Έπαιρνα το βιβλίο κοντά όταν πήγαινα να μαζέψω τα ζώα, προς το τέλος της ημέρας μέχρι να πέσει ο ήλιος καταλάγιαζαν και τα ζώα εκείνες τις στιγμές και διάβαζα περπατώντας, λέγοντας απ’ έξω την ιστορία, γράφοντας τη μαθηματική εξίσωση στην άκρη του δρόμου με ένα ξύλο, έβγαινε η απόδειξη πιο εύκολα απ’ ό,τι στο μυαλό, περίμεναν και οι άλλοι μαθητές στο σχολείο πριν χτυπήσει το κουδούνι για να διασταυρώσουν το δικό τους αποτέλεσμα.

Του

Με έβλεπε και η κυρά – Γιωργία και θα το λέει συνέχεια χρόνια και χρόνια μετά, «το ‘λεγα εγώ πως τούτο το παιδί θα προκόψει, αγαπάει τόσο πολύ τα γράμματα, κυνηγάει όλο τον χρόνο για να διαβάζει συνέχεια». Και την αγάπησα πολύ την κυρά – Γιωργία (να ‘ναι καλά εκεί που είναι, δεν ζει πλέον), γιατί πίστευα πως οι δικές της κουβέντες έπιασαν τόπο, όχι μόνο γιατί με ενθάρρυνε με τη γνώμη της, τη βεβαιότητά της δηλαδή, αλλά γιατί πίστευα ότι κάτι παραπάνω θα ήξερε που δεν μπορούσα εγώ μικρός τότε να το καταλάβω, αυτή άλλωστε ήταν μάλλον και η πιο δραστήρια γυναίκα του χωριού και επομένως της έκοβε το μυαλό, έβλεπε, δηλαδή, αυτά που οι άλλοι τα έβλεπαν πολύ αργότερα…

Έκοβα τα ξύλα (τα πιο πολλά παρμένα από το κόψιμο δέντρων στα ερημωμένα χωράφια που περίμεναν το νερό της λίμνης του νιόφερτου φράγματος για να τα σκεπάσει για πάντα ελιές, κυπαρίσσια και κουτσούρες, πολλές κουτσούρες από τα αμπέλια και τις σταφίδες που πρασίνιζαν άλλοτε όλο τον τόπο, οι σταφίδες που μάζευαν όλη την έγνοια και τη φροντίδα των ανθρώπων, γιατί με αυτές ανέθρεφαν τα παιδιά τους, αγόραζαν οι μεγάλοι τα λιγοστά εμπορεύματα από τα μπακάλικα βερεσέ, μέχρι να πάρει τη σταφίδα από τα αλώνια ο έμπορος και να φύγουν σχεδόν όλα τα χρήματα στα χρέη, στα πανωγραψίματα του μπακάλη, στα δάνεια της αγροτικής τράπεζας και αν μείνει κάτι να πάει για κάνα ρούχο…) και δίπλα από τις μικρές στοίβες των κλαριών είχα ξαπλώσει ένα κούτσουρο να φιλοξενήσει το ανοιχτό βιβλίο μου και διάβαζα και όταν έκοβα τα ξύλα συλλογιζόμουνα όσα έπεφταν, βροχούλα σε διψασμένο πνεύμα, από τα σχολικά βιβλία, γιατί ο τόπος ήταν φτωχός και ο άνθρωποι κοιτούσαν μόνο να γεμίσουν κάνα στόμα, να μεγαλώσουν τα παιδιά, βιβλία εξωσχολικά δεν υπήρχαν, μόνο στα σχολεία έβρισκες κάτι λίγα, και ξεχνιόμουνα και μεγάλωνε η στοίβα με τα ξύλα, «μα πώς μεγάλωσε», θέλει τώρα μετακίνηση και το ξύλο που βαστάει το βιβλίο ανοικτό και οι γραμμές του αραίωναν, έμπαιναν ανάμεσά τους λέξεις πολλές, σκέψεις αμέτρητες, πλημμύριζαν οι εικόνες το μυαλό μου…

και δεν ήξερα τι είναι δικό μου και τι του βιβλίου, εγώ πίστευα πως ο συγγραφέας στοίχειωνε στις συλλαβές και δε γλίτωνες από το πνεύμα του, από την ορμή της θέλησής του για να μείνει αιώνιο, να λυγίζει τη σκληρότητα του χρόνου, να εκδικηθεί τη φθορά.

Μόνο την Κυριακή το απόγευμα που είχε ποδόσφαιρο, μόνο τότε τη θέση του βιβλίου έπαιρνε το ραδιοφωνάκι να κάνει την αναμετάδοση από το γήπεδο να ακούσω τη λατρεμένη ομάδα μου, να μαντεύω πότε θα μπει το γκολ, πώς θα γυρίσει το σκορ, να χωθώ ανάμεσα σ’ αυτούς που πανηγυρίζουν απάνω από τους παίκτες και φανταζόμουνα το γήπεδο ψηλό, μεγάλο μέχρι τον ουρανό, γι’ αυτό αγάπησα τη φαντασία που έπλαθε τη δική της (δική μου) πραγματικότητα που την ήξερα μόνο εγώ και ούτε ο δάσκαλος θα μπορούσε να μου κάνει παρατήρηση που τα «ήξερε όλα», ακόμα και όταν χρόνια μετά βρεθώ στο γήπεδο και ταπεινωθεί η φαντασία μου από την εικόνα που μου πρόσφερε η άλλη πραγματικότητα, γιατί το γήπεδο δεν θα είναι μέχρι τον ουρανό, εγώ δε θα τα βάλω με τη φαντασία μου, θα βαστήξω τη δική της εικόνα, αλλά ήξερα ότι τα βιβλία θα μου συγχωρούσαν αυτήν την αμαρτία μου, πώς ένα απόγευμα ας μην ήταν δικό τους, γιατί μετά θα έπεφτα με περισσότερη θέρμη στις σελίδες τους είτε γιατί η χαρά που μου έδινε η νίκη της ομάδας μου ξεχυνόταν σε ότι γειτόνευε με αυτήν χρονικά είτε γιατί η τύχη και όχι η ανωτερότητα του αντιπάλου στερούσε τους βαθμούς της ομάδας δημιουργούσε σκιές στεναχώριας και για να απαλύνω τη θλίψη, ρουφούσα ακόμα πιο έντονα τις παραστάσεις του μυαλού, τα κρυφά νοήματα της γραφής, τους ψιθύρους του συγγραφέα που προσπαθούσε να σου εξηγήσει ότι σε αυτό το σημείο είχε αυτά στο μυαλό του και γι’ αυτό το έγραψε έτσι και ότι εκείνο το σημείο ίσως να μπορεί να διαβαστεί αλλιώς μα δεν ήταν βέβαιος και ότι το άλλο έχει πολλαπλά νοήματα και καλό είναι να τα αναζητήσουμε.

Εγώ, πάντως, αν γίνω συγγραφέας, δεν θα ξέρω πώς να ξεχωρίσω το πραγματικό από το φανταστικό και έτσι ας κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει…

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025