Και ακόμα, υπάρχουν παλιοί και νέοι στο σχολείο μιας συγκεκριμένης εποχής;

Πάντα υπήρχε ένα σημαντικό ζήτημα στη συγκρότηση των σύγχρονων κοινωνιών, αν ο καταμερισμός εργασίας και οι επαγγελματικοί κλάδοι δημιουργούν ιδιαίτερες ταυτότητες, αν δηλαδή ένας επάγγελμα χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο χαρακτηριστικών στοιχείων, που τον διαφοροποιούν από τα άλλα επαγγέλματα και του προσδίδουν μια ιδιαιτερότητα – μια έννοια ταυτότητας.
Αν θέλαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα γενικά και απόλυτα, η απάντηση θα ήταν αρνητική και αν πάμε και πιο πέρα τη συζήτηση για να δώσουμε και μια αξιολογική θεώρηση, θα λέγαμε ότι αυτό είναι θετικό στοιχείο. Θα ήταν αρνητική κάθε εξέλιξη που θα οδηγούσε στην απόλυτη κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση την επαγγελματική τους ενασχόληση. Γιατί τότε σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε υποχώρηση της «ανθρώπινης κατάστασης» και της ιδιότητας του πολίτη – που είναι και τα βασικά στοιχεία διαμόρφωσης των κοινωνιών.
Από την άλλη πλευρά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δευτερεύοντα και επιμέρους στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε επαγγελματικό κλάδο – χωρίς ωστόσο να διαμορφώνονται κλαδικά ορατά σύνορα στον εργασιακό χώρο. Και αν προχωρήσουμε την ανάλυσή μας, θα πρέπει να τονιστεί ότι η διαμόρφωση της ταυτότητας ενός επαγγέλματος προκύπτει από πολλαπλά στοιχεία, τα οποία δεν είναι σε καμιά περίπτωση όλα ενιαία για το σύνολο των ανθρώπων που εξασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα.
Έτσι, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τους εκπαιδευτικούς σε παλιούς και νέους για μια συγκεκριμένη εποχή, και αυτό όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε χρονικά ή με κάποιο άλλο τρόπο την εν λόγω κατηγοριοποίησή τους αλλά και γιατί – όπως προείπαμε – η ταυτότητα κάθε εκπαιδευτικού έχει περισσότερο προσωπικά και ιδιαίτερα στοιχεία παρά γενικά και καθολικά. Προφανώς – για να μείνουμε στη διάκριση παλιών και νέων εκπαιδευτικών – υπάρχουν παράγοντες που προσδιορίζουν σε μικρό βαθμό την επιρροή των «εποχών» στη φυσιογνωμία και στη λειτουργία των εκπαιδευτικών. Αν πάρουμε μια ακραία εκδοχή και συγκρίνουμε έναν εκπαιδευτικό που έχει 30 χρόνια προϋπηρεσίας – διορίστηκε δηλαδή τη δεκαετία του 1980 – και έναν εκπαιδευτικό που διορίστηκε τα τελευταία χρόνια, θα διαπιστώσουμε επιμέρους διαφορές τους, χωρίς βέβαια και αυτές να έχουν απόλυτη ισχύ.
Μπορούμε να μιλήσουμε ότι έχουν διαφοροποιηθεί οι δεξιότητές τους, αν θέσουμε ως στοιχείο αξιολόγησή τους τη σχέση τους με τις νέες τεχνολογίες και με τον ψηφιακό κόσμο. Άλλη διαφορετικότητα μπορεί να θεωρηθεί το αν ο εκπαιδευτικός είναι ανοιχτός και ευεπίφορος σε αλλαγές και σε μετασχηματισμούς του τρόπου εργασίας του και της γενικότερης σχέσης του με το σχολείο ή είναι άκαμπτος και δογματικός, συντηρητικός και απόλυτος. Και εδώ είναι προφανές ότι ο νέος εκπαιδευτικός είναι πιο πιθανό να ανήκει στην πρώτη πλευρά της διάζευξης. Έχει σχετική αξία να αναφερθεί ότι η κοινωνική προέλευση των εκπαιδευτικών στους παλιότερους καιρούς ήταν από αγροτικές κατά το μάλλον ή ήττον οικογένειες, ενώ στη συνέχεια ήταν από μικροαστικές και μεσοαστικές.
Οι εκπαιδευτικοί ενοφθαλμίζουν προσωπικές παραστάσεις τους και από τη μαθητική ζωή τους με ανοιχτό το ενδεχόμενο είτε της κριτικής και δημιουργικής προσέγγισης των γεγονότων και των ερμηνειών τους είτε της στείρας αναπαραγωγής των. Θεωρώ ότι το ολοκληρωμένο «σχήμα» των εκπαιδευτικών δεν μπορεί να αρτιωθεί μονομερώς από τη λειτουργία της σχολικής αίθουσας. Η σχέση τους με τις συλλογικότητες του κλάδου των και με το εκπαιδευτικό κίνημα, η βαθιά ανθρωπιστική τους παιδεία και η δημοκρατική τους κουλτούρα, το πολιτισμικό κεφάλαιό τους και η ανάπτυξη μορφωτικών και καλλιτεχνικών πρωτοβουλιών προκρίνουν μια «ταυτότητα στοχαστή και διανοούμενου» και τους απομακρύνουν από τον πανίσχυρο εθισμό της τυποποιημένης λειτουργίας των και της στείρας υπαλληλοποίησής των. Σε κάθε περίπτωση, τους εκπαιδευτικούς προφανώς τους διατρέχουν διαφορές και αντιφάσεις, αδυναμίες και αντιθέσεις ως ανθρώπων και ως πολιτών, οι οποίες δεν αίρονται και δεν ενοποιούνται από την ιδιότητά τους ως εκπαιδευτικών.
Ο χαρακτήρας του εκπαιδευτικού και το αξιακό φορτίο του, η κοσμοθεωρία του και η φιλοσοφική του προσέγγιση, η άποψή του για τη ζωή και οι ιδεολογικές και οι πολιτικές του επιλογές, η σχέση του με τη γνώση και με το βιβλίο και η κοινωνικότητά του, ο τρόπος σκέψης και η καθημερινή γενική πέραν του σχολείου εικόνα του είναι κάποια από τα στοιχεία που επηρεάζουν την εν τοις πράγμασι συγκρότηση της ταυτότητάς του. Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι στη διαμόρφωση της όποιας ταυτότητας του εκπαιδευτικού υπεισέρχονται πολλοί συντελεστές και αυτό – κατά τη γνώμη μου – είναι θετικό στοιχείο, γιατί δείχνει την πολυπλοκότητα του επαγγέλματος αλλά και την ισχυρή αντίστασή του σε κάθε είδους κομφορμισμό και προπάντων στη μη αλλοίωση των ξεχωριστών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, που κάνουν κάθε εκπαιδευτικό – κυρίως ως συνολική προσωπικότητα και όχι ως «επαγγελματική φιγούρα» – απόλυτα μοναδικό!
Απ’ εδώ ξεκινά και ένα σημαντικό πεδίο ευθύνης του εκπαιδευτικού. Πέραν των βασικών επαγγελματικών στοιχείων, που είναι απόλυτα αναγκαία για τη λειτουργία του (άρτια πανεπιστημιακή και επιστημονική συγκρότηση, ισχυρή παιδαγωγική κατάρτιση και διδακτική επάρκεια) θα πρέπει να δομήσει τη δική του ταυτότητα, η οποία θα κατατείνει να αποτελεί και «παιδαγωγικό παράδειγμα» των όσων διδάσκει μέσα στην τάξη και στο σχολείο γενικότερα. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να μιλάει για την ομορφιά του διαλόγου και να μην τον τηρεί και να μην τον προάγει κάθε στιγμή ή να διδάσκει την αυταξία του σεβασμού και να μην είναι ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα καλλιέργειάς της. Προφανώς δεν μπορούμε να μιλάμε για «εκπαιδευτικό – πρότυπο», όχι μόνο γιατί δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά και γιατί οι ανθρώπινες αδυναμίες και τα λάθη είναι οργανικά στοιχεία της ζωής και εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η όποια απόκρυψή τους αλλά η αναγνώρισή τους και η ορθολογική διαχείρισή τους.
Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ανεξάντλητο. Ο εκπαιδευτικός είναι υπό συνεχή διαμόρφωση. Επηρεάζει τους μαθητές του και τις μαθήτριές του μέχρι την τελευταία ημέρα της υπηρεσιακής του διαδρομής, αλλά ταυτόχρονα επηρεάζεται απ’ αυτούς / αυτές. Θεωρώ ότι ο εκπαιδευτικός για να συγκροτεί μια ισχυρή παιδαγωγική ταυτότητα θα πρέπει να κατακτήσει τέσσερα βασικά πεδία. Να έχει αναπτύξει μια ισχυρή προσωπικότητα και μια πλούσια μορφωτική κουλτούρα, ώστε να εμπνέει εμπιστοσύνη στους μαθητές του / μαθήτριές του.

 

Να είναι ταπεινός και ανοιχτός σε μετασχηματισμούς στη διάρκεια της καριέρας του, έτσι ώστε να εξελίσσεται διαρκώς – σημειώνοντας ότι ότι «η εξέλιξη του εκπαιδευτικού δε σημαίνει απλώς αλλαγή της συμπεριφοράς του αλλά και της προσωπικότητάς του» (A. Hargreaves & M. Fullan, H εξέλιξη των εκπαιδευτικών). Να έχει ερωτική σχέση με τη γνώση και την πνευματική καλλιέργεια – πέραν των ορίων της διδασκαλίας του και των γνωστικών αντικειμένων του. Και κυρίως, να αγαπά με πάθος το σχολείο και τους μαθητές του / τις μαθήτριές του. Είναι ουσιαστικά πεδία δημιουργίας μιας ακτινοβολούσας προσωπικότητας και μιας διαρκώς βελτιούμενης ταυτότητας. Αλλά αυτό δεν είναι και το όνειρο και η ομορφιά κάθε εκπαιδευτικού και κάθε ανθρώπου;
Συμπερασματικά και σε σχέση με το αρχικό μας ερώτημα: αν υπάρχει γενική ταυτότητα των εκπαιδευτικών ή προσωπική ταυτότητα του εκπαιδευτικού, εκτιμώ ότι συνυπάρχουν οι δύο ταυτότητες αλλά εκείνη που τελικά έχει τον κύριο και τον καθοριστικό λόγο είναι η προσωπική ταυτότητα. Και αυτό αποτελεί για κάθε εκπαιδευτικό μια μορφή ελευθερίας και δημιουργίας για την πνευματική του ολοκλήρωση και για την ως έναν βαθμό εννοημάτωση της ζωής του, αφού αυτή είναι ζυμωμένη σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση του με το σχολείο και με την παιδεία.