Ως πότε θα συνεχίζουμε να θυσιάζουμε το παρόν των παιδιών μας για το συμφέρον του μέλλοντός τους; Οφείλουμε να καταλάβουμε ότι παρόλο που επικαλούμαστε ως κίνητρο το «καλό των παιδιών» στην ουσία τα πληγώνουμε ανεπανόρθωτα. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι ο πρόωρος διωγμός των παιδιών από τον παράδεισο της παιδικής τους ηλικίας.
Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός
Σαν να υπάρχει ένας «Μεγάλος Ελκυστής» που έλκει τα παιδιά προς τα εμπρός, προς το μέλλον. Ποιο είναι το πραγματικό πρόσωπο αυτού του Ελκυστή; Μα φυσικά, η μελλοντική επαγγελματική καταξίωση ή αποκατάσταση. Υπάρχει μια υπερβολική βιασύνη να δούμε τα παιδιά μας αποκαταστημένα. Αυτή η προσδοκία μας είναι που εκσφενδονίζει τα παιδιά προς το μέλλον, σαν να είναι κάψουλες που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και δεν τους επιτρέπει να ζούνε το παρόν της κάθε φάσης της ζωής τους.
Η κουλτούρα της «προετοιμασίας του παρακάτω»
Έχουμε λοιπόν τους νηπιαγωγούς εκείνους που μαθαίνουν τα παιδιά ανάγνωση και γραφή πριν την ώρα τους ώστε να είναι προετοιμασμένα όταν πάνε στο δημοτικό, τους δασκάλους εκείνους που βάζουν υπερβολική δουλειά για το σπίτι με φωτοτυπίες και με οδηγίες προς τους γονείς για το πώς θα διαβάσουν τα παιδιά τους με την δικαιολογία ότι «στο Γυμνάσιο ζορίζουν τα πράγματα» και τους καθηγητές Γυμνασίου εκείνους που κάνουν και λίγη ύλη Λυκείου αφού «εκεί μερικά πράγματα θεωρούνται δεδομένα ότι τα ξέρετε ήδη» και τέλος τους καθηγητές εκείνους του Λυκείου που κάνουν φροντιστήριο στο σχολείο αφού «ο στόχος είναι η προετοιμασία για την υπέρτατη στιγμή των εισαγωγικών εξετάσεων».
Όσο στο μυαλό των γονέων θα είναι να προηγείται το δικό τους παιδί μερικά μέτρα κατά την εκκίνηση του τελικού αγώνα των εισαγωγικών εξετάσεων τόσο θα θεωρούν καλούς εκπαιδευτικούς αυτούς που τους «μαθαίνουν το παρακάτω» και τους δείχνουν πώς να «κόψουν δρόμο». Στην ουσία όμως πρόκειται για ιδιότυπες μορφές παραπαιδείας ακόμα και μέσα στο ίδιο το σχολείο όπου οι εκπαιδευτικοί τις προσφέρουν με μοναδικό κέρδος την αποδοχή των γονέων. Και φυσικά για όσους εκπαιδευτικούς αντισταθούν σε αυτή την κουλτούρα της «προετοιμασίας του παρακάτω» τους περιμένει η αμφισβήτηση και η έντονη δυσαρέσκεια των γονέων. Το μόνο σίγουρο είναι πρέπει να είμαστε ανάμεσα στις λίγες χώρες του κόσμου όπου οι εισαγωγικές εξετάσεις έχουν τόσο δραματικό ρόλο και που καθορίζουν όλη την εκπαιδευτική διαδικασία, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το τέλος του Λυκείου. Είναι κωμικοτραγικό να βλέπουμε στο πρόσωπο ενός «μπόμπιρα» έναν υποψήφιο εισαχθέντα στο πανεπιστήμιο. Το άλμα που κάνουμε είναι πελώριο και πολύ φοβάμαι ότι χάνουμε πολύτιμα κομμάτια από τα ενδιάμεσα στάδια.
Η «σχολική ετοιμότητα» του παιδιού
Είναι καταστροφικό να μην λαμβάνουμε υπόψη μας στην εκπαιδευτική διαδικασία τη «σχολική ετοιμότητα» του παιδιού δηλαδή το τι μπορεί να μάθει το παιδί στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής του.
Οι εκπαιδευτικές βαθμίδες (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) έχουνε να κάνουν ακριβώς με την «σχολική ετοιμότητα» του παιδιού. Παράδειγμα: όταν ένα παιδί είναι νοητικά σε θέση να μπορεί να κάνει λογικές πράξεις είναι η ώρα που θα πάει στο δημοτικό(6-7 ετών) και όταν ένα παιδί είναι νοητικά σε θέση να έχει αφαιρετική σκέψη είναι η ώρα που θα πάει στο γυμνάσιο(12 ετών). Οποιαδήποτε προσπάθεια του παιδιού να μάθει κάτι «πριν την ώρα του» ακόμα και αν δεν αποτύχει-που είναι το πιο πιθανό- είναι άκρως επιβαρυντική για το παιδί το οποίο πληρώνει το κόστος πολύ ακριβά. Είναι προτιμότερο να μάθει ένα παιδί να διαβάζει ένα χρόνο αργότερα από το να του δημιουργηθεί αποστροφή για το διάβασμα. Φυσικά όλα γίνονται για την βελτίωση της επίδοσης με οποιοδήποτε κόστος. Όμως όταν η επίδοση είναι προϊόν εξαναγκασμού οδηγεί στην αμαύρωση της ψυχής και στο στένεμα της όψης που έχουν τα παιδιά για τον κόσμο και αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.
Τα παιδιά στη χώρα μας όλη μέρα εκπαιδεύονται
Ως συνέπεια των παραπάνω αναπόφευκτα φτάνουμε στην παράταση της σχολικής ζωής των παιδιών και σε μια δεύτερη απογευματινή βάρδια. Δηλαδή ουσιαστικά μιλάμε για παιδιά που εκπαιδεύονται σχεδόν όλη μέρα και οτιδήποτε κάνουν έχει σχεδόν πάντα να κάνει με την μαθητική τους ιδιότητα. Τι γίνεται όμως με την παιδική τους φύση; Δεν έχουν χρόνο ούτε να παίξουν, ούτε να κάνουν κάτι που τα ευχαριστεί . Πρόκειται δηλαδή για παιδιά που όχι απλά δεν χαίρονται την υποτιθέμενη ανεμελιά της παιδικότητάς τους αλλά που είναι από το μεσημέρι και μετά σε ένα διαρκές τρέξιμο να προλάβουν να τα κάνουν όλα και να τα μάθουν όλα.
Ειδικά στη χώρα μας η εξωσχολική μελέτη και εκπαίδευση των παιδιών βρίσκεται σε εξωφρενικά επίπεδα. Οι ίδιοι οι γονείς αλλά και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι τελικά κάνουν κακό στα παιδιά φορτώνοντας τα με εργασίες και δραστηριότητες.
Αξίζει να αναφέρουμε ένα γεγονός που έλαβε χώρα στην Ισπανία τον Νοέμβριο του 2016: Οι Ισπανοί γονείς αποφάσισαν να κατέβουν σε απεργία ενάντια στις σχολικές εργασίες για όλο τον Νοέμβριο. Η ισπανική Ένωση των Συλλόγων Γονέων (CEAPA), ένα δίκτυο που καλύπτει περίπου 12.000 δημόσια σχολεία σε ολόκληρη τη χώρα, κάλεσε σε απεργία ζητώντας την κατάργηση των εργασιών τα Σαββατοκύριακα για τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο πρόεδρος της CEAPA, δήλωσε πως οι γονείς ξεκίνησαν την πρωτοφανή αυτή πρωτοβουλία λόγω της «απόλυτης βεβαιότητας πως η εξωσχολική εργασία είναι επιζήμια για τα παιδιά, καταστρέφοντας την εξωσχολική τους ανάπτυξη». Στη χώρα μας όμως καλός εκπαιδευτικός θεωρείται εκείνος που «βάζει πολύ δουλειά στους μαθητές για το σπίτι».
Πως να μεγαλώσεις όταν δεν έχεις υπάρξει ποτέ ως μικρός;
Ο μεγάλος Γάλλος παιδαγωγός Ζαν-Ζακ Ρουσσώ έλεγε ότι: «δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να δημιουργήσουμε σοφούς, αν πρωτύτερα δεν τους έχουμε αφήσει να μεγαλώσουν στην κατάσταση της φυσικής τους αγριότητας». Ο Ρουσσώ προφανώς ήθελε να τονίσει τον κίνδυνο της πρόωρης ευθυγράμμισης του παιδιού με τον ενήλικο. Να το πούμε και αλλιώς: πως μπορεί κάποιος «να μεγαλώσει» όταν δεν έχει αφεθεί να υπάρξει ποτέ του μικρός;
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τους σημερινούς νέους μας (18 ως 25). Η πλειοψηφία τους μοιάζει να θέλει να απέχει από τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής μας. Το μόνο που θέλουν είναι να περνάνε καλά, ανέμελα. Που πήγε αυτή η νεανική ορμή που είχαν οι παλιότερες γενιές που θέλανε να επαναστατήσουν και αλλάξουν τον κόσμο; Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Οι παλιότερες γενιές είχαν περάσει παιδική ηλικία και εφηβεία. Πολύ αμφιβάλλω όμως ότι συμβαίνει το ίδιο και για τους σημερινούς νέους, οι οποίοι μοιάζουν να θέλουν να αναπληρώσουν την ανεμελιά που δεν είχαν ποτέ τους γευτεί.
Το παιχνίδι ως πρόβα ενηλικίωσης
Αντιμετωπίζουμε λοιπόν τα παιδιά σαν αυριανούς ενήλικες. Η παιδική ηλικία, η εφηβική ηλικία θεωρούνται απλά μεταβατικά στάδια που οδηγούν στην ενήλικη ζωή. Έχουμε ξεχάσει την αξία τους. Έχοντας πειστεί ότι ο σκοπός ενός παιδιού θα πρέπει να είναι προετοιμασία του και η εκπαίδευσή του για το μέλλον και ξεχνάμε ότι η βασική του εργασία είναι να παίζει, ότι η φυσική του προδιάθεση είναι το παιχνίδι.
Τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι μαθαίνουν για τους εαυτούς τους και για τους άλλους. Το παιχνίδι επιτρέπει στα παιδιά να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και να προσδιορίζουν τη θέση τους μέσα σε αυτόν. Το κυριότερο είναι ότι προετοιμάζει τα παιδιά για τον κόσμο των ενηλίκων δηλαδή την ομαλή και αυθόρμητη μετάβαση σε αυτόν.
Τι είναι όμως το παιχνίδι; Το παιχνίδι είναι κάθε αυθόρμητη δραστηριότητα του παιδιού, φυσική ή διανοητική που συμβαίνει μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που προκαλεί. Τότε λοιπόν για πιο λόγο οι περισσότεροι γονείς και εκπαιδευτικοί υποτιμούν το παιχνίδι ως μέρος της γνωστικής διαδικασίας και διαδικασίας κοινωνικής ωρίμανσης του παιδιού και το βλέπουν μόνο ως «ένα αναγκαστικό διάλλειμα για να ξεκουραστεί το παιδί» από την διαδικασία εκπαίδευσής του; Πολλοί νηπιαγωγοί, που προφανώς γνωρίζουν πολύ καλά την αξία του παιχνιδιού στη ζωή ενός παιδιού, δέχονται την παρεμβατική επίθεση γονέων για τον χρόνο που αφιερώνουν στο παιχνίδι αφού κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε ξοδεύεται «στο να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα». Γενικά πάντως, και στις άλλες τις βαθμίδες επικρατεί έντονη καχυποψία σχετικά με τον παιγνιώδη χαρακτήρα που μπορεί να έχει ένα μάθημα και υποτιμούμε αντικείμενα που δεν χαρακτηρίζονται από την σοβαροφάνεια των ενηλίκων όπως οι διάφορες μορφές τέχνης (θέατρο, χορός, εικαστικές τέχνες) και η άθληση.
Πρέπει να επισημάνουμε επίσης πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα όσον αφορά το παιχνίδι σε σχέση με παλαιότερα. Το παιχνίδι στη φύση, το παιχνίδι στο δρόμο έχουν μειωθεί δραματικά. Αυτή όμως που είναι η πιο εντυπωσιακή αλλαγή που έχει συμβεί είναι ότι τα τελευταία χρόνια τα παιδιά παίζουν πάντα υπό την επίβλεψη ή την καθοδήγηση ενός τουλάχιστον ενήλικα. Σχεδόν ποτέ δεν παίζουν μόνα τους. Το θέμα είναι ότι η παρουσία του «επιβλέποντος» ή του «καθοδηγητή» ενήλικα δεν επιτρέπει στα παιδιά να εκφράσουν τον εαυτό τους και να εξασκηθούν με αυτό τον τρόπο στην μελλοντική τους ενηλικίωση. Σαν παραδείγματα θα αναφέρω τα εξής :
α) Δύο παιδιά σπρώχνονται στην αυλή ενός σχολείου σαν να πρόκειται να παλέψουν. Ο επιβλέπων δάσκαλος (εφημερεύων) αμέσως τους χωρίζει και τους απομακρύνει μεταξύ τους –πολλές δε φορές επιβάλει και τιμωρία. Σύμφωνα όμως με την ταξινόμηση των μορφών παιχνιδιού του πιο σημαντικού σε θέματα παιχνιδιού σύγχρονου παιδαγωγού Bob Hughes , πρόκειται για μια πολύ σημαντική μορφή παιχνιδιού (Rough and Tumble Play) , εντελώς ακίνδυνη. Αυτό το ψεύτικο μάλωμα των παιδιών έχει σαν σκοπό να τους μάθει να ελέγχουν την δύναμή τους, να μάθουν να έχουν έντονη σωματική επαφή χωρίς να καταλήγει σε βία και να εκτονώνουν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους. Η βιαστικές παρεμβάσεις του επιβλεπόντων είναι βασικός λόγος που τέτοια συμβάντα μελλοντικά καταλήγουν σε πραγματικούς ξυλοδαρμούς αφού τα παιδιά δεν έχουν μάθει μόνα τους να μαλώνουν «στα ψέματα».
β) Μια άλλη ανάγκη των παιδιών τα ωθεί σε μια ιδιαίτερα ωφέλιμη μορφή παιχνιδιού στην οποία θέλουν να δοκιμάσουν επικίνδυνες εμπειρίες όπως να σκαρφαλώνουν, να ισορροπούν, να ανάβουν μικρές φωτιές και πολλά άλλα που στα μάτια ενός σημερινού ενήλικα μοιάζουν εξωφρενικά επικίνδυνα παρόλο που κατά μεγάλη πιθανότητα όταν εκείνος ήταν παιδί τα έχει δοκιμάσει. Κατά τον Bob Hughes αυτή η μορφή παιχνιδιού λέγεται Deep Play. Τα παιδιά με το «βαθύ παιχνίδι» μαθαίνουν να ξεπερνούν το αίσθημα του φόβου και αναπτύσσουν ικανότητες επιβίωσης.
Τα παιδιά δεν είναι το παιχνίδι των ενηλίκων
Το μεγάλο λάθος που κάνουμε εμείς οι ενήλικες είναι πως πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τις ανάγκες του παιδιού, συχνά ταυτίζοντάς τες με τις δικές μας. Δηλαδή ότι πάσχουμε από ενηλικοκεντρισμό. Στην πραγματικότητα όμως προβάλλουμε στα παιδιά τις δικές ανάγκες , τους δικούς μας φόβους και τα δικά μας όνειρα. Ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό και αυτόνομο κόσμο. Με αυτό τον τρόπο εμείς οι ενήλικες εμποδίζουμε να παιδιά να εξασκήσουν το θάρρος τους , την ανεξαρτησία τους και όλα τα υπόλοιπα χρήσιμα πράγματα που τα παιδιά μαθαίνουν το ένα από το άλλο μακριά από τα μάτια των ενηλίκων. Η συνεχής παρέμβαση των ενηλίκων δεν επιτρέπει στα παιδιά να είναι ο εαυτός τους αφού η παρουσία ενηλίκων τα κάνει να παίζουν ρόλους με μοναδικό κίνητρο την αποδοχή τους. Όσο εμείς οι ενήλικες τα προσφέρουμε όλα έτοιμα στα παιδιά μας τόσο αυτά δεν κάνουν βήματα ενηλικίωσης. Ας τα αφήσουμε να παίξουν χωρίς την παρουσία μας, να εξερευνήσουν, να ψάξουν τα όριά τους, να βαρεθούν και να βρίσκουν τρόπους μόνα τους να ξεπερνούν την βαρεμάρα αυτή, να ανακαλύψουν τα δικά τους ενδιαφέροντα. Ας σταματήσουμε να είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές στη δική τους ζωή. Γιατί πολύ φοβάμαι ότι για πολλούς από εμάς τους ενήλικες τα παιδιά μας είναι τα δικά μας παιχνίδια, οι μαριονέτες μας που χωρίς εμάς απλά στέκονται και δεν κάνουν τίποτα. Και το κυριότερο από όλα: ας επιτρέψουμε στα παιδιά μας να ζήσουν την παιδική και εφηβική τους ηλικία και ας τη χαρούμε και εμείς μαζί τους.