Ο διδακτικός σχεδιασμός έχει πλέον στέρεες βάσεις, αφού η παιδαγωγική και η εκπαιδευτική έρευνα αναπτύσσονται με μεθοδολογίες επιστημονικού περιεχομένου. Έχουν διαμορφωθεί άλλωστε εδώ και αρκετά χρόνια μοντέλα διδακτικού σχεδιασμού (Instructional Design), στα οποία συμπεριλαμβάνεται το μοντέλο των Gagne, Briggs και Wager (1992), γνωστό ως «Αρχές Διδακτικού Σχεδιασμού» (Principles of Instructional Design).
Του Νίκου Τσούλια
Υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα και αποφάσεις κατά τον διδακτικό σχεδιασμό: «α) Επιλογή στόχων του μαθήματος – Συμβιβασμός ανάμεσα σε αντικρουόμενες επιδιώξεις /στόχους. β) Νοητός – Λογικός σχεδιασμός μαθήματος – Λογική πορεία. γ) Οργάνωση επιμέρους δραστηριοτήτων – Μέσα σε δεδομένα χρονικά πλαίσια λαμβάνοντας υπόψη δυνατότητες και ανάγκες των μαθητών. Ο σχεδιασμός (προγραμματισμός) ανάλογα με το επίπεδο γενίκευσης μπορεί να είναι: μακροπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος, εβδομαδιαίος, ωριαίος».
Ο εκπαιδευτικός καλείται να υλοποιήσει σε θεσμικό επίπεδο συγκεκριμένα πεδία μαθησιακής ύλης και διαπαιδαγώγησης, που προσδιορίζονται από τα αναλυτικά προγράμματα, τα γνωστικά αντικείμενα, τα σχολικά βιβλία, τη διδακτέα ύλη, τα ωρολόγια προγράμματα. Καλείται επίσης να αποφασίσει για: «τους στόχους του μαθήματος, τις ανάγκες των μαθητών, τις προσδοκίες της κοινωνίας, τις προσωπικές του αντιλήψεις, το νοητό σχεδιασμό του μαθήματος, την οργάνωση των επιμέρους δραστηριοτήτων μέσα σε δεδομένα χρονικά πλαίσια» (Π. Πολίτης).
Η διδασκαλία ξεκινά με συγκροτημένο τρόπο πριν από την λειτουργία της (!), με την προετοιμασία του εκπαιδευτικού, τη διαμόρφωση σχεδίου μαθήματος, τη συγκεκριμενοποίηση των επιμέρους στόχων της διδακτικής ώρας. Αναπροσαρμόζεται μέσα στη σχολική αίθουσα με βάση τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών. Ανατροφοδοτείται διαρκώς με την καθημερινή αξιολόγηση των μαθητών και το βαθμό επίτευξης των εκπαιδευτικών στόχων. Γιατί «διδασκαλία εννοούμε ένα σύνολο από προγραμματισμένες σκόπιμες ενέργειες που γίνονται με πρωτεργάτη το δάσκαλο και συνεργάτη το μαθητή, σκοπός των οποίων είναι η κατάκτηση της γνώσης από τον τελευταίο και η απόκτηση ποικίλων δεξιοτήτων που θα τον καταστήσου ικανό να μαθαίνει διαρκώς, να ανταποκριθεί με επιτυχία στις ανάγκες της ζωής και να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα» (Μ. Κασσωτάκης, Γ. Φλουρής, Μάθηση και διδασκαλία).
Ο σχεδιασμός είναι μετά από αυτή καθεαυτή τη λειτουργία της διδασκαλίας η πιο κρίσιμη διαδικασία για τον εκπαιδευτικό. Στην ουσία δεν είναι μόνο μια τυπική και ουδέτερη τελετουργία διαμόρφωσης ενός σχεδίου θεωρητικού επί χάρτου. Είναι η συσχέτιση ανάμεσα στην προσδοκία του εκπαιδευτικού και στην εικόνα υλοποίησης του σχεδίου, η προαναγγελία του τι μπορεί να συμβεί στη σχολική αίθουσα και πώς θα αντιμετωπιστούν οι απρόβλεπτες και οι παρείσακτες μεταβλητές. Είναι ακόμα η εκείνη η καλλιέργεια της πνευματικότητας και της ευφυΐας του παιδαγωγού ώστε να γίνει συνδημιουργός της μαθησιακής εξέλιξης των μαθητών του και εμψυχωτής για τη συνεχή προαγωγή της προσωπικότητάς τους.
Ο σχεδιασμός θέτει ευρύτερα πεδία δράσης, που απαιτούν διεπιστημονική προσέγγιση, αφού «θεωρίες μάθησης, θεωρίες γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης, δυναμική της ομάδας, ατομικές διαφορές στην ικανότητα και στην προσωπικότητα, μοντέλα διαμόρφωσης στάσεων και αλλαγής συμπεριφοράς, θεωρίες κινήτρων, φαίνονται όλα να σχετίζονται άμεσα με το σχεδιασμό των καταστάσεων μάθησης – διδασκαλίας» (G. Verma, K. Mallick, Εκπαιδευτική έρευνα). Ο εκπαιδευτικός γνωρίζει ότι μαζί τους οι μαθητές κουβαλούν οικογενειακές παραστάσεις και κοινωνικά στάτους, προκαταλήψεις και δογματισμούς, όνειρα και φιλοδοξίες και οφείλει να είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες όλων των εκπαιδευόμενων. Κινείται μεταξύ του δικού του σχεδιασμού και της συνθετότητας και της πολλαπλότητας όλων των προσωπικών σχεδιασμών των μαθητών του.
Αλλά αυτή η δύσκολη πρόκληση είναι και μια εικόνα της ομορφιάς της διδασκαλίας, γιατί δεν είναι μια τυπική διεκπεραίωση ενός a priori σχεδιασμού αλλά μια τελετουργία δημιουργικού διαλόγου και συνδιαμόρφωσης του μαθησιακού και παιδαγωγικού έργου μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών.