Το εκπαιδευτικό σύστημα προσδίδει στο δάσκαλο ένα ρόλο πολυσύνθετο και απαιτητικό καθώς καλείται να λειτουργήσει όχι απλώς ως φορέας γνώσης, αλλά και ως ο ρυθμιστής της ισορροπίας στην τάξη.
Το δεύτερο αυτό ζήτημα αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς διαπιστώνεται, ότι με την έναρξη της σχολικής ζωής ο δάσκαλος γίνεται ένα σημαντικό μέρος του κόσμου του παιδιού αφού επηρεάζει το ψυχολογικό κλίμα της τάξης και τη θέση που κάθε μεμονωμένο παιδί κατέχει στην ομάδα των συμμαθητών του.
Από τα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής, οι γονείς παύουν να είναι οι μοναδικοί σημαντικοί για το παιδί ενήλικες, καθώς εμφανίζεται ο δάσκαλος, σε ρόλο, από τη φύση του, ενισχυμένο απέναντι στο παιδί που μόλις διέρρηξε το στενό οικογενειακό του κύκλο και κάνει το πρώτο του επίσημο άνοιγμα στην κοινωνική ζωή. Πολύ συχνά, οι γονείς διαπιστώνουν πως χάνουν ένα μεγάλο μέρος της επιρροής τους πάνω στα παιδιά, όταν αυτά ξεκινούν το σχολείο. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο γονέας αμφισβητείται πλέον, ενώ η άποψη και γνώμη του δασκάλου αναδεικνύεται σε μόνη αλήθεια («το είπε ο κύριος»… «έτσι μας είπε η κυρία»…). Η θέση αυτή δίνει στο δάσκαλο τεράστια δύναμη και εξουσία να παρέμβει, επηρεάζοντας όχι μόνο την αποδοτικότητα των παιδιών στα μαθήματα, αλλά και τη συμπεριφορά, τις στάσεις και τις αξίες που οι μαθητές του θα διαμορφώσουν.
Στο σημείο αυτό τίθεται, βέβαια, ένα σημαντικό ζήτημα, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο δάσκαλος θα αξιοποιήσει τη δύναμη αυτή: Θα διατηρήσει ο ίδιος όλη τη δύναμή του, την οποία θα χρησιμοποιεί σύμφωνα με τη δική του βούληση απέναντι στην ομάδα, ή θα μεταβιβάσει ένα μέρος της εξουσίας στα παιδιά, ορίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, έτσι ώστε η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση μέσα στην τάξη να οργανωθεί σε ένα πλαίσιο δημοκρατικό; Θα καταφέρει να μεταδώσει σε όλα τα παιδιά το αίσθημα ότι είναι αποδεκτά ή θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σε συγκεκριμένους, συμπαθείς προς αυτόν μαθητές, υποβιβάζοντας τους υπόλοιπους σε απλούς θεατές των όσων συμβαίνουν στην τάξη; Θα καλλιεργήσει στα παιδιά το αίσθημα της ατομικής ευθύνης, την κριτική σκέψη και την πρωτοτυπία ή θα διατηρήσει μια στάση που ενισχύει τη στείρα απομνημόνευση πακέτων πληροφοριών;
Όπως καταδεικνύουν σχετικές έρευνες, από τις πρώτες βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης, τα παιδιά θέτουν σε παρατήρηση τη στάση του δασκάλου τους στην τάξη και διακρίνουν συμπεριφορές που εκτιμούν ή αποδοκιμάζουν: η αντικειμενική διάθεση προς τους μαθητές, η συνέπεια λόγων και πράξεων, η σαφήνεια στον τρόπο διδασκαλίας, το χιούμορ και η ευγένεια είναι χαρακτηριστικά που οι μαθητές επιθυμούν να διαθέτει ο δάσκαλός τους, ενώ αντίθετα η ειρωνεία και οι προσβολές, η άδικη μεταχείριση και η μονότονη διδασκαλία προκαλούν τα αρνητικά σχόλιά τους.
Δεν είναι ωστόσο πάντα εύκολο να βρεθούν και να τηρηθούν οι ισορροπίες σε μια ομάδα, πόσο μάλλον σε μια ομάδα με παιδιά, όπως είναι η σχολική τάξη. Παιδιά με διαφορετικές προσωπικότητες, που έρχονται από διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα συνυπάρχουν και συσχετίζονται στον ίδιο χώρο για 5 περίπου ώρες καθημερινά, αναπτύσσοντας έτσι διάφορα δυναμικά που ο δάσκαλος, ως βασικός συντονιστής, καλείται να διαχειριστεί. Παρά τη δυσκολία που εμπεριέχει ο ρόλος αυτός, φαίνεται ότι πολλοί δάσκαλοι, με πολύ προσεκτικούς χειρισμούς, καταφέρνουν συνήθως να μειώσουν τόσο τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των παιδιών όσο και το άγχος που, ενδεχομένως, τα διακατέχει. Πολλές φορές μάλιστα, σε συνεργασία με γονείς και -όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο- με ειδικούς, βοηθούν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση παιδιών με προβληματικές συμπεριφορές, εφαρμόζοντας συχνά τις αρχές ενός ψυχοθεραπευτικού προγράμματος στην τάξη, στο οποίο εμπλέκουν εκτός από το παιδί με δυσκολίες και τους υπόλοιπους μαθητές.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι βέβαια ο ρόλος του δασκάλου και στον εντοπισμό παιδιών με διαταραχές στη συμπεριφορά και τη μάθηση. Μέσα από την εμπειρία του, τη θεωρητική κατάρτιση και τη συναναστροφή του με πολλά παιδιά, ο δάσκαλος είναι σε θέση να εντοπίσει τις ιδιαίτερες δυσκολίες ορισμένων μαθητών, οι οποίες μπορεί να αφορούν είτε την επίδοσή τους στο σχολείο, είτε την ψυχολογική τους διάθεση και τη συμπεριφορά τους στην ομάδα. Σε μια τέτοια περίπτωση, και εφόσον ο δάσκαλος παρατηρήσει τη συστηματικότητα με την οποία εμφανίζονται τα «ανησυχητικά συμπτώματα», οφείλει αρχικά να ευαισθητοποιήσει τους γονείς. Το έργο του μπορεί να γίνει τότε ιδιαίτερα δύσκολο, εάν οι γονείς δεν έχουν αντιληφθεί το πρόβλημα ή εάν δεν είναι ακόμη ψυχολογικά έτοιμοι να το δεχτούν. Ωστόσο, παραμένει καθήκον του δασκάλου η ενημέρωση του γονέα τόσο σχετικά με το εύρος των δυσκολιών του παιδιού, όσο και με τους φορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να παράσχουν βοήθεια στο παιδί που την έχει ανάγκη. Η έγκαιρη παρέμβαση στις δυσκολίες των παιδιών είναι παρέμβαση αποτελεσματική, στις περιπτώσεις που παιδί, γονείς, δάσκαλος και ειδικός επιτύχουν την αρμονική συνεργασία.
Πηγή: ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ