Η ιστορία μίας 30χρονης Ελληνίδας που μεταναστεύει.
Αντίστροφα μετρά τις μέρες η 30χρονη νηπιαγωγός, Ιωάννα Σαρρή. Στις 30 Νοεμβρίου μετακομίζει από την Αθήνα στο Μόναχο, τερματίζοντας την εργασιακή ανασφάλεια των τελευταίων ετών, που την ήθελε κάθε Σεπτέμβριο να περιμένει εναγωνίως «αν και που» θα τοποθετείτο ως αναπληρώτρια νηπιαγωγός. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Πάρο, σε λίγο καιρό θα περιδιαβαίνει στη Μάριεν Πλατς και στον Αγγλικό Κήπο της βαυαρικής πόλης. Στο ηλιόλουστο νησί της θα επιστρέφει τις εικοσιοκτώ ημέρες διακοπών που θα της αναλογούν.
«Είναι μια μεγάλη πρόκληση για μένα» παραδέχεται η 30χρονη Ελληνίδα, που άδραξε την ευκαιρία χάρη στο πλούσιο βιογραφικό της. «Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει». Τα «καλά μαντάτα» είναι μόλις δύο εβδομάδων και οι ετοιμασίες πολλές: «πρέπει ακόμα να μεταφράσω το ποινικό μου μητρώο, να κλείσω το σπίτι και να πακετάρω τα πάντα» προσθέτει με ανυπομονησία. Η 30χρονη νηπιαγωγός είναι από το καλοκαίρι χωρίς δουλειά. «Αυτή τη φορά βρέθηκα εκτός του πίνακα των αναπληρωτών, επειδή είχα επιλέξει μόνο σχολεία της Αττικής» εξηγεί. Τα προηγούμενα δύο χρόνια η Ιωάννα είχε διδάξει στα Πατήσια και στη Σαντορίνη. Η ιδέα της μετανάστευσης στροβίλιζε στο μυαλό της από καιρό, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους συνομηλίκους της.
Αστραπιαία απόφαση
Η απόφαση, τελικά, ελήφθη σχεδόν αστραπιαία. «Έπεσα τυχαία πάνω στα δημοσιεύματα για τις Ελληνίδες νηπιαγωγούς στους παιδικούς σταθμούς της Innere Mission», θυμάται. «Εξεπλάγην, γιατί έως τότε δεν ήξερα ότι για τη δική μου ειδικότητα υπήρχαν προοπτικές στο εξωτερικό. Θεωρούσα ότι ζήτηση είχαν μόνο οι γιατροί και οι μηχανικοί». Εν συνεχεία, έκανε μια μικρή έρευνα αγοράς που επιβεβαίωσε τις εν λόγω πληροφορίες: 4.000 νηπιαγωγοί λείπουν μόνο στην ευρύτερη περιοχή του Μονάχου. Σε λίγα εικοσιτετράωρα η Ιωάννα βρισκόταν στα γραφεία της Axia Personal, που εκπροσωπεί εκπαιδευτικούς οργανισμούς οι οποίοι αναζητούν εξειδικευμένο προσωπικό από την Ελλάδα.
Ο άσος στο μανίκι της Παριανής νηπιαγωγού ήταν ότι γνωρίζει άπταιστα γερμανικά. «Η γερμανική γλώσσα και κουλτούρα μου ασκούσε πάντα μια μυστηριώδη έλξη» ομολογεί, καθώς αναζητά μια ορθολογιστική ερμηνεία που στα εικοσιδύο της, έχοντας ήδη αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο και έχοντας πάρει επάρκεια στα αγγλικά, καταπιάστηκε με μια τόσο δύσκολη γλώσσα. «Τα αγγλικά μου ηχούν εντελώς ξερά, ενώ η εκφορά των γερμανικών μου αρέσει». Η πρόοδος της ήταν, λοιπόν, τόση που πέρασε με κατατακτήριες στη Γερμανική Φιλολογία. Μια κίνηση ματ για την προσωπική της εξέλιξη, όπως τελικά αποδεικνύεται.
Έτσι, η Ιωάννα μαζί με τρεις συναδέλφους της πριν λίγες εβδομάδες κλήθηκε να δώσει συνέντευξη στα γερμανικά ενώπιον δύο Γερμανών προϊσταμένων. «Ήξερα ότι μιλώντας έπρεπε να τους κοιτάζω στα μάτια, είχα κάνει πρόβες, αλλά από την αγωνία μου κάποιες στιγμές το βλέμμα μου στρεφόταν αλλού» περιγράφει. «Με παρηγορούσε που δεν ήμουνα η μόνη εξεταζόμενη, ένιωθα λιγότερη μοναξιά». Η διαδικασία κράτησε συνολικά τέσσερις ώρες με ένα μικρό διάλειμμα. «Την πρώτη ώρα μιλήσαμε για τις αρμοδιότητες των νηπιαγωγών και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν εκείνοι. Μετά, συζητήσαμε ευρύτερα για τη ζωή στη Γερμανία». Από τις τέσσερις Ελληνίδες, οι δύο επιλέγησαν για τον παιδικό σταθμό.
Προσδοκίες και στερεότυπα
Από τη χώρα, όμως, αυτή καθεαυτή, η Ιωάννα μοιάζει να έχει λίγες προσλαμβάνουσες. «Έχω βρεθεί στη Δρέσδη μόνο για δύο μέρες, τα Χριστούγεννα του 2010». Το πνεύμα των Χριστουγέννων, έτσι όπως εκδηλώνεται στους εορτασμούς της πρώην ανατολικογερμανικής πόλης με πλούσιο στολισμό, χιονισμένες σκεπές, άφθονο γκλου βάιν (ζεστό κόκκινο κρασί με αρωματικά) και υπαίθριες αγορές κέρδισαν τη νεαρή κοπέλα. «Ήταν όλα παραμυθένια και οι άνθρωποι πολύ φιλικοί» περιγράφει. «Όταν, μάλιστα, μάθαιναν την εθνικότητα μου γινόντουσαν ακόμα πιο εγκάρδιοι».
Η εικόνα του αυστηρού και πειθαρχημένου Γερμανού, που επικρίνει την ελληνική νοοτροπία, δεν αγγίζει την Ιωάννα. «Δεν πιστεύω σε στερεότυπα, συναντάς κάθε είδους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης». Τους πρώτους Γερμανούς η Ιωάννα τους γνώρισε στην Πάρο, όπου πολλοί συνταξιούχοι μένουν μόνιμα. «Μας άφηναν πάντα τις καλύτερες εντυπώσεις».
Ο μακρύς αποχαιρετισμός
Στις πέντε εβδομάδες που της απομένουν, η Ιωάννα πρέπει να κλείσει όλα τα κεφάλαια της έως σήμερα ζωής της στην Ελλάδα. «Οι γονείς μου έχουν λυπηθεί που φεύγω» ομολογεί. «Ελπίζουν ότι δε θα μείνω για πάντα εκεί».
Προτού πάει στο Μόναχο, θα περάσει μια βδομάδα στο νησί. Η μετανάστευση της Ιωάννας μεταφράζεται διαφορετικά από τους φίλους της, που πλήττονται λιγότερο ή περισσότερο από τις δυσμενείς εργασιακές συνθήκες της Ελλάδας. Η γενναία της απόφαση να πάει σε έναν τόπο όπου κανείς δεν την περιμένει, εμπνέει τον θαυμασμό των συνομηλίκων της. «Όλοι με ρωτούν, αν υπάρχουν και άλλες δουλειές στο Μόναχο και αν μπορώ να τους φιλοξενήσω λίγες μέρες».
Τι, όμως, τελικά διώχνει την νεαρή νηπιαγωγό από την Ελλάδα; «Δεν το κάνω για τα λεφτά» καταλήγει, «θα μπορούσα να βρω δουλειά για 800 ευρώ». «Αυτό που με σκοτώνει στην Αθήνα είναι η ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και παραίτησης που επικρατεί εδώ και τρία χρόνια: η αίσθηση ότι εδώ δεν υπάρχει πλέον προοπτική για ανθρώπους όπως εγώ».
Μπορεί η Ιωάννα να μην το ξέρει, αλλά στο Μόναχο ήδη κάποιοι την περιμένουν «πώς και πώς». Με τόσες κενές θέσεις σε παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγοί και βρεφονηπιοκόμοι είναι μάλλον οι πιο ευπρόσδεκτοι οικονομικοί μετανάστες στη βαυαρική πόλη.
ΒΟΗΘΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Είκοσι με τριάντα βιογραφικά την ημέρα λαμβάνει τους τελευταίους μήνες ο κ. Βασίλης Τσόκος, επικεφαλής της Axia Personal: Γιατροί, μηχανικοί, νοσηλεύτριες, νηπιαγωγοί και άλλοι πτυχιούχοι, όλοι τους στην πιο παραγωγική ηλικία. «Το γραφείο της εταιρείας μας στο Μόναχο υπάρχει ήδη από το 2000» επισημαίνει ο κ. Τσόκος, που έχει μεγαλώσει και ο ίδιος στη Γερμανία, «μόνο που τότε εκπαιδεύαμε στελέχη γερμανικών επιχειρήσεων που σκόπευαν να μετατεθούν στην Ελλάδα». Από το 2010, όμως, οι ισορροπίες άλλαξαν. «Σήμερα, κάνουμε κατά κάποιον τρόπο το αντίστροφο: από τα τέλη του 2010 εταιρείες και οργανισμοί στη Γερμανία ζητούν την βοήθειά μας για την ανεύρεση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, πρόθυμου να μεταναστεύσει όμως εκεί». Μέχρι σήμερα υπολογίζει ότι έχει μεσολαβήσει για να υπογράψουν τις σχετικές συμβάσεις πάνω από 200 Έλληνες.
«Συμπορευόμαστε με τον υποψήφιο από την αρχή έως το τέλος: από τη συγγραφή του βιογραφικού γερμανικού τύπου, έως τη μεταφορά από το γερμανικό αεροδρόμιο στο διαμέρισμα που του έχουμε νοικιάσει στη νέα του γειτονιά» περιγράφει.
Πολλοί, φυσικά, κινητοποιούνται και αυτόνομα. Για όσους μάλιστα γνωρίζουν τη γλώσσα ή έχουν δεσμούς με τη χώρα, η διαδικασία είναι αρκετά πιο εύκολη. Δεν είναι λίγοι όσοι φιλοξενούνται σε φιλικά σπίτια για λίγο καιρό, ενώ παράλληλα πηγαίνουν σε συνεντεύξεις για δουλειά.
«Αυτό παρατηρείται κυρίως στο Βερολίνο, όπου το κόστος ζωής είναι πιο προσιτό». Συνολικά, η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία έχει προσδιορίσει το μεταναστευτικό κύμα εξ Ελλάδος από το 2010 σε 20.000 άτομα.
Τα δημοφιλή επαγγέλματα και η διαδικασία
«Μέχρι πρόσφατα υπήρχε μεγάλη προσφορά θέσεων στον κατασκευαστικό κλάδο, τα ιατρικά επαγγέλματα και την πληροφορική» εξηγεί ο κ. Τσόκος «τώρα, όμως, διαφαίνεται μεγάλη έλλειψη προσωπικού στην εκπαίδευση». Όπως επισημαίνει, «κάθε ειδικότητα έχει άλλα προαπαιτούμενα: οι γιατροί και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να έχουν πολύ καλό επίπεδο γλωσσομάθειας, οι προγραμματιστές από την άλλη μπορούν να πορευθούν και μόνο με τα αγγλικά».
«Πολλές συνεντεύξεις γίνονται μέσω τηλεδιάσκεψης και στο τελικό στάδιο οι εταιρείες καλούν τον υποψήφιο για μια δια ζώσης επικοινωνία» διευκρινίζει ο κ. Τσόκος. «Όταν, όμως, πρόκειται για εκπαιδευτικούς οι αρμόδιοι μεταβαίνουν στην Αθήνα για να τους γνωρίσουν προσωπικά». Το ελληνικό δαιμόνιο συνήθως ενισχύει τις πιθανότητες των υποψηφίων. «Εκτός των άλλων, οι Έλληνες έχουμε κλίση στις ξένες γλώσσες και αυτό βοηθάει πολύ στην προσαρμογή».
Φυσικά, δε λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνων που τελευταία στιγμή «υπαναχωρούν». «Έχει συμβεί μετά το πέρας της διαδικασίας ο εργαζόμενος να μετανιώσει και να τα ακυρώσει όλα» αναφέρει ο κ. Τσόκος. «Αυτό που φοβίζει περισσότερο είναι η μοναξιά του εξωτερικού».
Η εικόνα που εσχάτως έχει δημιουργηθεί για τη χώρα μας στο εξωτερικό φαίνεται να μη διαταράσσει τη συνύπαρξη των νέο-μεταναστών με τους Γερμανούς. «Πάντα και παντού υπάρχουν εκείνοι που στρέφονται ενάντια στους ξένους» καταλήγει ο κ. Τσόκος, που στα αυτιά του ακόμα ηχούν ρατσιστικά σχόλια προηγούμενων δεκαετιών.