Είναι ευρέως παραδεκτό ότι η σύγχρονη ζωή με τις ραγδαίες εξελίξεις, την ταχύτητα, τον ανταγωνισμό, τις νέες συνθήκες διαβίωσης, που τη χαρακτηρίζουν, έχει δημιουργήσει απαιτήσεις τέτοιες, στις οποίες ο άνθρωπος, πιέζεται καθημερινά να ανταποκριθεί. Την πίεση αυτή τη βιώνουν όχι μόνο οι ενήλικες αλλά και τα παιδιά, που πιέζονται καθημερινά να ανταποκριθούν στις τεράστιες απαιτήσεις των γονέων τους, των φίλων, του σχολείου, της κοινωνίας, ενώ αγωνίζονται συνεχώς να προσαρμοστούν σε όλες αυτές τις κοινωνικές αλλά και οικογενειακές ραγδαίες αλλαγές που τα περιβάλλουν.
Η ψυχική πίεση που υφίσταται το παιδί επιδρά άμεσα στη σωματική, συναισθηματική, κοινωνική και ψυχική ανάπτυξή του, επηρεάζοντας τις επιδόσεις σε όλους τους τομείς της ζωής του. Ένας τομέας στον οποίο εστιάζει η παρούσα έρευνα είναι αυτός της σχολικής επίδοσης των παιδιών που προβληματίζει έντονα εκπαιδευτικούς και γονείς και η οποία έρευνες έχουν δείξει ότι επηρεάζει άμεσα την προσωπικότητα και τον ψυχικόκόσμο του παιδιού (Arent, 1984. Sarason, 1988).
Ο όρος «ψυχική πίεση» στην έρευνά μας αναφέρεται στο ευρύ φάσμα των αντιδράσεων, καταστάσεων και εμπειριών, που βιώνει το άτομο όταν εκτίθεται σε στρεσογόνα ερεθίσματα ή/και καταστάσεις, αλλά και στις οργανικές, συμπεριφορικές ή ψυχολογικές εκδηλώσεις αυτής στο άτομο.
Οι κύριες υποθέσεις της έρευνας είναι οι ακόλουθες:
1η υπόθεση: Η ψυχική πίεση δεν έχει καμιά επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών. 2η υπόθεση: Η ψυχική πίεση έχει επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών και επιδρά διαφορετικά κατά τις διάφορες φάσεις εξέλιξης του μαθητή (ανάλογα με την ηλικία: Β΄, Δ΄, ΣΤ΄ τάξη).
3η υπόθεση: Η ψυχική πίεση έχει διαφορετική επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών ανάλογα με το φύλο.
Η βιβλιογραφική ανασκόπηση που προηγήθηκε της έρευνάς μας έδειξε ότι η εξέταση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όταν αποβλέπει σε αξιολόγηση, διάκριση ή απλή βαθμολόγηση, προκαλεί άγχος, που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές ή συμπτώματα.
Η ένταση του άγχους, ο τρόπος με τον οποίο θα εκδηλωθεί και οι συνέπειές του στο άτομο και στην επίδοσή του εξαρτάται από ενδογενείς παράγοντες, όπως τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, οιγνωστικές ικανότητες ή η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου, και από εξωγενείς παράγοντες, όπως το επίπεδο δυσκολίας της εξέτασης, οι συνθήκες και το περιβάλλον αυτής.
Στο θεωρητικό μέρος της μελέτης μας εξετάζονται οι κύριες θεωρίες (συνειρμικές, γνωστικές, ψυχαναλυτικές, βιολογικές) και τα μοντέλα (μοντέλα Spielberger, Fisher, Rachman)που αναλύουν τον τρόπο εμφάνισης και επίδρασης της ψυχικής πίεσης στο άτομο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δίνεται στα αίτια πρόκλησης της ψυχικής πίεσης και στη σχέση της με τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (οικογένεια, προσωπικότητα), ενώ αναλύονται εκτενώς οι συνέπειες αυτής στην ψυχοφυσιολογία του ατόμου και στις γνωστικές του λειτουργίες (έλεγχος, μνήμη, προσοχή, γνωστική εκτίμηση, ταχύτητα εκτέλεσης). Τέλος, αναπτύσσονται οι στρατηγικές ελέγχου και αντιμετώπισης της ψυχικής πίεσης.
Προκειμένου να ελεγχθούν οι υποθέσεις και τα ερευνητικά ερωτήματα διεξήχθη μια έρευνα σε δημοτικά σχολεία του νομού Ρεθύμνου, στην Κρήτη, από τα οποία συνολικά έλαβαν μέρος 305 μαθητές. Για να ελεγχθεί εξελικτικά η επίδραση της ψυχικής πίεσης και να ερευνηθούν οι διαφορές ανάλογα με την ηλικία επιλέχθηκαν μαθητές από τη Β΄, Δ΄ και ΣΤ΄ τάξη, ενώ συμμετείχαν μαθητές και των δύο φύλων, προκειμένου να εξεταστούν τυχόν διαφορές ανάμεσά τους.
Ο σκοπός της έρευνας είναι η αξιολόγηση της σχολικής επίδοσης υπό συνθήκες παρουσίας και απουσίας/μειωμένης ψυχικής πίεσης. Για το λόγο αυτόν, δημιουργήσαμε δυο συνθήκες εξέτασης: η πρώτη ήταν η κανονική συνθήκη εξέτασης, η οποία σύμφωνα με ευρήματα πολλών ερευνητών (Cannon, 1929. Mandler&Sarason, 1952. Naveh-Benjamin, et al, 1981)δημιουργεί ψυχική πίεση στους μαθητές και η δεύτερη η συνθήκη μειωμένης ψυχικής πίεσης, την οποία δημιουργήσαμε βασιζόμενοι στη θεωρία του συμπεριφορισμού – σύμφωνα με την οποία οι αντιδράσεις άγχους είναι μαθημένες εξαρτημένες αντιδράσεις – και συγκεκριμένα στην τεχνική της απόσβεσης, που επιτρέπει τη βαθμιαία εξασθένιση και τελική εξάλειψη μιας εξαρτημένης αντίδρασης. Κατά τη δεύτερη συνθήκη εξέτασης χορηγήθηκαν στους μαθητές για έξι εβδομάδες τεστ επίδοσης για τα οποία, όμως, γνώριζαν ότι δε θα αξιολογηθούν, ούτε θα ληφθούν υπόψη στην τελική βαθμολογία τους.
Για το λόγο αυτόν στο τέλος κάθε εξέτασης ο δάσκαλος γνωστοποιούσε στους μαθητές τις λύσεις των ασκήσεων ενώ οι μαθητές δεν επέστρεφαν τα διαγωνίσματά τους στο δάσκαλο. Στόχος της διαδικασίας αυτής ήταν να συνηθίσουν οι μαθητές την ιδέα της εξέτασης χωρίς αξιολόγηση και να δημιουργηθούν με τον τρόπο αυτό μη στρεσογόνες συνθήκες εξέτασης.
Τέλος, ακολούθησε μια εξέταση για την οποία οι μαθητές πληροφορήθηκαν ότι θα αξιολογηθούν καθώς και ότι η επίδοσή τους θα ληφθεί σοβαρά υπόψη στην τελική βαθμολόγησή τους. Για τη μέτρηση της ψυχικής πίεσης των μαθητών χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα άγχους του Spielberger (State-Anxiety Inventory/SAI).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συνθήκη μειωμένης ψυχικής πίεσης είχε θετική επίδραση στην επίδοση των αγοριών της Β΄ τάξης ενώ δεν επέδρασε σημαντικά στην επίδοση των κοριτσιών. Αντίστροφα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν στη Δ΄ τάξη, όπου η επίδοση των αγοριών δεν επηρεάστηκε από τη συνθήκη μειωμένης ψυχικής πίεσης, ενώ η επίδοση των κοριτσιών βελτιώθηκε. Τέλος, δεν παρατηρήθηκε καμία επίδραση της συνθήκης μειωμένης ψυχικής πίεσης στην επίδοση τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω αποτελέσματα, η πρώτη υπόθεση της έρευνας, ότι η ψυχική πίεση δεν έχει καμία επίδραση στη σχολική επίδοση,διαψεύσθηκε από τα ευρήματα της έρευνας.
Η απουσία της ψυχικής πίεσης ή η μείωση του βαθμού έντασής της (συνθήκη μειωμένης ψυχικής πίεσης) είχε θετικές επιδράσεις στη σχολική επίδοση των μαθητών της Β΄ και Δ΄ τάξης. Η δεύτερη υπόθεση της έρευνας, σύμφωνα με την οποία η ψυχική πίεση έχει επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών και επιδρά διαφορετικά στις διάφορες ηλικίες (B΄, Δ΄ και ΣΤ΄ τάξη), επιβεβαιώθηκε από τα ευρήματα της έρευνας.
Η μείωση της έντασης της ψυχικής πίεσης (συνθήκη μειωμένης ψυχικής πίεσης) είχε θετική επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών της Β΄ και Δ΄ τάξης, ενώ δεν είχε σημαντική επίδραση στην επίδοση των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης. Με βάση τα αποτελέσματα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ψυχική πίεση επιδρά αρνητικά στη σχολική επίδοση των μαθητών, ενώ η επίδραση αυτή μειώνεται σταδιακά με την ωρίμανση (από τη Β΄ στη Δ΄ και από τη Δ΄ στη ΣΤ΄ τάξη).
Τέλος, επιβεβαιώθηκε η τρίτη υπόθεση της έρευνάς μας σύμφωνα με την οποία η ψυχική πίεση έχει διαφορετική επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών σε σχέση με τα δυο φύλα. Συγκεκριμένα, βρέθηκε πως η επίδραση της ψυχικής πίεσης στη σχολική επίδοση των κοριτσιών είναι μικρότερη από αυτή των αγοριών στη Β΄ τάξη ενώ είναι μεγαλύτερη στη Δ΄ τάξη και ισοδύναμη στη ΣΤ΄ τάξη. Αντίθετα, η ψυχική πίεση στη σχολική επίδοση των αγοριών φαίνεται ότι μειώνεται με την ηλικία (τουλάχιστον μέχρι τη ΣΤ΄ τάξη, που ερευνήσαμε).
Συνεπώς, η ψυχική πίεση επιδρά αρνητικά στη σχολική επίδοση των αγοριών της Β΄ τάξης, ενώ αυτή η αρνητική επίδραση μειώνεται με την ηλικία και δε φαίνεται να είναι σημαντική στη Δ΄ και τη ΣΤ΄ τάξη.
Αξιοσημείωτη είναι η διαφοροποίηση στην επίδοση των κοριτσιών της Δ΄ τάξης. Ενώ η ψυχική πίεση φαίνεται να επηρεάζει ελάχιστα τη σχολική τους επίδοση σε σύγκριση με την επίδοση των αγοριών, τελικά, παρατηρείται σημαντική μείωση στην επίδοσή τους στη συνθήκη κανονικής εξέτασης σε σύγκριση με τη συνθήκη μειωμένης ψυχικής πίεσης.
Ένα επιπλέον ερώτημα που απαντήθηκε με την έρευνα αυτή αφορά στο κατά πόσο τα συμπεράσματα των ερευνών, που έγιναν σε άλλες χώρες, έχουν εφαρμογή στη χώρα μας.
Αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει διαφορά στην επίδραση της ψυχικής πίεσηςστην επίδοση των μαθητών, ούτε σχετικά με τις διαφορές στην επίδραση ανάλογα με την ηλικία, αλλά ούτε και σχετικά με τη διαφορετική επίδραση ανάλογα με το φύλο. Επομένως, υπάρχει συμφωνία των πορισμάτων της έρευνάς μας με τα πορίσματα των παλαιότερων ερευνών σχετικά με το θέμα αυτό.
H παρούσα διατριβή πιστεύεται ότι κατάφερε νακαλύψει σε ικανοποιητικό βαθμό τις θεωρητικές ελλείψεις της ελληνικής βιβλιογραφίας σχετικά με το φαινόμενο της ψυχικής πίεσης και των επιπτώσεων αυτής στη σχολική επίδοση των μαθητών.
Η μελέτη, όμως, ενός τόσο σημαντικού και πολυδιάστατου φαινομένου, όπως η ψυχική πίεση, πιστεύουμε ότι δε μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο μιας διδακτορικής διατριβής, που μελετάει μόνο μια πτυχή των πολλαπλών επιπτώσεων της ψυχικής πίεσης στο άτομο. Έτσι, ελπίζουμε η παρούσα διατριβή να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω μελέτη του φαινομένου αυτού.