Του Νίκου Τσούλια
Είναι απολύτως λανθασμένη η κρατούσα και μάλλον παραδοσιακή αντίληψη ότι ιστορίες λένε μόνο οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, ότι η αφήγηση είναι υπόθεση μόνο των ηλικιωμένων. Θεωρώ αντιθέτως ότι κάθε άνθρωπος οποιασδήποτε ηλικίας μπορεί να έχει κάτι να εξιστορήσει. Και αυτό είναι μια πραγματική και ουσιαστική ανάγκη.
Μάλιστα το σχολείο είναι μια όαση της αφηγηματικής τέχνης, όπου όχι μόνο ο εκπαιδευτικός μέσα από τη θεσμική διδασκαλία του αλλά και κάθε μαθητής / μαθήτρια μπορεί να δώσει τη δική του / της μικρή ιστορία. Η αφήγηση δεν είναι μια υπόθεση που έχει αναφορά μόνο στο παρελθόν˙ μπορεί να αφορά τη φαντασιακή προ-οικονόμηση του μέλλοντος αλλά και την πλοκή του λόγου, των πολλών διαλόγων μας και των ακόμα πιο πολλών μονολόγων μας στην τρέχουσα καθημερινότητά μας.
Οι πίνακες των σχολείων, δημοτικών, γυμνασίων, λυκείων, όλης της χώρας έχουν ακούσει ατέλειωτες ιστορίες από μικρούς και από μεγάλους. Φτάνει να ξέρεις να τις καλλιεργείς και να τις αποθησαυρίζεις, να ενθαρρύνεις τον παιδόκοσμο να αφηγείται, γιατί μέσα από την αφήγηση θα γνωρίσεις κυρίως τον εκπαιδευόμενο και όχι μέσα από την απομνημονευτική του δυνατότητα, όπως αυθαίρετα θεωρεί το θεσμικό εκπαιδευτικό μας σύστημα. Εδώ στο σχολείο το παιδί και ο νέος θα γνωρίσει το είδωλο του ανθρώπου και τους ανθρώπους, εδώ θα αρχίσει να γνωρίζει ουσιαστικά τον εαυτό του μέσα από τις διάφορες σχέσεις του. Εδώ θα αρχίζει να αφηγείται στον εαυτό του το μέλλον του, τα σχέδιά του και τις φιλοδοξίες του, τα όνειρά του και τον κόσμο που έχει πλάσει με τα δικά του υλικά.
Υπάρχουν περιπτώσεις μαθητών στους οποίους η δυνατότητα αλλά και η ανάγκη για αφήγηση είναι υπόθεση ζωής, ανάσα ψυχική, πνοή ζωής. Αν ένας μαθητής έχει χάσει πρόωρα έναν γονέα του, έχει πάρα πολλά να εξιστορήσει, έχει ανοιχτή πληγή στο συναισθηματικό του κόσμο που θα βαστήξει όσο και η ζωή του, έχει μια συμπυκνωμένη εμπειρία που ζητάει να εκφραστεί, θέλει έναν τόπο αφήγησης. Αν ένα παιδί έχει κάποια μορφή αναπηρίας, κρύβει μέσα του ένα στομωμένο χείμαρρο παραπόνων και πολύ ξεχωριστών αναζητήσεων. Αν ένα παιδί συναντάει πολλαπλά προβλήματα στην οικογένειά του, επιθυμεί σφόδρα να εξιστορήσει για να μη περικλειστεί στα σκοτεινά τείχη της εσωστρέφειας, επιζητεί τη φιλία από κάποια παιδιά ή την έμπρακτη αγάπη και το παιδαγωγικό πλησίασμα από τον εκπαιδευτικό για μια ζωτική του ανάγκη, για μια προτεραιότητα ζωής, για την ίδια την πορεία της ζωής του. Αν ένα παιδί έχει υπεραναπτυγμένο φαντασιακό κόσμο, θέλει κάποιον να πει τις ατέλειωτες νοητικές περιπλανήσεις του, για να τις «δοκιμάσει» με τον λόγο του άλλου. Αν ένας μαθητές έχει άφθονες φιλοδοξίες και ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο πεδίο ερωτημάτων και αποριών, υποθέσεων και στοχασμών, αξιολογεί ως πρώτιστο καθήκον του δασκάλου του να ενισχύσει αυτό το εκρηκτικό πεδίο του και να συνευρεθούν έστω κατ’ ολίγον σε κοινούς τόπους, για να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των προβληματισμών του.
Όσες φορές έχω θέσει ερωτήματα επί των μεγάλων αποριών του ανθρώπινου πνεύματος στις «γειτονιές του πίνακα», έχω μείνει έκπληκτος από τον πλούτο των απόψεων και των θεωρήσεων. «Τι θεωρείτε ότι είναι ο χρόνος, χωρίς να κάνετε αναφορά σε έννοιες χρονικές»; «Τι είναι για εσάς η ζωή»; «Ποια είναι τα όρια της ύπαρξης και της ανυπαρξίας»; «Ποιες είναι οι μεταφυσικές σας ανησυχίες»; Έχεις μια μοναδική συγκομιδή, που πουθενά αλλού δεν μπορεί να βρεις. Θέλουμε να παραλείπουμε πεισματικά και επίμονα το φαντασιακό κόσμο των νέων, τις ανησυχίες τους και τους προβληματισμούς τους. Και αυτό συνιστά μέγα παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό σφάλμα!
Διαπιστώνω ότι η παραδοσιακή εικόνα που έχω για τους μαθητές / τις μαθήτριές μου, η στηριζόμενη στη γνωσιακή περιοχή των μαθημάτων της διδασκαλίας μου, είναι φοβερά ελλειμματική, είναι εικόνα κίβδηλη που δεν στηρίζεται στον πραγματικό κόσμο των παιδιών και των νέων. Και αν συμβαίνει αυτό, τότε πώς μπορεί να διδάξεις; Πώς μπορείς να αγκιστρωθείς στη σκέψη των εκπαιδευόμενων, όταν δεν ξέρεις τη δική τους πραγματικότητα. Για να αμβλύνω μερικώς το όλο πρόβλημα ζητάω από τους μαθητές / μαθήτριες να μου δίνουν να διαβάζω κάποια από την έκθεσή τους, για να μπορώ να έχω το «όλον» της σκέψης τους, την αιχμή της δημιουργικής και της κριτικής σκέψης τους. Παρόλα αυτά η εν λόγω κίνηση είναι ελλιπής.
Η καλύτερη επιλογή είναι να βρεις αιτία και αφορμή για να έχεις αφηγήσεις τους. Εδώ θα γευθείς πραγματικούς θησαυρούς, θα γνωρίσεις τους ουσιαστικούς τόπους των εκπαιδευομένων σου για να μπορείς να ξεδιπλώσεις τη διδακτική στου τέχνη, αλλιώς κινείσαι σε ένα φτιασιδωμένο σκηνικό στο οποίο ο παιδόκοσμος και ο εφηβόκοσμος απλώς εφάπτονται κατ’ ανάγκην, γιατί δεν λαμβάνεται υπόψη το δικό τους «πνεύμα», το «πνεύμα» το οποίο θέλουμε να εκπαιδεύσουμε!