Έρχεται ο με ψηφιακή μορφή συντηρητικός Διοικητισμός
Του Νίκου Τσούλια, Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΚΙΝ.ΑΛ.
Μια σχετική έρευνα από το «Χαμόγελο του Παιδιού» αποκάλυψε, μεταξύ άλλων ότι: «α. Ένα στα τρία παιδιά, δηλαδή το 32,4%, σε όλη τη χώρα, σε σύνολο Γεωγραφικών Περιφερειών και Σχολικών Βαθμίδων, δηλώνουν πώς έχουν δεχτεί σχολικό εκφοβισμό. β. Ένα στα έξι παιδιά, σε όλη την Ελλάδα, σε σύνολο γεωγραφικών περιφερειών και σχολικών βαθμίδων, δηλώνουν ότι αισθάνονται πώς το σχολείο τους δεν τους μαθαίνει να μην εκφοβίζουν τους συμμαθητές τους».
Αν σε αυτά τα ποσοστά προστεθούν και εκείνα των μαθητών που προκαλούν το φαινόμενο, τι συμπέρασμα προκύπτει; Και το ακόμα πιο ανησυχητικό, η έκταση του φαινομένου αυξάνεται, παρά τα «μέτρα» του Υπουργείου!
Τίθεται ένα κρίσιμο στοιχείο. Είναι δυνατόν σε ένα φαινόμενο τέτοιας έκτασης εθνικής κλίμακας, η πολιτική του Υπουργείου να μένει στην παρατήρηση, στην καταγραφή και στην εκ των υστέρων όποια καταστολή; Θα γεμίσει η σχετική πλατφόρμα με αυτό το πλήθος των στοιχείων; Τι θα έχει απομείνει από το ρόλο και το περιεχόμενο του σχολείου; Τι ακριβώς έχουν σπουδάσει οι εκπαιδευτικοί και ποια είναι η κοινωνική αποστολή τους, που βλέπουν να αλλοιώνεται η παιδαγωγική τους κουλτούρα;
Θυμίζω ότι δόθηκαν μάχες για να φύγει ο χαρακτηρισμός της «σχολικής διαγωγής» από το Απολυτήριο. Τώρα επανέρχεται όχι μόνο ένας γενικός χαρακτηρισμός αλλά συγκεκριμένες παραβατικές πράξεις. Με αυτό τον τρόπο αίρεται οριστικά και κατ’ ουσία η δυνατότητα συγγνώμης και μεταμέλειας των μαθητών – κάτι που συνέβαινε μέχρι τώρα, αφού οποιαδήποτε γραφή στα πρακτικά του σχολείου ουσιαστικά έμενε στα «χαρτιά».
Παράλληλα, πλήττεται η υπόθεση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και μάλιστα σε ευαίσθητες και ευμετάβλητες ηλικίες της παιδικής ζωής και της εφηβείας. Πρόκειται για μείζον πολιτικό, ηθικό και παιδαγωγικό πρόβλημα. Η εμπειρία του μοντέλου διακυβέρνησης της Ν.Δ. όσον αφορά το κράτος δικαίου κλπ, που έχει ήδη στηλιτευτεί από το Ευρωκοινοβούλιο και από το Συμβούλιο της Ευρώπης, με τις απανωτές υποκλοπές και με την πρόσφατη προκλητική υπόθεση της κ. Ασημακοπούλου, δεν αφήνει περιθώρια ότι αυτά τα στοιχεία δεν θα είναι μια μόνιμη σκιά, που θα ακολουθεί τους μαθητές.
Υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Πώς θα οριοθετείται και θα τεκμηριώνεται η σχολική βία, είναι εύκολο; Πώς θα τεκμηριώνεται το περιεχόμενο των καταγγελιών; Πώς θα συμπεριφέρονται οι γονείς, όταν δεν θα συμφωνούν με τον άλφα ή τον βήτα χαρακτηρισμό; Η σχετική ομάδα των εκπαιδευτικών πώς θα αντιμετωπίσει τις όποιες ενστάσεις προκληθούν από μαθητές και γονείς;
Τι θα γίνεται – ιδιαίτερα στο μικρά σχολεία – όσον αφορά τις προσωπικές / παιδαγωγικές σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων; Ποια μέτρα Συμβουλευτικής έχουν δοθεί για να αντιμετωπιστεί, ως έναν βαθμό, η παραβατικότητα προληπτικά; Μετά από τις απανωτές διοικητικές παρεμβάσεις της κ. Κεραμέως και του κ. Πιερρακάκη «μεταρρυθμιστικού περιεχομένου», γιατί χειροτερεύει η κατάσταση στα σχολεία;
Και, κυρίως, ποια είναι η νέα παιδαγωγική αντίληψη με την οποία πρέπει να ενισχυθεί το σχολείο; Έχει ζητήσει το Υπουργείο από τα Παιδαγωγικά Τμήματα και από τις «Καθηγητικές Σχολές» να στηρίξουν αυτή την κρίσιμη προσπάθεια; Ποιος είναι ο ρόλος των εποπτευόμενων φορέων του Υπουργείου και των τόσων και τόσων συμβούλων – έχουν διαμορφώσει κάποια παιδαγωγική ατζέντα; Υπάρχουν προγράμματα αντισταθμιστικής εκπαίδευσης; Υπάρχει γενικότερη πολιτική για την άμβλυνση των ανισοτήτων;
Συμπερασματικά, η «κοινωνικοποίηση» μαθητών και μαθητριών στις νέες ψηφιακές εποχές θα γίνει πρώτα και κύρια με περιεχόμενο την παραβατικότητα τους;
Τα ερωτήματα είναι ατέλειωτα. Δεν έχουν καν απασχολήσει το Υπουργείο, γιατί έπρεπε ήδη να έχουν απαντηθεί πριν τη σχετική νομοθεσία. Ρητορικές, λοιπόν, οι ερωτήσεις. Τι νόημα έχουν σε μια ακραιφνή νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που θεωρεί ότι η «αγορά» λύνει από μόνη της προβλήματα όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας, και η κυβέρνηση απλώς βοηθά την «αγορά»;
Η αντιμετώπιση του όλου προβλήματος είναι δύσκολη, γιατί έχει κυρίως εξωσχολικές ρίζες. Το σχολείο μπορεί να αμβλύνει το όλο πρόβλημα. Η πρότασή μου; Να δούμε το βασικό πεδίο δράσης του σχολείου δηλαδή την ενίσχυση της Παιδαγωγικής και του Πολιτισμού – με δράση a priori και όχι a posteriori.
Και αυτό σημαίνει ολόπλευρη στήριξη των εκπαιδευτικών, στήριξη στο βασικό τους ρόλο και όχι σε ρόλο καταγραφέων και καταστολέων. Αλλά, αντί ο Υπουργός να αγκαλιάσει τους εκπαιδευτικούς για την αντιμετώπιση ενός κρίσιμου εκπαιδευτικού και κοινωνικού προβλήματος, τους θέτει στην αντίπερα όχθη με μόνιμη αντιπαραθετική!
Το όλο ζήτημα έχει τεθεί λάθος από την κυβέρνηση. Απαιτείται πρώτον, γνώση του ζητήματος και δεύτερον, δημοκρατική μεταρρύθμιση στο περιεχόμενο του σχολείου. Δυστυχώς η ηγεσία του Υπουργείου εξακολουθεί να είναι εκτός εκπαιδευτικής πραγματικότητας δρώντας σε μια δική της επινοημένη και ισχυρά περιφραγμένη επικοινωνιακή πραγματικότητα και παράλληλα επιδίδεται σε αντιμεταρρυθμιστικές και βαθιά συντηρητικές επιλογές με ψηφιακό πασπάλισμα ως στοιχείο εκσυγχρονισμού…