Όσοι είναι εκπαιδευτικοί τη σημερινή εποχή σίγουρα θα έχουν διαπιστώσει την αυξημένη ανάγκη που έχουν τα παιδιά να μιλάνε για πράγματα που αφορούν το μικρόκοσμό τους. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του μαθήματος, πολλά παιδιά παίρνουν τον λόγο, παρεκκλίνουν εντελώς από το μάθημα και αρχίζουν να αφηγούνται «προσωπικές ιστορίες» με πάθος.
Επιμέλεια Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός
Οι εκπαιδευτικοί βιώνουν έντονη διλημματική κατάσταση γιατί από τη μία συναισθάνονται την έντονη ανάγκη των παιδιών να εκφραστούν και από την άλλη νιώθουν πως το μάθημα κινδυνεύει να φύγει τελείως από το συνήθη δρόμο του και να μετατραπεί σε σκυταλοδρομία παιδικών αφηγήσεων.
Εκτός από το παραπάνω έχουμε όξυνση και άλλων φαινομένων: μαθητές που δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλάνε κρυφά με τους διπλανούς τους, μαθητές που πετάγονται συνεχώς και λένε αστεία διακόπτοντας το μάθημα και τραβώντας την προσοχή πάνω τους και μαθητές που ξαφνικά αρχίζουν φωναχτά το διάλογο με τους συμμαθητές τους για άσχετα με το μάθημα θέματα χωρίς να συναισθάνονται το άκαιρο και το άτοπο της πράξης τους. Επίσης παρατηρείται το φαινόμενο αρκετοί μαθητές να προσκολλώνται σε εκπαιδευτικούς κυρίως κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων αντί να βρίσκονται σε παρέες συμμαθητών τους. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς έχουν την τάση να μοιράζονται με τους εκπαιδευτικούς πολύ προσωπικά θέματα που τους απασχολούν.
Οι παραπάνω συμπεριφορές των παιδιών είναι εντελώς παρορμητικές και μοιάζει σαν να μην μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Δεν θέλει και πολύ ανάλυση για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα πως τέτοιου είδους συμπεριφορές έρχονται ως υποκατάστατα σε πραγματικές ανάγκες των παιδιών. Ανάγκες που έχουν να κάνουν με το έλλειμμα επικοινωνίας και προσοχής που βιώνουν στη ζωή τους.
Υποκατάστατα γονεϊκής προσοχής, χρόνου και αποδοχής
Τη σημερινή εποχή πολλοί γονείς συνάπτουν μια σιωπηρή συμφωνία με το παιδί τους: «εσύ κοίτα να μας κάνεις υπερήφανους ή τουλάχιστον να μην μας δημιουργείς προβλήματα και εμείς θα σου παρέχουμε πράγματα ή χρήματα». Δηλαδή αντί να δίνουν χρόνο και προσοχή στο παιδί, του δίνουν υποκατάστατα. Αναρωτιέμαι πόσοι γονείς συζητούν πραγματικά με τα παιδιά τους; Και λέγοντας συζήτηση δεν εννοούμε τόσο να πούνε εκείνοι στα παιδιά τους αλλά να ακούσουν εκείνα τι έχουν να πουν. Και έχουν να πουν πολλά. Πόσοι γονείς κάθονται να ακούσουν τα παιδιά τους να περιγράφουν αυτές τις απλοϊκές «παιδικές ιστορίες» που εκείνα όμως βιώνουν με τόση ένταση και που έχουν μεγάλη σημασία για αυτά; Πόσες άραγε ερωτήσεις παιδιών έχουν πάρει σαν απάντηση: «όχι τώρα, έχω δουλειά»; Πόσοι κάθονται σαν οικογένεια να κάνουν κάτι όλοι μαζί ή τηρούν το «ομοτράπεζο» την ώρα του φαγητού; Και πόσοι γονείς είναι διατεθειμένοι να γίνουν για λίγο παιδιά για τα παιδιά τους;
Οι γονείς είτε είναι αναγκασμένοι να εργάζονται υπερβολικά, είτε τους έχουν καταπλακώσει τα προβλήματα και δεν έχουν διάθεση επικοινωνίας, είτε και αυτοί ακολουθούν την τάση της εποχής που θέλει οι άνθρωποι να κοιτούν οθόνες και όχι να επικοινωνούν άμεσα με ανθρώπους. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε πως η οικογένεια είναι μια αμφίδρομη διαδραστική σχέση που στηρίζεται στην επικοινωνία και στην αλληλεπίδραση. Αν αυτά τα στοιχεία λείπουν τότε πρόκειται για μια συμβατική συμβίωση με μόνο σύνδεσμο την οικονομική εξάρτηση.
Η σημερινή ελληνική οικογένεια μπορεί να παρομοιαστεί με σύμπαντα κατά κύριο λόγο παράλληλα που μετατρέπονται μόνο σε στιγμές σε τεμνόμενα, κυρίως για να ανταλλάξουν πράγματα, λογαριασμούς και λογαριάσματα. Σαν οι κουβέντες να έχουν σωθεί. Αυτή η ομερτά της σιωπής γίνεται φράγμα για όλη αυτή την ανάγκη του παιδιού να εκφραστεί. Γι’ αυτό το παιδί ψάχνει την παραμικρή αφορμή να γκρεμίσει αυτό το φράγμα και όταν τα καταφέρνει οι μη ειπωμένες μικρές του ιστορίες ξεχύνονται ορμητικά ως λογοδιάρροια. Αυτό συμβαίνει και κατά τη διάρκεια του μαθήματος, όπως ανέφερα και στην αρχή του κειμένου. Αυτό το γεγονός δεν είναι καθόλου τυχαίο: ο εκπαιδευτικός αντιπροσωπεύει για αυτά ένα εναλλακτικό γονεϊκό πρότυπο από το οποίο νιώθουν πως μπορούν να αντλήσουν την προσοχή και την αποδοχή που έχουν στερηθεί. Το πρόβλημα είναι πως ο εκπαιδευτικός στο ελληνικό σχολείο που είναι επιφορτισμένος με ένα σωρό διδακτικές αλλά και εξωδιδακτικές εργασίες είναι αδύνατον να αποτελέσει ένα έστω μερικό εναλλακτικό υποκατάστατο γονέα. Υπό άλλες συνθήκες ,ειδικά για κάποια παιδιά όπως π.χ αυτά που δεν έχουν σταθερή οικογενειακή βάση, ο εκπαιδευτικός θα μπορούσε να παίξει και έναν μερικό γονεϊκό ρόλο και να προσφέρει την απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις αναπλήρωση.
Οι ανάγκες των παιδιών είναι γνήσιες και ως τέτοιες πρέπει να καλύπτονται και να ικανοποιούνται. Εμείς όμως τι κάνουμε; Αντικαθιστούμε τις γνήσιες ανάγκες με υποκατάστατα. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν σιγά σιγά να θεωρούν ως ανάγκες τους τα υποκατάστατα. Επί παραδείγματι: σε ένα μικρό παιδί που βαριέται όταν βρίσκεται μόνο του με τους γονείς του, η βαθύτερη ανάγκη του που θα έλυνε και το πρόβλημα είναι να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί τους. Αντί αυτού, οι γονείς του τού αγοράζουν ένα τάμπλετ δήθεν για να μην βαριέται που δεν έχει παρέα ενώ στην πραγματικότητα εκείνοι είναι που βαριούνται να κρατήσουν παρέα στο παιδί τους. Σιγά σιγά το παιδί ξεχνάει την ανάγκη του για επικοινωνία με τους γονείς του και την υποκαθιστά με την ενασχόλησή του με το τάμπλετ. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως οι γονείς αγανακτισμένοι φτάνουν στο σημείο να λένε στο παιδί: «Αμάν πια με αυτό το τάμπλετ. Κανόνισε να πάθεις καμία εξάρτηση να τρέχουμε». Είναι σαν ο έμπορας να κατηγορεί τον χρήστη που πήγε και έμπλεξε με τα ναρκωτικά.
Υποκατάστατα στην καθημερινότητα των παιδιών
Ας πάρουμε την καθημερινότητα ενός μέσου μαθητή. Η εκπαίδευση του συνεχίζεται και μετά το τέλος του πρωινού σχολείου όπου είτε βρίσκεται σε κάποιο φροντιστήριο είτε βρίσκεται κλεισμένος στο δωμάτιό του για να μελετήσει. Και στις δύο περιπτώσεις η επικοινωνία με άλλους ανθρώπους είναι τυποποιημένη σε συγκεκριμένα μοτίβα. Ακόμα και μια αθλητική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα να έχει πάλι βρίσκεται σε περιβάλλον που συνήθως δεν ευνοεί την απλή λεκτική επικοινωνία με τους άλλους. Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν χρόνο ούτε να παίξουν, ούτε να κάνουν κάτι που τα ευχαριστεί. Ακόμα και αν υπάρχει ελεύθερος χρόνος τα παιδιά πέφτουν με τα μούτρα στα social media όπου έρχεται ως υποκατάστατο της πραγματικής επικοινωνίας ή στα ηλεκτρονικά παιχνίδια όπου έρχονται ως υποκατάστατα των παιχνιδιών που θα έπρεπε να παίζουν τα παιδιά έξω από το σπίτι τους. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ενασχολήσεών τους τα παιδιά δεν επικοινωνούν, δεν σχετίζονται ουσιαστικά με τους άλλους και είναι σχεδόν αμίλητα. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως συνήθως υποδύονται ρόλους που άλλοι τους έχουν μοιράσει και σπάνια είναι απλά ο εαυτός τους. Ρόλους όπως: του μαθητή, του παίκτη, του friend, του follower, του καλλιτέχνη.
Η παιδικότητα των παιδιών λαχταρά συντροφικότητα, παιχνίδι και ανεμελιά και χρόνο με τους γονείς τους. Τη σημερινή όμως εποχή τα περισσότερα παιδιά διανύουν μοναχικές διαδρομές, γεμάτες υποχρεώσεις και με πολύ άγχος τις οποίες με τη λογική τους αντιλαμβάνονται ως φυσιολογικές. Αυτό που τους ζητείται είναι να αποκτήσουν τις συνήθειες και τις υποχρεώσεις ενηλίκων πριν την ώρα τους: να εργάζονται σκληρά και να κυνηγούν με μανία οτιδήποτε μπορεί να τους φανεί χρήσιμο αύριο μεθαύριο στον επαγγελματικό τους στίβο. Η ισορροπία όμως που μοιάζει να έχουν είναι ασταθής και με την παραμικρή αφορμή η παιδικότητα προβάλλει ως χείμαρρος και την ανατρέπει.
Υποκατάστατο πραγματικού εαυτού
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχει όλο και περισσότερο η τάση να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες των παιδιών με υποκατάστατα. Αντί για προσοχή και χρόνο οι γονείς δίνουν στα παιδιά τους χρήματα και υλικά πράγματα και τα παιδιά ψάχνουν απεγνωσμένα στο πρόσωπο άλλων ενηλίκων (συνήθως εκπαιδευτικών) να καλύψουν το γονεϊκό κενό. Αντί για πραγματικό παιχνίδι υπάρχουν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Αντί για φίλους έχουν τα social media. Αντί για το παιχνίδι στη γειτονιά έχουν τους παιδότοπους. Αντί για την ορμή της παιδικότητας έχουμε το ξέφρενο κυνήγι των προσόντων και της πρωτιάς. Και το κυριότερο: τα παιδιά αντί να είναι αυτό που είναι, επιδιώκουν να γίνουν αυτό που οι άλλοι θέλουν να είναι. Δηλαδή ο «αποδεκτός εαυτός» των παιδιών γίνεται υποκατάστατο του πραγματικού εαυτού.