Η αξιολόγηση των μαθητριών και μαθητών με βαθμούς έχει ως σκοπό την προαγωγή και την κατάταξη και αποτελεί μία ισχυρή αφορμή ανταγωνισμού και βαθμοθηρίας.
Βαγγέλης Δήμας
Φιλόλογος
Με τους βαθμούς γίνεται μία ποσοτική αποτίμηση της γνώσης, μία ποσοτική αποτίμηση δηλαδή για ένα στοιχείο ποιότητας, πράγμα που αποτελεί αντίφαση. Μία αντίφαση που αραδιάζει χωρίς οίκτο ταμπέλες ( «τούβλο», «ξύλο απελέκητο», «άχρηστος» και δεν συμμαζεύεται) που, ακόμη και αν δεν εκφράζονται ρητώς, με πολλούς τρόπους υπονοούνται.
Η διδασκαλία, η οποία θα αξιολογηθεί – είτε με προφορική είτε με γραπτή βαθμολογία – είναι εναρμονισμένη γενικά με το επίπεδο των παιδιών, που έχουν τις πιο υψηλές επιδόσεις ή στην καλύτερη περίπτωση των παιδιών μέσου επιπέδου. Έτσι, αυτά τα παιδιά θα αποδειχθούν και τα ευνοημένα του συγκεκριμένου τρόπου εκτίμησης της απόδοσής τους. Οι βαθμοί, λοιπόν, αποτελούν κίνητρο για τους μαθητές/μαθήτριες με τις υψηλότερες επιδόσεις. Για τις άλλες μαθήτριες και τους άλλους μαθητές είτε είναι αφορμή για απογοήτευση, να τα παρατήσουν δηλαδή, είτε τους είναι σχεδόν αδιάφοροι.
Οι μαθήτριες και οι μαθητές διαβάζουν με στόχο μία “καλή” βαθμολογία και όχι τη μάθηση και κοπιάζουν τόσο όσο χρειάζεται, για να την πετύχουν. Έτσι, συχνά διαλέγουν τον πιο εύκολο δρόμο, συχνά δηλαδή τον δρόμο της αντιγραφής, χωρίς μάλιστα τον παραμικρό ενδοιασμό, ή στην καλύτερη της παπαγαλίας και αποφεύγουν έναν άλλο πιο κοπιαστικό, της επίμονης αναζήτησης και της συνεχούς κριτικής, που όμως θα τους προσφέρει περισσότερα και σε επίπεδο γνώσεων αλλά και δεξιοτήτων. Γενικώς, αδιαφορούν για οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στην ύλη στην οποία πρόκειται να εξεταστούν. Καταλήγει η βαθμολόγηση να είναι μέσο εξαναγκασμού, μέσο στήριξης της ελάσσονος προσπάθειας ακόμη και από την πλευρά των εκπαιδευτικών, που συχνά χρησιμοποιούν ως όπλο πίεσης τη βαθμολόγηση. Αντίθετα, μαθητές που προέρχονται από σχολικά περιβάλλοντα που αδιαφορούν για τη βαθμολογία ή που δεν βαθμολογούν καθόλου, αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μάθηση και αναπτύσσουν περισσότερες δεξιότητες, προκειμένου να πετύχουν στη μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Άλλο ένα ελάττωμα της βαθμολόγησης ως τρόπου αξιολόγησης είναι πως συχνά οι βαθμοί διογκώνονται και έτσι παράγεται μία ψευδαίσθηση σχετικά με την πραγματική επίδοση της μαθήτριας ή του μαθητή, την οποία (ψευδαίσθηση) συνήθως θα επιβεβαιώσουν με δραματικό τρόπο οι πανελλήνιες εξετάσεις. Μία αποτυχία που θα θεωρηθεί από μαθήτριες/μαθητές και γονείς ως αδικία ή ως κακοτυχία. Οι βαθμοί διογκώνονται, για να καλύψουν πρώτα πρώτα αδυναμίες του συστήματος. Για παράδειγμα, αν μαθήτρια/μαθητής δεν περάσει ένα μάθημα στις προαγωγικές απολυτήριες εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς και δεν τα καταφέρει και στις επαναληπτικές του Σεπτεμβρίου, τότε επαναλαμβάνει την τάξη και άρα και όλα τα άλλα μαθήματα (στα οποία όμως η επίδοση του κρίθηκε επαρκής!). Στο δίλημμα, που βρίσκεται ένας εκπαιδευτικός “να την/τον περάσω” ή “να μην την/τον περάσω”, παρότι οι γνώσεις της/του δεν είναι επαρκείς, η πλάστιγγα γέρνει τις περισσότερες φορές προς το μέρος της μαθήτριας/του μαθητή. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλοι λόγοι που γενικά έχουν να κάνουν με την προστασία της ψυχολογίας της μαθήτριας/του μαθητή, αλλά και ενοχές που μπορεί να νιώθουμε και εμείς για δικές μας αστοχίες και ελλείψεις.
Συχνά, επίσης, η αξιολόγηση – βαθμολόγηση της μαθήτριας/του μαθητή γίνεται κάτω από την υπέρμετρη πίεση ενός υπερφορτωμένου προγράμματος (για παράδειγμα διαγωνίσματα του α’ τετραμήνου διεξάγονται τέλη Ιανουαρίου, όταν τυπικά έχει λήξει το τετράμηνο, γιατί απλώς θα πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που ορίζει μέχρι τρία διαγωνίσματα την εβδομάδα και μέχρι ένα την ημέρα), άρα μπορεί να είναι προϊόν βιασύνης και σίγουρα σε κλίμα άγχους να μην αδικήσουμε κάποια μαθήτρια ή κάποιον μαθητή ή να μην την/τον απογοητεύσουμε. Χαρακτηριστικό, αν και δραματικό παράδειγμα πίεσης, είναι αυτό που ζούμε με τον κορονοϊό, όπως και οι αστοχίες του εκάστοτε υπουργείου Παιδείας.
Επίσης, συχνά η βαθμολογία τετραμήνου ταυτίζεται με τον βαθμό του διαγωνίσματος ο οποίος συχνά ελέγχει την απομνημόνευση έτοιμων γνώσεων, συνήθως αποσπασματικών. Οι βαθμοί, έτσι και αλλιώς είναι σχετικοί. Ένας συνάδελφος/μία συναδέλφισσα είναι πιο ελαστικός/ή, άλλος/η πιο αυστηρός/ή, αλλά και ο ίδιος ο συνάδελφος/η ίδια η συναδέλφισσα άλλα μαθήματα μπορεί να τα βαθμολογεί με αυστηρότητα και άλλα με ελαστικότητα. Και, αν προβάλλει κάποια/ος την ένσταση ότι αυτό μπορεί να λυθεί με κοινά θέματα, π.χ. από τράπεζα θεμάτων, μπορούμε να απαντήσουμε με απόλυτο τρόπο ότι ο θεσμός αυτός ενισχύει τις ανισότητες (στο διαδίκτυο κυκλοφορούν πολλά κείμενα εκπαιδευτικών που ασχολούνται με ισχυρά επιχειρήματα για το ζήτημα της τράπεζας θεμάτων).
Οι βαθμοί, επίσης, ικανοποιούν, συχνά, τη δίψα των γονιών να αναγνωριστεί η δικιά τους αξία. Ανθρώπινο άρα και θεμιτό μέχρι το σημείο όμως που δεν ασκείται ψυχολογική πίεση στο παιδί. Έτσι, συχνά, όταν ένας γονιός έρχεται στο σχολείο να ενημερωθεί για την επίδοση του παιδιού του, αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως φαίνεται πως είναι η βαθμολογία του παιδιού και όχι αν αυτό προχωράει στη μάθηση και στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, αν βαδίζει εντέλει στο δρόμο της ευτυχίας.
Είναι άδικο, κατά τη γνώμη μου, να υπάρχει βαθμολόγηση, αφού οι μαθήτριες/μαθητές δεν ξεκινούν όλες/οι από το ίδιο επίπεδο, από κοινή αφετηρία. Υπάρχουν μαθήτριες/μαθητές μεγαλωμένες/οι σε περιβάλλον αποδοχής, στήριξης, ενθάρρυνσης, σε περιβάλλον με πλούσια ερεθίσματα, ενώ άλλες/οι σε περιβάλλον ακατάλληλο, αυταρχικό ή αδιάφορο, συνήθως με ερεθίσματα φτωχά. Εάν θεραπεύσουμε αυτές τις ανισότητες, μετά μπορούμε να μιλήσουμε ίσως και για αριθμητικές αξιολογήσεις.
ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΝΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΌΛΕΣ ΟΙ ΜΑΘΉΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΕΙΚΟΣΙ (20), ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΝΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ. Μία βαθμολογική ισότητα, ισοπέδωση θα την χαρακτήριζαν πολλοί/ές, που αποκαλύπτει όμως και προβληματίζει για την κοινωνική ανισότητα, ενώ συνάμα διατρανώνει τη δυνατότητα όλων των παιδιών να φτάσουν στην αριστεία.
Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους, κατά τη γνώμη μου σημαντικοί, για τους οποίους η αξιολόγηση με αριθμούς δεν έχει θέση στο σύγχρονο σχολείο και μάλιστα στο ελληνικό σχολείο με τις πολλές αδυναμίες του. Δεν διεκδικώ τον χαρακτηρισμό ότι οι λόγοι αυτοί είναι πρωτότυποι, άλλωστε οι περισσότεροι είναι δάνεια από σκέψεις συναδελφισσών/ συναδέλφων, συμπεράσματα από το πρώην Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και διαπιστώσεις επιστημόνων. Επίσης, αρκεί μία μικρή περιήγηση στο διαδίκτυο σε αξιόπιστες ιστοσελίδες, για να συνειδητοποιήσει τα προβληματικά στοιχεία της βαθμολόγησης ως τρόπου εκτίμησης της αξίας των μαθητριών/μαθητών.
Πιστεύω το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ναι, κάπως λειτουργεί, μπορεί όμως – και έχουμε την υποχρέωση εκπαιδευτικοί, γονείς και πολιτεία να δουλέψουμε συνεργαζόμενες/οι προς αυτή την κατεύθυνση – να βελτιωθεί. Και υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Δεν θέλουμε οι μαθήτριες/μαθητές να γίνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, να διαμορφώνουν ιδέες, συμπεριφορές και στάσεις ζωής υπεύθυνες και επωφελείς για τους ίδιους και την κοινωνία μέσα στην οποία ζουν; Δεν θέλουμε να γίνουν άνθρωποι με αγάπη και να γίνουν όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένες/οι;
Γράφει η Άννα Φραγκουδάκη : «Η ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ, ΔΗΛΑΔΗ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ , ΑΝΤΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕΤΑΔΩΣΟΥΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΓΝΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΥΡΙΩΣ ΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΙΚΑΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΙΚΑΝΟΥΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΥΣ ΑΥΡΙΑΝΟΥΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΕΣ.»
Άρα: οι βαθμοί βλάπτουν σοβαρά την Παιδεία. Μήπως έφτασε η ώρα να τους καταργήσουμε;