοί ορίζοντες αλλά κάθε άνθρωπος έχει το δικό του ορίζοντα – φυλαχτό της ζωής του, ήλθε μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Το ταξίδι για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα, ταξίδι για όλα τα μεγάλα όνειρά μου να γίνω «κάποιος σπουδαίος», έκρυβε μια παραξενιά. Στην Αθήνα δεν είχαν ορίζοντα! Δεν έβλεπαν τον ουρανό, σαν να μην υπήρχε ουρανός πάνω τους, γύρω τους. Το βλέμμα τους σταματούσε στις πολυκατοικίες! Πώς είναι να μην μπορεί να ταξιδεύει το βλέμμα σου, να μην αγναντεύεις;
Και σαν έμενα σε φτωχικές γκαρσονιέρες που ήταν πάντα στριμωγμένες ακόμα και σε ημιυπόγεια, ο ουρανός λιγόστευε από το βλέμμα μου. Και σαν έβγαινε ο ήλιος κάποια μικρά διαστήματα της ημέρας στη μικρή επικράτειά μου, καθόμουνα εκεί να με βλέπει και να μην το χάνω και αυτόν.
Η αλλοτρίωση είχε βρει εύφορο έδαφος. Είχε κίνητρα δελεαστικά. «Τώρα είναι εποχές του μέλλοντός σου. Φτιάξε τη ζωή σου. Μην κοιτάς πίσω σου. Το παρελθόν μπορεί να σε ρουφήξει. Σε κάθε περίπτωση θα σου κόβει δυνάμεις. Έχεις καιρούς να νοσταλγήσεις, όταν θα μεγαλώσεις. Τώρα είναι οι καιροί των φιλοδοξιών σου και των ονείρων σου».
Αλλά τα αρχέτυπά σου είναι κομμάτια της συνείδησής σου. Είναι πάντα μαζί σου, ας μη φαίνονται στην επιφάνεια της καθημερινότητάς σου. Και όταν τακτοποιείς τους λογαριασμούς με το μέλλον σου και η επαγγελματική σου εξέλιξη πάρει το δρόμο της, ξαναζητούν το δικό τους ξεχωριστό φως, την ομορφιά τους που είναι ομορφιά στη ζωή σου…
Πάντα η επιστροφή στην εστία είναι γλυκόπικρη, πάντα περιμένεις κάποιο θαύμα να συμβεί, χωρίς να ξέρεις τι μπορεί να είναι. Ο νόστος τώρα γίνεται όνειρο, παράξενο όνειρο. Γιατί η εστία, το πατρικό μου σπίτι δεν υπάρχει. Είναι στο βυθό της λίμνης. Και σαν αποτραβιέται το νερό σε περιόδους ξηρασίας και βγαίνει στο φως του ήλιου ο τόπος της εστίας μου, πάω εκεί να βλέπω από το ίδιο ακριβώς σημείο τον ορίζοντά μου, τον μοναδικό ορίζοντα της ζωής μου και της ψυχής μου.