Το διαζύγιο, ως επώδυνη διαδικασία λύσης της έγγαμης ζωής, πιστοποιεί τη λήξη της ερωτικής και συντροφικής επιθυμίας ανάμεσα στους γονείς.
Παράλληλα, ως νομική πράξη άρσης της συμβίωσης, νομιμοποιεί την ασυμφωνία των χαρακτήρων και των διαφορετικών απόψεων του γονικού ζεύγους. Καλοήθης σκοπός να απελευθερώσει και να εκτονώσει την ατμόσφαιρα σύγκρουσης, έντασης, θυμού και ανταγωνισμών -συχνά αθέμιτων- μεταξύ του ζεύγους των γονέων που αποφασίζει -απρόσμενα και δυσνόητα για τα παιδιά- να μην είναι πλέον ζεύγος..
Παιδοψυχολογικά, επιθυμητός στόχος ενός αξιοπρεπούς διαζυγίου είναι να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο σχέσεων υγιές, χωρίς εμπάθεια και ενοχές για τα παιδιά. Φίλτρο των συμπεριφορών για την νέα πορεία (χωρίς πλέον την συνθήκη «όλοι μαζί») είναι η γονική ευθύνη που δηλώνει σταθερά ότι «το δυαδικό εμείς» παύει να ισχύει. (D. Cahn,1992)
Σε αυτό το επίμαχο χρονικό διάστημα (οπότε αλλάζουν κατακλυσμιαία συνήθειες, συμπεριφορές, ρόλοι και συναισθήματα) ελλοχεύει -ως φυσικό επόμενο- ο κίνδυνος το παιδί που θα διαβιεί με τον γονέα που έχει την επιμέλεια, να απομακρυνθεί ψυχολογικά και συναισθηματικά από τον γονέα που τυπικά αποχωρεί.
Παιδί και απομακρυσμένος γονέας υποβάλλονται σε ένα νέο ψυχοσυναισθηματικό κόσμο με κώδικες πλέον την απουσία και την απόσταση.
Αιφνίδια, στερούνται εμπειρίες οικειότητας, εγγύτητας, θαλπωρής, επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης, φροντίδας και δέσμευσης (McAdams, 1988, White et al., 1986, Sternberg, 1986)
Πρόκειται για βιώματα ανατροπής, αναπάντεχα για τον ψυχικό κόσμο του ανήλικου αφού ο καθημερινός γονέας μετατρέπεται σε απομακρυσμένο πρόσωπο-επισκέπτη!
Μέσα σε αυτήν την βίαιη σχάση των δυναμικών της εν διαστάσει οικογένειας – έχουν ερευνητικά εντοπιστεί, συμπεριφορές παρεμπόδισης ή και αποκλεισμού στην επαφή του απόντος γονέα με το παιδί του. Επίσης, μεταγενέστερα, παρατηρείται άρνηση και του ίδιου του παιδιού να συναντά ή και να συναλλάσσεται με τον απομακρυσμένο γονέα!
Πρόκειται για το φαινόμενο της γονικής αποξένωσης ή αλλοτρίωσης (Parental Alienation Syndrome (PAS) για το οποίο έχουν γίνει διαχρονικές, σοβαρές μελέτες και έρευνες. (R.A. GARDNER, M.D. (2001). Cresskill, New Jersey: Creative Therapeutics, Inc. (1992), Turkat D, (1995)
Συνοπτικά, είτε λόγω γονικής κακοποίησης (σωματικής, συναισθηματικής) είτε λόγω εγκατάλειψης ή αδιαφορίας εκ μέρους των γονέων είτε λόγω σκόπιμης αποξενωτικής συμπεριφοράς από τον επόπτη γονέα, (το πλέον σύνηθες) αναπτύσσεται και μεθοδεύεται συχνά, εις βάρος του παιδιού, μία συμπεριφορά αλλοτρίωσης των συναισθημάτων και της λειτουργικότητας του παιδιού προς τον απομακρυσμένο γονέα. (Daglas etc.)
Στόχος, η αλλοτρίωση της εικόνας και της γονικής υπόστασης του γονέα -επισκέπτη αλλά και η αποδυνάμωση της σχέσης του με το παιδί!
Στις σοβαρές περιπτώσεις του PAS παρατηρείται, χωρίς αντικειμενικούς λόγους, άρνηση επαφής με τον γονέα-επισκέπτη. Το παιδί έχει αλλοιώσει σταδιακά το κύρος του με βάση ανυπόστατες κατηγορίες, προθέσεις και πληροφορίες για εκείνον, εσωτερικεύοντας έτσι μια ψευδή, αρνητική εικόνα με την οποία φυσικά αρνείται να ταυτίζεται πλέον..
Σύμφωνα με τον διάσημο ερευνητή Daglas (1992) ο όρος Γονική Αποξένωση, επικεντρώνεται στη συμπεριφορά των γονέων ενώ, το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης, εστιάζει στην κατάσταση και συμπεριφορά του παιδιού και «οφείλεται συνήθως στην αδικαιολόγητη εκστρατεία δυσφήμισης του απόντα γονέα από τον γονέα-επιμελητή».
Ο ενεργός χειρισμός αποκλεισμού του απόντα γονέα, γίνεται άλλοτε συνειδητά και άλλοτε επιπόλαια από τον πρωταρχικό φροντιστή (γονέα που διαμένει με το παιδί) ή και από άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, τους ονομαζόμενους «σημαντικούς άλλους» (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά) που συνήθως, αποτελούν τα λεγόμενα «αντικείμενα προσκόλλησης» για τον παιδικό ψυχισμό. (Cooley 1972, Palmer et al., 1998, Τsaliki et al., 1998).)
Γονικοί ρόλοι και επίγνωση
Στην πλειοψηφία τους οι ειδικοί συμφωνούν ότι, για να εκτιμηθεί πόσο σοβαρή είναι η γονική αλλοτρίωση και τι προεκτάσεις έχει λάβει στον παιδικό ψυχισμό θα πρέπει να εστιάζουμε διαγνωστικά στις συμπεριφορές που παρατηρούνται στο παιδί και όχι στα γεγονότα χειραγώγησής του από τον υποκειμενικό γονέα, όσο αποδεδειγμένα κι αν είναι αυτά..
Όλοι οι γονείς οφείλουν να γνωρίζουν ότι η λήξη του γάμου αποτελεί βαθειά κρίση και ισχυρή ψυχολογική ταλάντωση για κάθε παιδί.
Επίσης, να έχουν κατανοήσει βαθειά ότι, η όποια απαγόρευση στο παιδί να ταυτιστεί και να συσχετιστεί με τον απομακρυσμένο γονέα, συνιστά, εν τέλει, μία κατάσταση πολύ πιο σοβαρή και επώδυνη για το παιδί από όσο το ίδιο το διαζύγιο!
Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια Χρύσα Μπλάγκα, στο βιβλίο της «Γι αυτούς που μένουν, Αθήνα 2018)» το διαζύγιο εγείρει ψυχικές διεργασίες που διέπουν το πένθος. Το παιδί βιώνει αναπάντεχα τον φυσικό αποχωρισμό των γονέων του και ταυτόχρονα την αλλαγή τόπου και χρόνου στην σχέση του με τον απομακρυσμένο γονέα.
Τα βήματα για τη διαχείριση της απώλειας ζωής ενός γονέα είναι- σε μεγάλο βαθμό- κοινά ή παράλληλα με τα στάδια του ψυχικού άλγους της απουσίας του γονέα που βιώνει το παιδί στις φάσεις εξέλιξης του διαζυγίου (Μπλάγκα, Χ. 2018)
Απαραίτητο είναι και οι δύο γονείς να γνωρίζουν ότι οι ψυχικές διεργασίες που επισυμβαίνουν στα παιδιά στην πορεία του αποχωρισμού εμπεριέχουν συναισθήματα αντιδραστικής κατάθλιψης.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι, ο παιδικός ψυχισμός -στην προσπάθειά του να πληγωθεί όσο το δυνατόν λιγότερο- να αποεπενδύει τα συναισθήματα που έτρεφε για τον απομακρυσμένο γονέα και να δομεί ένα είδος «συναισθηματικού τείχους» ως προς την εσωτερίκευσή του.
Στη φάση αυτή, τα παιδιά βιώνουν βαθύτατη σύγκρουση τύπου «επιθυμίας-αποφυγής» προκειμένου να μην νιώσουν τον βαθύτερο ψυχικό πόνο από την απουσία του γονέα που δεν είναι παρών.(Festinger L.,1982)
Από την εμπειρία στις συνεδρίες συμβουλευτικής παιδιών και εφήβων, γνωρίζουμε ότι οι φράσεις των παιδιών «και τι έγινε, δεν νιώθω κάτι ιδιαίτερο γι αυτόν-αυτήν, δεν έχω ποτέ σκεφτεί τι θα του/της έλεγα ή τι θα συζητούσαμε αν είμαστε μαζί, δεν σημαίνει κάτι για μένα η ανάμνησή του/της» κ.α. για τον απομακρυσμένο γονέα, αποτελούν σαφέστατα μια «ασπίδα παγώματος» έναν αμυντικό μηχανισμό, μια άρνηση ώστε να μη πληγωθούν ενδότερα από την απουσία.
Στα αρχικά χρονικά στάδια, οι φράσεις αυτές, δεν συνιστούν ουσιώδη στάση αδιαφορίας για τον απομακρυσμένο γονέα, σε καμιά περίπτωση.
Με την πάροδο όμως των χρόνων, η απόσταση αποξενωμένου γονέα-παιδιού, επιφέρει συναισθηματική αδράνεια, θυμό, αμφισβήτηση της αγάπης και της δοτικότητας και, εντυπώσεις αδιαφορίας ΚΑΙ στους δύο, ιδιαίτερα εάν υποδαυλίζεται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια.. Με αυτή την αλληλουχία συμπεριφορών, η σχέση επισκέπτη γονέα-παιδιού μετατρέπεται αργά και σιωπηλά, σε μια αλλοτριωμένη συναισθηματικά συναλλαγή με σκληρές ερμηνείες αφού εκατοντάδες «θέλω» «ίσως» και «γιατί», δεν συζητήθηκαν μεταξύ τους -ατυχώς – ποτέ!
Για όλους τους ανωτέρω λόγους η Françoise Dolto(1960, 1970) έκανε επανειλημμένες αναφορές στον παράγοντα ποιότητας των διαζυγίων. Διέκρινε τα διαζύγια, σε ποιοτικά και μη.
Στα ποιοτικά, διατηρείται ο γονικός ρόλος και καταργείται – σαφώς και μόνον- ο συντροφικός. Δηλαδή οι γονείς χωρίζουν σαν ζευγάρι παραμένουν όμως γονείς σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, κάτι για το οποίο διαβεβαιώνουν τα παιδιά τους!
Τα διαβεβαιώνουν πως, για κανένα λόγο, δεν θα πάψουν να είναι οι γονείς τους, όσες φορές κι αν παντρευτούν στο μέλλον, ακόμα κι αν γίνουν γονείς νέων παιδιών μέσα σε νέες οικογένειες (Dolto F. 1970)
Αυτή η διασφάλιση, πιστοποιεί στα παιδιά ότι θα συνεχίσουν να έχουν τους γονείς τους, ακόμα και μετά τον χωρισμό τους, και μάλιστα παρόντες και λειτουργικούς.
Συνεπώς, τα παιδιά σιγουρεύονται ότι τα «δεν σε θέλω πλέον» και τα «δεν σε αντέχω άλλο» που οι γονείς ανταλλάσσουν, αφορούν τα συναισθήματά τους ως πρώην ζευγάρι και όχι τα συναισθήματα που τρέφουν οι γονείς για εκείνα!
Πάντως, όση ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια και εάν επιδείξουν οι γονείς κατά τη λύση του γάμου τους, η παιδοψυχολογική θέση υποδεικνύει το εξής: το παιδί γίνεται συναισθηματικά ευάλωτο όχι τόσο εξαιτίας του χωρισμού τους όσο, κυρίως, εξαιτίας του «παράλληλου διαζυγίου» εκείνου που αναγκάζεται να «προσυπογράψει» και να ζήσει με τον γονέα που τυπικά αποχωρεί!
*Ο Σήφης Κουράκης είναι Ψυχολόγος, Νευροψυχολόγος Παίδων, Διδάκτωρ Νευροψυχολογίας Ιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης – ΑΠΕ