Οι υποστηρικτές των βαθμών ως το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των μαθητών ισχυρίζονται ότι οι βαθμοί χρησιμεύουν ως ανατροφοδότηση των μαθητών (feedback) δηλαδή για να γνωρίζουν οι μαθητές την πραγματική τους επίδοση ώστε να αποκτούν κίνητρο βελτίωσής της ή διατήρησής της.
Γράφει ο Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός
Έχω δύο αντιρρήσεις για την συγκεκριμένη άποψη: α) αν οι βαθμοί έχουν σκοπό το χρήσιμο δικαίωμα των μαθητών να έχουν επίγνωση για την επίδοσή τους, τότε γιατί δίδονται στους γονείς και όχι στους ίδιους; β) πόσο ποιοτική ανατροφοδότηση μπορεί να προσφέρει στους μαθητές ένας ξερός βαθμός;
Οι βαθμοί κάνουν τους καλούς μαθητές καλύτερους (για λάθος λόγους)
Η ύπαρξη των βαθμών είναι συνήθως μακράν το μεγαλύτερο κίνητρο για καλύτερες επιδόσεις των καλών μαθητών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρόκειται και για παιδαγωγικά σωστό κίνητρο αφού ουσιαστικά εκπαιδεύει τους μαθητές στον ατομικισμό, στον ανταγωνισμό και στο κυνήγι του κέρδους. Επίσης λειτουργεί ως αυτοσκοπός για αυτούς. Καλώς ή κακώς πάντως οι βαθμοί για τους καλούς μαθητές είναι ένα μεγάλο κίνητρο.
Οι βαθμοί κάνουν τους αδύναμους μαθητές πιο αδύναμους
Δεν μπορούμε όμως με κανέναν τρόπο να ισχυριστούμε το ίδιο και για τους αδύναμους μαθητές. Ένας χαμηλός βαθμός για έναν αδύναμο μαθητή αποτελεί τον ολοσχερή θρυμματισμό της από πριν ραγισμένης του αυτό-εικόνας. Ο χαμηλός βαθμός έρχεται και κολλάει σαν ταμπέλα στο μυαλό ενός αδύναμου μαθητή: «δεν αξίζω». Αν μπορούσαμε να μπούμε στο μυαλό ενός αδύναμου μαθητή θα βλέπαμε ότι γνωρίζει πολύ καλά τις αδυναμίες του, ότι νιώθει μειονεκτικά για αυτές και ότι έχει πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση. Το τελευταίο που χρειάζεται είναι να έρθει κάποιος και να πιστοποιήσει δημόσια όλα τα ελλείμματά του μέσω ενός βαθμού. Στο φινάλε, πως θα ένιωθε ο οποιοσδήποτε από εμάς αν κάποια μέρα που δεν αισθανόμασταν καλά ερχόταν κάποιος και μας έλεγε: «πω πω σήμερα έχεις τα χάλια σου»; Μη μου πείτε ότι μια τέτοια κουβέντα δεν θα μας έκανε να αισθανθούμε χειρότερα; Από την άλλη μια καλή κουβέντα, ακόμα και αν φαινόταν ότι έχει σκοπό να μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα, σίγουρα θα πετύχαινε τον σκοπό της. Αυτό έχουν ανάγκη οι αδύναμοι μαθητές, μια καλή κουβέντα. Αν όμως ως εκπαιδευτικοί έχουμε φτάσει στο σημείο να μην μπορούμε να πούμε έστω και μια καλή κουβέντα σε έναν αδύναμο μαθητή, τότε μάλλον έχει έρθει ο καιρός να αφήσουμε λίγο στην άκρη την αξιολόγηση των άλλων, για μια γενναία αυτό-αξιολόγηση.
Ο αντίλογος βέβαια θα ισχυριστεί ότι οι χαμηλοί βαθμοί θα κάνουν τους αδύναμους μαθητές να φοβηθούν τις συνέπειες, όπως το να μείνουν στην ίδια τάξη, και ότι αυτό θα τους κάνει να αντιδράσουν θετικά. Δεν αμφισβητώ ότι κάποιες φορές αυτό μπορεί όντως να συμβεί. Αναρωτιέμαι όμως αν θεωρείται παιδαγωγικά ορθή η χρήση του φόβου ως κίνητρο επίδοσης; Γιατί όντως ένας μαθητής μπορεί να «πάρει μπρος» όταν βλέπει ότι οδεύει στο γκρεμό. Αλλά πραγματικά πιστεύουμε ότι αυτή η αύξηση της προσπάθειας θα συνεχιστεί και μετά την αποφυγή του γκρεμοτσακίσματος; Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι μαθητές αυτοί μετά την λήξη συναγερμού ξαναγυρίζουν στις παλιές τους συνήθειες. Μην σας πω μάλιστα ότι εμπεδώνουν και έναν αυτοματισμό του τύπου: «προσπαθώ μόνο όταν ο κίνδυνος έχει φτάσει στο μη περαιτέρω».
Χωρίς βαθμό οι μαθητές δεν ενδιαφέρονται για το μάθημα;
Ας ξαναγυρίσουμε στα κίνητρα των μαθητών για την μάθηση. Σίγουρα σε κάθε τμήμα υπάρχουν και παιδιά που έχουν και εσωτερικά κίνητρα μάθησης, που δηλαδή ενδιαφέρονται την γνώση αυτή καθαυτή, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε αυτά είναι ελάχιστα. Κατά περίεργο μάλιστα τρόπο τα παιδιά αυτά συνήθως δεν ανήκουν στην κατηγορία των άριστων μαθητών αλλά των μέτριων σε επίδοση μαθητών. Είναι εντυπωσιακό αλλά οι μαθητές με τις υψηλότερες επιδόσεις είναι συνήθως αυτοί που έχουν υψηλή βαθμοθηρία. Το γκάζι της επίδοσης των καλών μαθητών είναι οι βαθμοί. Αυτό φαίνεται καθαρά στα μαθήματα στα οποία δεν μετράει ο βαθμός για προβιβασμό στην επόμενη τάξη, στο απολυτήριο ή στα μόρια εισαγωγής. Εκεί κανείς δεν προσέχει στο μάθημα. Ας θυμηθούμε τι γινόταν επί παραδείγματι στα μαθήματα γενικής παιδείας της Γ΄ Λυκείου τα οποία δεν ήταν πανελλαδικώς εξεταζόμενα. Είχαν γίνει ο εφιάλτης των καθηγητών που τα αναλάμβαναν.
Το σίγουρο είναι ότι τα τελευταία που φταίνε για αυτήν την μετατροπή του σχολείου σε βαθμολογικό κέντρο είναι τα παιδιά. Όταν από τις πολύ μικρές ηλικίες τους χορηγούμε την δόση τους σε βαθμούς, επαίνους, βραβεία, διακρίσεις σε διαγωνισμούς, πτυχία, μόρια η εξάρτηση είναι μοιραία. Και όπως οι εξαρτημένοι από ουσίες άνθρωποι έχουν ως απόλυτη προτεραιότητά τους την αναζήτηση της δόσης τους έτσι και οι μαθητές αυτοί έχουν μόνο ένα πράγμα στο μυαλό τους: τον καλό βαθμό. Είναι απίστευτη η παντοδυναμία των βαθμών. Σκεφτείτε μόνο ότι μπορεί ένας μαθητής να είναι αποδοτικός σε ένα μάθημα και ταυτόχρονα να μην βρίσκει κανένα ενδιαφέρον για αυτό ή ακόμα και να το απεχθάνεται, έχοντας ως μοναδικό κίνητρο την επίτευξη υψηλού βαθμού. Δηλαδή αναιρείται ακόμα και αυτό που όλοι συνήθως λέμε ότι «για να είσαι πολύ καλός σε κάτι, πρέπει να σου αρέσει». Στο σχολείο αυτό δεν είναι απαραίτητο, το μόνο που χρειάζεται είναι να του βάλεις βαθμό.
Οι λόγοι που οι εκπαιδευτικοί θέλουν να υπάρχουν βαθμοί
Και είναι εντελώς εξωφρενικό αυτό που συμβαίνει με κάποιες ενώσεις ειδικοτήτων καθηγητών που καταγγέλλουν δημόσια ως υποβάθμιση του μαθήματός τους το γεγονός ότι δεν θα μετράει ο βαθμός του στα μόρια εισαγωγής ή ότι δεν θα εξετάζεται γραπτώς στο τέλος της χρονιάς. Πιο άμεση παραδοχή ότι ο βαθμός είναι το μόνο κίνητρο για να παρακολουθήσουν οι μαθητές το μάθημα δεν υπάρχει.
Κακά τα ψέματα οι βαθμοί εκτός από κίνητρο για τους μαθητές είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς. Είναι ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο πίεσης των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς. Πρώτα από όλα είναι ένας εύκολος τρόπος για να διασφαλίσουν μια σχετικά καλή προσοχή των μαθητών στο μάθημά τους μιας και όποιος δεν προσέξει δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει έναν καλό βαθμό. Επίσης είναι ένας τρόπος επιβολής της τάξης αφού οι ανήσυχοι μαθητές φοβούνται ότι μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην βαθμολογία τους. Όπως και να το κάνουμε οι βαθμοί είναι ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο πειθάρχησης των μαθητών, «ένα όπλο πάνω στο τραπέζι» για τον εκπαιδευτικό. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί είναι εναντίον της κατάργησης της βαθμολογίας. Έχουν ανάγει τον βαθμό ως τον απόλυτο οδηγό που καθορίζει όλο το μάθημα και θεωρούν ότι χωρίς την ύπαρξη βαθμού οι μαθητές θα έχαναν κάθε ενδιαφέρον να το παρακολουθήσουν. Αν όμως το σχολείο ήταν για τους μαθητές το μέρος που τους ενδιέφεραν αυτά που διδάσκονταν και όχι το μέρος που όλα γίνονται για να αξιολογηθούν τότε θα έπρεπε οι ίδιοι οι μαθητές να αυτοελέγχονται και να αυτοπειθαρχούν με μοναδικό κίνητρο μην χάσουν τίποτα από αυτά που διαδραματίζονται την ώρα της διδασκαλίας.
Η εύκολη λύση για τους εκπαιδευτικούς, μια καλή λύση για το σύστημα
Η συνεχής διαδικασία του ελέγχου, της μέτρησης, της αξιολόγησης των μαθητών διαμορφώνει τις συνειδήσεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεχτούν τον ρόλο τους ως προϊόντα. Ως προϊόντα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι βαθμοί είναι ένας καλός δείκτης της ποιότητάς τους και της αγοραστικής τους αξίας όταν αύριο θα χρειαστεί να πουλήσουν τον εαυτό τους. Μέχρι να βγουν στην αγορά εργασίας θα πρέπει να έχουν εμπεδώσει την τιμαριθμοποίηση των πάντων ακόμα και των «ανθρώπινων κεφάλαιων». Το ζητούμενο είναι να έχουν αποκτήσει εργασιακή κουλτούρα δηλαδή να θεωρούν ότι η εργασία δεν είναι δικαίωμα αλλά κάτι για το οποίο πρέπει να ανταγωνιστείς και να συγκριθείς με τους άλλους για να το έχεις. Και όπως στο σχολείο μαθαίνεις ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες μαθητών( κακοί, μέτριοι, καλοί, άριστοι) έτσι και αύριο στην επαγγελματική ζωή θα είσαι πλέον έτοιμος να δεχτείς ότι κάποιοι θα έχουν καλύτερες δουλειές, κάποιοι λιγότερο καλές δουλειές και κάποιοι καθόλου δουλειά. Το μόνο που χρειάζεται για να είναι όλα αυτά κοινώς αποδεχτά είναι μια αντικειμενική τεκμηρίωση. Αυτή την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα προσφέρουν οι βαθμοί στο σχολείο. Μαθαίνουν τους μαθητές να αποδέχονται τις ταξικές διαφορές ως απόλυτα φυσιολογικές. Και έτσι αντί η εκπαίδευση να περικλείει, αποκλείει. Αντί το χάσμα ισότητας να μικραίνει, μεγαλώνει. Και ενώ εμείς καμαρώνουμε για τα δημοκρατικά μας σχολεία, στην πραγματικότητα πρόκειται για σχολεία ταξικά όπου το χάσμα μεταξύ των τάξεων το διασφαλίζουν οι βαθμοί. Και αν για εμάς τους εκπαιδευτικούς οι βαθμοί είναι μια εύκολη λύση, να αναλογιστούμε μήπως με αυτόν τον τρόπο προσφέρουμε εξυπηρέτηση στο ταξικό σύστημα για το οποίο οι βαθμοί είναι μια καλή λύση.
Δηλαδή να μην έχουμε καθόλου αξιολόγηση μαθητών στα σχολεία;
Τουναντίον θεωρώ ότι η αξιολόγηση των μαθητών πρέπει να είναι συνεχής και παράλληλη με την διδασκαλία. Κάθε μαθητής πρέπει να ξέρει κατά πόσο έχει κατακτήσει την γνώση. Και κάθε εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει κατά πόσο έχουν επιτευχθεί οι στόχοι του μαθήματος. Αλλά όμως πιστεύω ότι αυτό είναι προσωπική υπόθεση που αφορά τον κάθε μαθητή ξεχωριστά. Η αντίρρησή μου αφορά τον ξερό και ανακοινώσιμο βαθμό. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να εξηγεί λεπτομερώς σε κάθε μαθητή τι ακριβώς ζητάει από εκείνον, που χρειάζεται κάτι παραπάνω, να του θέτει ρεαλιστικούς και διαφοροποιημένους στόχους, να του προσφέρει θετική ενίσχυση όπου χρειάζεται και το κυριότερο: να τονίζει τα θετικά του στοιχεία παρά τα αρνητικά. Όλα αυτά όμως σε μια εσωτερική υπόθεση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή, χωρίς καμία συγκριτική ενέργεια με τους υπόλοιπους μαθητές. Προσωπικά θεωρώ μεγάλο παιδαγωγικό ολίσθημα την επίδοση ελέγχων προόδου στους γονείς των μαθητών. Μοιάζει με ενημέρωση των επενδυτών για το αν το προϊόν τους αποφέρει κέρδη ή όχι; Και δημιουργεί μεγάλη αγωνία στους μαθητές αλλά και στους ίδιους τους γονείς οι οποίοι, θέλοντάς και μη, μπαίνουν σε ανταγωνισμό με τους άλλους γονείς. Δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε φυσιολογικό το γεγονός ότι το κίνητρο των περισσότερων μαθητών για να έχουν καλή επίδοση είναι η αγωνία για το αν θα είναι ευχαριστημένοι οι γονείς τους από τους βαθμούς τους. Επιμένω ότι η αξιολόγηση του μαθητή είναι προσωπική υπόθεση που αφορά μόνο τον ίδιο. Και δεν μπορεί να συμπιεστεί σε έναν σκέτο αριθμό. Εκτός και αν βλέπουμε τους μαθητές ως προϊόντα προς πιστοποίηση ποιότητας.