Αν αναρωτηθούμε ως προς το ποια είναι η μέχρι τώρα θετική συνεισφορά της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, ποια μέτρα πήρε για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και ποιες καινοτομίες εφάρμοσε στα δυόμιση χρόνια της διακυβέρνησης της Ν.Δ., τι μπορούμε να απαντήσουμε; Και ακόμα, προς ενίσχυση του προηγούμενου ερωτήματός μας, αύξησε τις κρατικές δαπάνες και επενδύσεις για την ενίσχυση του εκπαιδευτικού μας συστήματος; (Γιατί είναι προφανές ότι χωρίς χρήματα πολύ λίγα στοιχεία της εκπαίδευσης μπορούν να βελτιωθούν).

Του

Ποιες μπορεί να είναι οι απαντήσεις της Υπουργού; Δεν νομίζω ότι την απασχολεί καν ένα τέτοιο θέμα. Δεν έχει καμιά αγωνία για τον εκσυγχρονισμό και για τον εκδημοκρατισμό του σχολικού οικοσυστήματος. Τουναντίον, έχει διαμορφώσει μια ακραία νεοφιλελεύθερη και οπισθοδρομική ατζέντα και με αυτή ασκεί την πολιτική της. Είναι σε μια αντιπαράλληλη, σε μια αντιθετική πορεία από τις ανάγκες και τις προκλήσεις της εκπαίδευσης.

Η διαγωγή, τα κολέγια, η πρωτοφανής απόπειρα για εισαγωγή κάμερας στη σχολική αίθουσα, η κατάργηση των αιρετών από τα υπηρεσιακά συμβούλια, οι ακραίες μορφές τιμωρίας και ποινών στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η εγκατάλειψη του Ψηφιακού Σχολείου κλπ είναι σαφή δείγματα μιας εντελώς άλλης πολιτικής από αυτή που είναι απαραίτητη για την απλή και μόνο λειτουργία της εκπαίδευσης – πόσο μάλλον για να ανοίξει τα νέα κεφάλαια στον κόσμο της μάθησης.

Το γεγονός ότι δεν ασχολήθηκε καν με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των επί ενάμιση χρόνο κλειστών σχολείων  και ότι δεν προβληματίστηκε καθόλου για να αντιμετωπιστεί το μείζον πρόβλημα αυτής της περιόδου, το μαθησιακό, μορφωτικό και παιδαγωγικό κενό των μαθητών, καταδεικνύει την πλήρη αποκοπή της από την θεσμική και πολιτική ευθύνη της. Αντίθετα, η όλη φροντίδα της είναι διαποτισμένη από το κλίμα αυταρχισμού και πυγμής απέναντι στους εκπαιδευτικούς.

Κυβερνήσεις και Υπουργεία Παιδείας στην Ευρώπη και αλλού, πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, διεθνείς οργανισμοί, ερευνητικά κέντρα, εκπαιδευτικοί φορείς, επιστημονικά και παιδαγωγικά συνέδρια, μορφωτικοί όμιλοι, συνέδρια επί συνεδρίων κινούνται πάντα με ρυθμούς έρευνας, για να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τις προκλητικές αλλαγές των Ψηφιακών εποχών και των Κοινωνιών της Γνώσης και τις επιπτώσεις της πανδημίας. Και εδώ στην Ελλάδα; Το απόλυτο τίποτα! Για ποια έρευνα να μιλήσουμε και τι “χρειάζεται”;

Στις 9 Νοεμβρίου 2.139 παιδιά μολύνθηκαν μέσα σε μια ημέρα, ή 3.837 στο διήμερο 8 και 9 Νοεμβρίου. Είναι αριθμοί ανησυχητικοί. Κι όμως το Υπουργείο Παιδείας δεν έπραξε το στοιχειώδες. Δεν μείωσε τον αριθμό των μαθητών μέσα στις σχολικές αίθουσες. Αντίθετα, προχώρησε σε συγχωνεύσεις τμημάτων! Την πλήρη εικόνα την αποδίδει χαρακτηριστικά η Δημοκρατική Συνεργασία (ΔΗ.ΣΥ.) των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

“Είναι πρωτοφανής η αδιαφορία με την οποία το Υπουργείο Παιδείας αντιμετωπίζει τις μαθησιακές ανάγκες των μαθητών, οι οποίοι ήδη αντιμετωπίζουν αυξημένα προβλήματα λόγω της τηλεκπαίδευσης και των ανισοτήτων που έχουν δημιουργηθεί με δεδομένο ότι δεν είχαν όλοι την ίδια δυνατότητα συμμετοχής. Αντί να προχωρήσει σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας για τους μαθητές που την έχουν ανάγκη, διαταράσσει περισσότερο την εκπαιδευτική διαδικασία, κλείνοντας τμήματα, μετακινώντας εκπαιδευτικούς, αλλάζοντας εκπαιδευτικό περιβάλλον μαθητών.

Εξαθέσια σχολεία υποβαθμίζονται σε τετραθέσια, τριθέσια σε διθέσια, διθέσια σε μονοθέσια, ολοήμερα τμήματα κλείνουν ή υποβαθμίζονται, χωρίς κανείς να μπει στον κόπο να ενημερώσει γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί αν υπήρχε αιτία, αυτό δεν έγινε στην έναρξη της σχολικής χρονιάς αλλά γίνεται σαράντα πέντε ημέρες μετά. Την ανικανότητα σχεδιασμού και την αναλγησία κάποιων δεν μπορεί να την πληρώνουν οι μαθητές και τα σχολεία”.

Η σχετική έρευνα της UNESCO κατέδειξε μια ανησυχητική εικόνα. “Η πανδημία έχει ενισχύσει τις κοινωνικές, οικονομικές και ψηφιακές ανισότητες”. Φυσικά, δεν μένει στις διαπιστώσεις. “Είναι επομένως καιρός να διασφαλίσουμε την υλοποίηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση σε όλα τα πλαίσια… Τα κράτη πρέπει να λάβουν νομικά και πολιτικά μέτρα για τον αποτελεσματικό τερματισμό όλων των ειδών διακρίσεων και την εξασφάλιση ισότητας ευκαιριών στην εκπαίδευση”.

Αλλά εδώ “δεν κουνιέται φύλλο” προς αυτή την κατεύθυνση. Απλά έχουμε μια “γκρίζα ιδιαιτερότητα Υπουργίας στην παιδεία”, όσον αφορά την  ατζέντα και το περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης πολιτικής

Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025