«Ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ;» Γράφει η Φωτεινή Δρακάκη
Αυτή είναι η φράση που στην κουνάνε στη μούρη σαν σημαία, οι γονείς που ανήκουν στην κατηγορία των νταήδων.
Αυτών, δηλαδή, που πιστεύουν πως το παιδί τους δεν φταίει ποτέ, για τίποτα, ακόμα κι αν φτύνει, αν κλωτσάει, αν δέρνει τα άλλα παιδιά, αν δημιουργεί πρόβλημα μέσα στην τάξη, αν… Για όλα φταίνε οι άλλοι. Είτε είναι γονείς, είτε είναι εκπαιδευτικοί, είτε φίλοι, είτε η κοινωνία, είτε το ρημαδιασμένο το σύστημα. Η ζωή τους χρωστάει και όλοι πρέπει να «πληρώνουμε» τα χρωστούμενά της μιας και αυτή «τους έχει γυρίσει την πλάτη».
Δεν είμαι εκπαιδευτικός. Είμαι η μητέρα μιας 12χρονης μαθήτριας που ζω καθημερινά αυτούς τους τραμπούκους γονείς από περιστατικά που συνέβησαν μπροστά στα μάτια μου.
Το πιο τρανταχτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν πριν δύο χρόνια. Η δασκάλα μας, μια εξαιρετική νέα κοπέλα, με πάθος για τα παιδιά και τη δουλειά της, με ένα βλέμμα σπινθηροβόλο λαμπερό έζησε τον εφιάλτη ενός πατέρα νταή.
Το περιστατικό συνέβη στις αρχές της χρονιάς, μέσα στην τάξη, όταν εκείνη έκανε παρατήρηση στον 10χρονο μαθητή, που θα τον πούμε Πέτρο εδώ, επειδή την ώρα του μαθήματος, για να κάνει πλάκα σηκωνόταν από τη θέση του, έκοβε βόλτες ανάμεσα στα θρανία και στη συνέχεια ξανακαθόταν στην καρέκλα του. Αυτό γινόταν διαρκώς, καθημερινά και εμείς οι γονείς το είχαμε μάθει από τα παιδιά μας. Η δασκάλα, αφού για μία εβδομάδα είχε δοκιμάσει τα πάντα χωρίς αποτέλεσμα του είπε – και άργησε κιόλας δηλαδή – «Πέτρο αν συνεχίσεις να κάνεις βόλτα την ώρα του μαθήματος, θα βγεις έξω μέχρι να τελειώσει η ώρα». Ύστερα από μερικά «όχι δεν βγαίνω», «και δεν θα μου πεις ΕΣΥ τι θα κάνω», τελικά βγήκε και πήγε στο προαύλιο.
Μόλις τελείωσε η διδακτική ώρα, η δασκάλα, πήρε τηλέφωνο τους γονείς του παιδιού για να ενημερώσει για τη συμπεριφορά του και τους ζήτησε να έρθουν στο σχολείο για να συζητήσουν.Στο τηλέφωνο μίλησε με τη μητέρα, η οποία, με τρεμάμενη φωνή, της είπε ότι θα ειδοποιούσε τον σύζυγό της.
Την επόμενη μέρα, πριν μπουν ακόμα τα παιδιά στην τάξη, ο πατέρας μαζί με τον γιο ήταν εκεί ζητώντας να δουν τη δασκάλα. Όταν κάποια συνάδελφός της, της έδειξε που είναι το γραφείο των δασκάλων μπήκε μέσα φουριόζος και με βροντερή φωνή ρώτησε «ποια είναι η κυρία τάδε;».Η δασκάλα, σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι για να συστηθεί και εκείνος της είπε «άστα αυτά τώρα» και πες μου γιατί τα έβαλες με τον μικρό». Εκείνη τον προέτρεψε να πάνε στο γραφείο της διευθύντριας για να μιλήσουν με ησυχία με κλειστή την πόρτα και μόνοι τους. Όσοι ήταν απέξω άκουγαν μόνο εκείνον να ουρλιάζει και να χτυπάει τα χέρια του, προφανώς στο γραφείο. Όταν άνοιξε η πόρτα, αυτός βγήκε ξεφυσώντας σαν να είχε παίξει μποξ και εκείνη κάτωχρη. Την είχε απειλήσει ότι αν ξανακοιτάξει τον γιο του θα έχει να κάνει μαζί του, την αποκάλεσε άσχετη και δειλή, που αντί να τα βάλει με κάποιον στο μπόι της τα έβαλε με ένα παιδάκι, που στο κάτω κάτω τι έκανε; την πλάκα του έκανε και πολλά ακόμα. Το συγκεκριμένο θέμα λύθηκε μετά από πολύ καιρό, με την παρέμβαση του διευθυντή που δεν σήκωνε και πολλά. Το παιδί δεν ξαναδημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα μέσα στην τάξη, αλλά μετέφερε την βία που έκρυβε μέσα του στο προαύλιο, στα άλλα παιδιά και γενικά υπήρξε μια μεγάλη πληγή για όλους μας εκείνη τη σχολική χρονιά.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι μια ολόκληρη φυλή. Είναι οι ίδιοι που κλείνουν ράμπες, που πετάνε τα σκουπίδια τους από το παράθυρο του αυτοκινήτου, που βρίζουν τους αλλοδαπούς, που δεν σέβονται τα δικαιώματα των άλλων και νομίζουν πως ο κόσμος τους ανήκει.
Συνήθως είναι αυτοί που κάνουν τη μεγαλύτερη φασαρία στο σχολείο με το παραμικρό, ύστερα από ένα παράπονο που θα τους κάνει το κακομαθημένο βλαστάρι τους. Την επόμενη μέρα θα μπουκάρουν στο σχολείο με διάθεση για καυγά, θα ζητήσουν με σφιγμένες γροθιές τη δασκάλα που τόλμησε να κάνει παρατήρηση στο παιδί τους και θα ορμήξουν μέσα στο γραφείο. Δεν θα ακούσουν τι έχουν να τους πει ο εκπαιδευτικός. Άλλωστε δεν ήρθαν για να ακούσουν. Δεν τους ενδιαφέρει. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να του κόψουν τον βήχα, με απειλές, με χτυπήματα των χεριών τους στο γραφείο. Και αν όλα αυτά δεν πιάσουν τότε μπαίνουν τα μεγάλα μέσα. «Ξέρεις ρε ποιος είμαι εγώ;» που σημαίνει ότι με ένα τηλεφωνηματάκι μπορώ να σε στείλω να διδάσκεις σε ένα χωριό που δεν βρίσκεται στο χάρτη, που σημαίνει ότι να προσέχεις την σωματική σου ακεραιότητα γιατί «ξέρω κόσμο εγώ» και πολλά ακόμα τραγικά.
Αυτοί οι γονείς έχουν κάνει ευσυνείδητους δασκάλους, να κλαίνε τις νύχτες, να μην μπορούν να πάνε στο σχολείο την επόμενη μέρα, να χάνουν το κύρος τους μπροστά στην τάξη και στους υπόλοιπους μαθητές.
Διότι αυτοί οι γονείς με τον απαράδεκτο τρόπο τους ακυρώνουν τον ρόλο του εκπαιδευτικού, καθώς «καθαρίζουν αυτοί για πάρτι τους». Η καταστροφή είναι τεράστια καθώς το παιδί μπερδεύεται, δεν σέβεται κανέναν και τίποτα, δεν μαθαίνει να πειθαρχεί και να μπορεί να ζει μέσα σε κανόνες. Με λίγα λόγια γίνεται ένας ανάπηρος ενήλικας που κι αυτός με τη σειρά του θα προκαλεί προβλήματα στους άλλους.