“Πότε θα κάνει ξαστεριά”, να ξαναβρούμε της ουσιαστικής ζωής τα μονοπάτια, να ζούμε σε τόπους πραγματικούς; Να είμαστε ο εαυτός μας. Να βιώνουμε τις αισθήσεις μας στη φύση σε αυτή που εδώ και εκατομμύρια χρόνια μας τις δώρισε και όχι σε σπίτια – λαγούμια, σε συστολής κουκούλια.
(ανώνυμου εκπαιδευτικού)
Να γευόμαστε τα συναισθήματά μας, όπως μορφοποιήθηκαν στην ιστορική μας εξέλιξη, όπως εκφράζονται στην προσωπική και στην κοινωνική μας ζωή. Να συναναστρεφόμαστε με τους άλλους ανθρώπους χωρίς “μήπως” και “αν”…
Να εργαζόμαστε στους χώρους μας τους επαγγελματικούς, τους κοινωνικούς μας ρόλους να προάγουμε, τις προσωπικές σχέσεις μας να καλλιεργούμε. Την απλή, την κάποτε και κάποτε βαρετή καθημερινότητά μας την παλιά μόνο ονειρευόμαστε!
Να σταματήσουμε να παριστάνουμε τους παιδαγωγούς, να υποκρινόμαστε ότι κάνουμε δήθεν μάθημα, ότι είμαστε δήθεν εκπαιδευτικοί, ότι έχουμε δήθεν μαθητές. Να διδάξουμε θέλουμε. Τις σκέψεις των μαθητών να φανερώσουμε με της γνώσης τους τόσους και τόσους φωτισμούς. Να ζυμώσουν οι μαθητές μας τις φιλοδοξίες τους και τα όνειρά τους με της μάθησης τις εμπνεύσεις και τις διδαχές.
Να φύγει της δυστοπίας το σκηνικό, να γίνει κακό όνειρο μακρινό, σαν παραμύθι να το λέω χρόνια πολλά μετά, σαν από το σχολείο έχω αποχωρίσει οριστικά. Να μην παριστάνω επιτέλους στην οθόνη τον απόμακρο τηλε-εκπαιδευτικό, το φάντασμά μου να κάνω πραγματικό. Σε μαθητές ορατούς, που ήταν μαζί μου στο ταξίδι της κοινωνικοποίησης και της διαπαιδαγώγησης, ήξερα να κάνω μάθημα, να βλέπω αντιδράσεις προσώπων και σωμάτων, να νιώθω το πως πορεύομαι από τα τόσα και τόσα σημάδια της διδασκαλίας, στης σχολικής αίθουσας τα αρώματα και τα χρώματα να ψυχανεμίζομαι, στων βλεμμάτων τα παιχνιδίσματα την “κρυφή των μαθητών η κουλτούρα” να προσπαθώ να ανακαλύπτω.
Να ξαναβρώ των συναδέλφων τη ζεστασιά, να μην κοιτώ κάθε παραξενιά ως σημάδι του εχθρού, που ακόμα δεν έχει εκδηλωθεί. Να μπαίνω στο σχολείο το πρωινό και να βλέπω κάποιες μαθήτριες κυρίως μα και μαθητές να τρέχουν όλο χαμόγελο να με καλημερίσουν, να νιώθω ότι είναι αγάπης μηνύματα και να πλημμυρίζει η ψυχή μου με ευγνωμοσύνη που εκπαιδευτικός έγινα χωρίς ποτέ να ξέρω τις χάρες, τις ομορφιές τις ατέλειωτες του σχολείου…
Να βλέπω τους μικρούς μαθητές του ομόλογου Γυμνασίου να τρέχουν, να παίζουν, να μαλώνουν, να σπρώχνονται, να αστειεύονται. Και τους ανάμεσά τους, τους δικούς μου μαθητές του Λυκείου να μαζεύονται σαν σμάρια, να μιλάνε άλλοτε έντονα και άλλοτε υπαινικτικά, να αφηγούνται, να πειράζονται, να γελάνε, να γλυκοκοιτάζονται με τις μαθήτριες, να ερωτεύονται.
Την παράστασή μου να δίνω, με τις θεατρικές μου κινήσεις πάντα πληθωρικές, πάντα εκφραστικές, να αναζητούν και αυτές της γνώσης τα νοήματα. Στο εργαστήριο να ευδοκιμεί των μαθητών η πρωτοβουλία, παντού να ανθοφορεί η δημιουργία. Και το τόσο αποθησαυρισμένο υλικό – που συλλεγμένο με περισσή φροντίδα περιμένει στο λάπτοπ μου – να δώσει νέα πνοή στην παραδοσιακή διδακτική εκδοχή. Να καταδειχτεί ότι οι νέες τεχνολογίες θα υπηρετούν τη διδασκαλία και δεν θα γίνουν όργανο να διαλύσουν τη σχολική λειτουργία.
Τα συναισθήματά μου να εκδηλώνονται, στων εφήβων τους ατέλειωτους συλλογισμούς να αγκιστρώνονται. Ξέρω – και εγώ υπήρξα μαθητής – το πώς θα σχολιάζουν την κάθε κίνησή μου. “Πότε θα κάνει ξαστεριά” με κιμωλίες τα χέρια μου να γεμίσω, στα ρούχα μου να σκουπίζομαι σαν εκείνον εκεί στο Λύκειο του Κολωνού τον Φυσικό που πάντα έβγαινε ιδρωμένος από την τάξη και σαν του μυλωνά τα ρούχα του στη μέση έμοιαζαν, γεμάτος κιμωλίες, γεμάτος ευχαρίστηση – και τον κοιτούσα ως νεοδιόριστος ξανά και ξανά με απορία και με δέος γεμάτος.
“Πότε θα κάνει ξαστεριά”… Να ανοίξουν τα σχολεία χωρίς καχυποψίες και σκιές, χωρίς να φοβάσαι καθένα που σε πλησιάζει, χωρίς παράξενους κανόνες και ένα κλίμα αόρατου πανικού να απλώνεται παντού. Να ξαναβρώ τη χαρά που μόνο ο κόσμος των μαθητών μπορεί τόσο απλόχερα να μου δώσει. Να ξαναγίνουμε εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι και παιδαγωγοί.
Για την αντιγραφή: Νίκος Τσούλια