Πολλούς φράχτες έχει το σχολείο• παγιωμένες προκαταλήψεις και απόλυτες βεβαιότητες, άκαμπτες λειτουργίες και δογματικές θεωρήσεις το χαρακτηρίζουν. Είναι συστατικά του στοιχεία που αναδύθηκαν από τους γενέθλιους τόπους του και από την μακρόχρονη θεσμική του πορεία καιρών και εποχών.
Του Νίκου Τσούλια
Αυτή η δημιουργία ενός στέρεου σύμπαντος ήταν απόρροια τόσο της αυξημένης ενεργητικής απαίτησης για αγωγή και διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς στα προτάγματα της πολιτισμικής παράδοσης κάθε χώρας και λαού όσο και της αναπόφευκτης διαδικασίας του αναπαραγωγικού ρόλου της εκπαίδευσης της κυρίαρχης κάθε φορά ιδεολογίας και κοινωνικής τάξης. Και έτσι ο διαπαιδαγωγικός ρόλος και η αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου ήταν φασκιωμένα με ισχυρά στερεότυπα.
Μέχρι που εμφανίστηκε η γνωσιοκεντρική όψη του σχολείου – με τη χρησιμοθηρική όψη της, που είναι σχεδόν μονομερώς προσανατολισμένη στον επαγγελματικό καταμερισμό -, στην οποία δόθηκε εφεξής το κέντρο βάρος του ιδεολογικού ελέγχου του σχολείου μέσα από το πλαίσιο της συγκρότησης της γνώσης. Το ποια είναι η «θεσμική γνώση» αποτέλεσε και αποτελεί το μείζον πλέον διακύβευμα της τυπικής εκπαίδευσης σε κάθε χώρα και σε κάθε ιστορική περίοδο μετά τον τελευταίο πόλεμο. Η θεσμική γνώση – που αποτελεί και το μήλο της ιδεολογικής και πολιτικής έριδας – είναι πλέον ο καινούργιος μεγάλος τόπος της περίφραξης.
Στα συγκεντρωτικά μάλιστα εκπαιδευτικά συστήματα – όπως είναι και το ελληνικό – η ασφυκτική όψη του σχολείου με κυρίαρχη της εικόνα του ενός σχολικού βιβλίου, που επανήλθε μετά από ένα πολύ μικρό διάλειμμα ισχύος του πολλαπλού σχολικού βιβλίου. Χαρακτηριστική απόληξη της όλης φασκιωμένης σχολικής διαδρομής είναι η αξιολόγηση των μαθητών στις Πανελλαδικές Εξετάσεις από την «τάδε σελίδα» μέχρι τη «δείνα σελίδα» του, στην οποία καλούνται οι μαθητές να ανταποκριθούν με την τεχνική του νοητού copy paste, και η συνακόλουθη βαθμολόγηση που κάνουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί με τις έτοιμες φωτοτυπίες κολάζ των απαντήσεων δίπλα από το γραπτό των μαθητών.
Αλλά οι φράχτες δεν αφορούν μόνο τη θεσμική και αρκετά παγιωμένη δομή και λειτουργία του σχολείου. Αφορούν και χαρακτηρίζουν εν πολλοίς και τον εκπαιδευτικό. Ο εκπαιδευτικός ευρισκόμενος μπροστά σε ένα πολυσύνθετο και πολλαπλά απαιτητικό και προκλητικό περιβάλλον, εκείνο της σχολικής αίθουσας στο οποίο θα αντιμετωπίσει: μαθησιακές δυσκολίες ποικίλων μορφών, χαρισματικούς μαθητές, μαθησιακά κενά, εκρηκτική και δύσκολη εφηβεία, παιδική και ανώριμη συμπεριφορά, ελλείψεις στοιχειώδους αγωγής των παιδιών εκ μέρους της οικογένειας, κουλτούρα έντονης και θεμιτής αμφισβήτησης, νέες αντιλήψεις και άγνωστα ρεύματα των μαθητών, θεσμικές καινοτομίες επί των νέων τεχνολογιών κλπ κλπ, νιώθει την ψυχική και συναισθηματική ανάγκη να διαμορφώσει έναν πυρήνα βεβαιοτήτων και σταθερών που θα αποτελεί τον οδηγητικό μίτο του στη χαοτική και εν πολλοίς απρόβλεπτη εκτύλιξη της καθημερινής έκφρασης του σχολείου.
Θέλει να προσαρμόσει όλο το σύμπαν της σχολικής αίθουσας – που περιλαμβάνει τη θεσμική γνώση, το χαρακτήρα των μαθητών, τους εκπαιδευτικούς στόχους, τη διδακτέα ύλη (…) και όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως – σε ένα παγιωμένο σχήμα, για να νιώθει μια σιγουριά για το εγχείρημά του. Και ενώ αυτό είναι χρήσιμο και αναγκαίο για τον εκπαιδευτικό αλλά και για την εκπαίδευση, αποτελεί ταυτόχρονα και μια ασφυκτική περίφραξη. Γιατί πώς μπορεί ένας εκπαιδευτικός να προσαρμόσει όλο το σκηνικό της διδασκαλίας και τις πολλαπλές ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες όλων των μαθητών στο δικό του επινοημένο σχήμα διδασκαλίας;
Εδώ λοιπόν στην «περιοχή της παραμεθορίου» – των θεσμικών βεβαιοτήτων και των εδραιωμένων αντιλήψεων του εκπαιδευτικού αφενός και των αβεβαιοτήτων που εισάγουν οι μαθητές και η ίδια η σχολική πράξη αφετέρου – οφείλουμε να αφήνουμε δυνατότητες και ευκαιρίες για τους μαθητές αλλά και για τον εκπαιδευτικό της «ανοιχτής αντίληψης» για μια πιο δημιουργική διδασκαλία.
Πρώτο ζητούμενο σε κάθε διδακτική ώρα είναι η διαμόρφωση εκείνου του κλίματος, όπου ο μαθητής θα νιώθει ότι αναπτύσσεται εξ αρχής ένα μαθησιακό περιβάλλον που θα τον εμπεριέχει επί της ουσίας, που θα τον εκφράζει και ακόμα θα τον συγκινεί – ναι θα τον συγκινεί -, γιατί χωρίς το συναισθηματικό μετασχηματισμό και την ανάδυση μιας αίσθησης χαράς και πληρότητας στον εκπαιδευόμενο δεν μπορεί να γίνει το παιχνίδι της μάθησης ούτε και η πιο απλή όψη, εκείνη της μετάδοσης της γνώσης. Ο
ι βεβαιότητες είναι απαραίτητες σε κάθε εκπαιδευτικό. Αλλά μόνο εκείνες που αγγίζουν τον αξιακό πυρήνα της αγωγής μπορούν να αποτελούν το αδιαπραγμάτευτο ιερό βήμα• όλες οι άλλες, ακόμα και οι ισχυρές επιστημονικά, δοκιμάζονται και κρίνονται κάθε στιγμή στο καμίνι της μορφωτικής και παιδαγωγικής θέρμης. Οι φράχτες αποτελούν παραδοχή αδυναμίας και συνάμα και αλαζονείας και το, πιο σημαντικό, παραδοχή ήττας, και σε κάθε περίπτωση αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την εκρηκτικότητα της μάθησης και των μαθητών!
Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να ψυχανεμίζονται ανά πάσα στιγμή• όχι μόνο για να μη στήνουν τους δικούς τους φράχτες, αλλά και για να ξεφράζουν τους τόσους και τόσους θεσμικούς φράχτες, πίσω από τους οποίους το πιο πιθανό να οχυρώνονται. (Μια τέτοια λειτουργία δεν είναι ελευθεριάζουσας μορφής αλλά στοιχείο δημιουργικού και πιο υπεύθυνου προσανατολισμού). Να βγαίνουν στο ξέφωτο έχοντας στη σκέψη τους τη φοβερή και πρώτη των πρώτων εκπαιδευτική πρόκληση: πλάθοντας τους εκπαιδευόμενους πρέπει να πλάθουν και το σχήμα της διδασκαλίας!