Ίσως να είναι και η μόνη κατηγορία που μπορεί να καταλογιστεί στο διάβασμα. Μιλώ για την υποχρεωτικότητά του.

Του

Φυσικά, η υποχρεωτικότητα σε μια ενέργειά μας – ιδιαίτερα όταν είναι εκτεταμένη – αμαυρώνει την ομορφιά αυτής της ενέργειας, με το σκεπτικό ότι δεν είναι ελεύθερης επιλογής  μας. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι καθετί που δεν είναι απόρροια της ελευθερίας μας διαμορφώνει ένα γκρίζο σκηνικό.

Και μόνο η υποχρεωτικότητα του σχολικού και του πανεπιστημιακού διαβάσματος και του αντίστοιχου των κάθε λογής εξετάσεων για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ή για μια ανειλημμένη υποχρέωση διαμορφώνει την πιο διακεκριμένη μορφή κατηγορίας με την συνοδευτική άνετη επιχειρηματολογία περί αναγκαστικής δέσμευσης χωρίς την πρωτοβουλιακή δική μας επιλογή.

Η θεσμική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και το διάβασμα είναι το βασικό εργαλείο της, οπότε οι αποδείξεις περί συμμόρφωσης σε μια επιλογή που δεν είναι απόρροια της δικής μας και μόνο θέλησης είναι καταφανείς.  Και όμως η πραγματικότητα δεν είναι αυτή – ας νομίζουμε ότι είναι πασιφανής.

Ας πιάσουμε την άκρη του νήματος από ένα βασικό σημείο. Μαθαίνουμε στα μικρά παιδιά να περπατήσουν μια ώρα αρχύτερα και χαιρόμαστε κάθε του βήμα (και “βήμα”) προς αυτό το σκοπό. Στη συνέχεια συνεργούμε θετικά και με κάθε τρόπο για τη σωματική του ανάπτυξη. Και παράλληλα νιώθουμε την ανάγκη και τη χαρά να του μάθουμε να μιλάει και νοιαζόμαστε όλο και πιο πολύ για την πνευματική ανάπτυξη.

Αλλά μπορεί να γίνει αυτή η ανάπτυξη χωρίς τη συστηματική προσπάθεια γνώσης των βασικών στοιχείων της ζωής; Και όταν αυτά τα βασικά στοιχεία δεν είναι μόνο όσα οι γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον μπορούν να δώσουν αλλά είναι πολύ περισσότερα και τα οποία υπάρχουν στον κόσμο των βιβλίων, τότε το διάβασμα δεν είναι πρώτιστη επιλογή;

Μα το σχολείο είναι υποχρεωτικό θα επιμείνει κάποιος, οπότε το ζήτημα παραμένει σε εκκρεμότητα. Κι όμως είναι λάθος αυτή η ερμηνεία. Πρώτα διαμορφώθηκε το διάβασμα ως βασική επιλογή κάθε ανθρώπου για τη συμμετοχή του στην κοινωνία και στον κόσμο και για την πνευματική του καλλιέργεια και ήλθαν μετά οι πολιτείες και θέσπισαν αυτή την ελεύθερη επιλογή ως υποχρέωσή τους – με τη μορφή της σχολικής εκπαίδευσης -, αφού είναι κοινός τόπος για όλους τους ανθρώπους. Ποιος άλλωστε μπορεί να φανταστεί κοινωνία χωρίς διάβασμα και χωρίς “υποχρεωτική” εκπαίδευση;

Η εν λόγω υποχρεωτικότητα λοιπόν δεν είναι προϊόν δέσμευσης αλλά απόρροια της καθολικής βούλησης των ανθρώπων, όπου γης και όπου χρόνου, για την αυτογνωσία και την ετερογνωσία, για να μπορούν να “σταθούν” στον κόσμο, για να διαμορφώσουν την ομορφιά της ζωής τους. Ισχυρίζομαι λοιπόν με πάθος ότι το διάβασμα είναι η πιο ελεύθερη και η πιο καθολική επιλογή των ανθρώπων.

Η στρέβλωση αυτής της πραγματικής εικόνας γίνεται στο ξεκίνημα του παιδιού στην πορεία του για την ολόπλευρη ανάπτυξή του. Αν δεν εμφανίζονται καθόλου βιβλία μέσα στο σπιτικό, αν το διάβασμα είναι μια παραμελημένη ή και άγνωστη δραστηριότητα των γονέων, αν το βιβλίο δεν είναι βασικό στοιχείο των πρώτων πνευματικών βημάτων του και συνδέεται με την “υποχρεωτικότητα” του σχολείου, τότε εγκαθίσταται μέσα στην ψυχοσύνθεση του παιδιού μια μορφή αναγκαστικής δέσμευσης.

Αν, αντίθετα, υπάρχει αγάπη του οικογενειακού οικοσυστήματος προς το διάβασμα και το βιβλίο, τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά. Και αυτό το στάδιο των πρώτων βιωμάτων είναι ο καταλύτης του παιδιού προς την λατρεία της Γνώσης. Όχι, οι θυσίες και οι προσπάθειες που γίνονται στο τέλος του λυκείου με τον παροξυσμό των φροντιστηρίων επί φροντιστηρίων είναι – τολμώ να πω καθ’ υπερβολή – nonsense. Το παιχνίδι έχει κριθεί εν πολλοίς στις απαρχές, στο ροδοχάραμα της ζωής…

Το διάβασμα πρέπει να αγαπηθεί, να είναι δημιούργημα αγάπης – αλλιώς δεν είναι διάβασμα! Και τελικά, είναι ποτέ οποιαδήποτε μορφή αγάπης υποχρεωτική;