Με τον πρόσφατο νόμο του Υπουργείου Παιδείας – στα ζητήματα της οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης – επιχειρείται για μια ακόμη φορά, με συγκεκριμένες διατάξεις, η εφαρμογή μιας ασφυκτικής εκδοχής διοικητισμού και γραφειοκρατισμού που εμβληματικά αποτυπώνεται στα μονοπρόσωπα όργανα τα οποία συνδέονται με μια μορφή πυραμιδοειδούς δομής με τα ιεραρχικά ανώτερα μονοπρόσωπα όργανα.
Των Κώστα Ανθόπουλου, Γιώργου Γεωργακόπουλου, Νίκου Τσούλια
Συγκροτούνται δομές και υπερδομές, προτείνονται πολλαπλοί/υπέρμετροι φορείς και θεσμοί και διαμορφώνεται ένας ολιγομελής μηχανισμός ο οποίος επικεντρώνεται σε ορισμένα πρόσωπα και αποδυναμώνει τις μορφές συλλογικότητας, ενώ σηματοδοτεί και τον περιορισμό της δυνατότητας εφαρμογής καινοτομιών μέσα από συλλογικές διαδικασίες και συνεργατικές προσπάθειες. Κυριαρχεί δηλαδή η παιδαγωγική ομοιομορφία, η οποία δεν αποσυνδέει το σχολείο από τις γραφειοκρατικές εξαρτήσεις αλλά αντίθετα υποτάσσει την καθημερινή του λειτουργία στην εκτέλεση άνωθεν διοικητικών εντολών.
Η αναδιάρθρωση της διοίκησης της εκπαίδευσης ως προϊόν της νέας αυτής θεσμικής πραγματικότητας αναπόφευκτα θα προκαλέσει αλυσιδωτές επιπτώσεις στην οργάνωση και διοίκηση του σχολείου με κίνδυνο το ίδιο το σχολείο να καταστεί ένα πολύπλοκο διοικητικό, ιεραρχικό και πυκνό από διαδικασίες ελέγχου σύστημα. Έτσι η διδασκαλία και η μάθηση αντί να είναι κυρίαρχοι θεσμοί και λειτουργίες θα μετασχηματιστούν σε δευτερεύοντα πεδία της εκπαιδευτικής διαδικασίας!
Κατά συνέπεια όλων των παραπάνω η εκπαίδευση αντί να έχει ως ψυχή της και ως πρώτιστο μέλημά της το σχολείο, τη μάθηση, τη διαπαιδαγώγηση, τον πολιτισμό, την τέχνη, την κοινωνικοποίηση των μαθητών, τον ρόλο του εκπαιδευτικού, τα νέα παιδαγωγικά ρεύματα, τις πολλαπλές προκλήσεις των εποχών μας υποτάσσεται στη “μηχανή” της Διοίκησης!
Ποια είναι τα καινοτόμα χαρακτηριστικά, η μεταρρυθμιστικότητα, το καινούριο σε αυτή την εκδοχή της διοίκησης της εκπαίδευσης;
Την ίδια ώρα που γίνεται επίκληση στην αναγκαιότητα ενίσχυσης της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και της «ενδυνάμωσης» του ρόλου και των εκπαιδευτικών νομοθετούνται μια σειρά από μέτρα, που κατοχυρώνουν υπερεξουσίες των διευθυντών σχολικών μονάδων και αφυδατώνουν τον ρόλο του συλλόγου διδασκόντων περιορίζοντας σημαντικά τις αρμοδιότητες του.
Ουσιαστικά δηλαδή νομοθετείται η υπερενίσχυση των εξουσιών του διευθυντή του σχολείου και η δυνατότητα του να σχεδιάζει τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου του σχολείου, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να προηγείται εσωτερική διαβούλευση με παιδαγωγικό περιεχόμενο.
Στην πραγματικότητα θεσμοθετείται η αποδυνάμωση της συλλογικότητας και η ακύρωση της εμβάθυνσης της δημοκρατικής λειτουργίας με κυρίαρχο στοιχείο του νομοθετήματος την μετατροπή του ρόλου του διευθυντή από συνεργατικό, εμψυχωτικό, διευκολυντικό, συντονιστικό παράγοντα αλλά και εγγυητή της δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου σε φορέα αναπαραγωγής σχέσεων εξουσίας. Η εξέλιξη αυτή αναπόδραστα θα οδηγήσει στην υπονόμευση της ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και της κουλτούρας συνεργασίας στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Πρόκειται για επιστροφή στο μακρινό παρελθόν! Η θεσμοθέτηση αυτή της νέας διοικητικής δομής με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, συμπερασματικά, δεν αποτελεί παρά μία ετεροχρονισμένη και ξεπερασμένη ιστορικά και εκπαιδευτικά επιστροφή στον νόμο 309/1976.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης το γεγονός ότι ξηλώνονται βασικά στοιχεία του Ν. 1566/1985, συστατικά στοιχεία διαχρονικού εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος όπως και ότι παρατηρείται η πλήρης ανατροπή της προσπάθειας θεσμικής αποσυγκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος που επιχειρήθηκε το 2002 επί υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου και αφορούσε τη θεσμοθέτηση Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπ/σης και τμημάτων Επιστημονικής Καθοδήγησης.
Πρόκειται για μια νεοσυντηρητική εκπαιδευτική πολιτική συρρίκνωσης του κοινωνικού και παιδαγωγικού ρόλου του σχολείου και μετασχηματισμού του εκπαιδευτικού ως φτωχού συγγενή, του εκπαιδευτικού που υπαλληλοποιείται πλήρως και απλώς εκτελεί εντολές και ελέγχεται για την υλοποίηση τους.
Είναι αναπόδραστη ανάγκη να υποστηρίξουμε το δημοκρατικό συμμετοχικό και συλλογικό μοντέλο διοίκησης και να αναδείξουμε παράλληλα την ανάγκη για μια Εθνική Σχολή Στελεχών Εκπαίδευσης. Να συνδυάσουμε δηλαδή την δημοκρατική και συλλογική διαδικασία με την τεχνοκρατική ικανότητα και την αξιοκρατική προσέγγιση. Είναι η ώρα να απαιτήσουμε και να πετύχουμε τη διαμόρφωση δομών παραγωγής και ανάδειξης στελεχών για την Εκπαίδευση με άξονα και όραμα τον ουσιαστικό και δημιουργικό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης.
Πρέπει να γίνει πραγματικότητα το όραμα, τα στελέχη της Εκπαίδευσης να γίνουν οι πρωτοπόροι της αξιοκρατίας και της διαφάνειας μέσα από διαδικασίες απόλυτα αντικειμενικές, ανοικτές, σύγχρονες που θα προκρίνουν τους ικανούς και όχι τους πρόθυμους. Τα στελέχη της εκπαίδευσης να είναι δηλαδή οι βραχίονες που θα υποστηρίξουν την υπόθεση του δημόσιου σχολείου με διοικητική επάρκεια, αίσθημα ευθύνης και πραγματική λογοδοσία.
Η ανάγκη για συμπόρευση με τα δεδομένα που η 4η Βιομηχανική επανάσταση δημιουργεί βαδίζει παράλληλα με την ανάδειξη των αξιών που θα υπηρετήσουν την ανάγκη για μια Παιδεία του Πολιτισμού και της Τέχνης, μια Παιδεία όπου η καινοτομία θα συμβαδίζει με την αισθητική. Αυτή η συναρμογή θα αποτελέσει και την ειδοποιό διαφορά στην προσπάθεια για το αύριο.
Είναι αναπόδραστη η ανάγκη για την οικοδόμηση ενός νέου συμβολαίου εμπιστοσύνης, μιας νέας μεγάλης προγραμματικής συμφωνίας με τον κόσμο της εκπαίδευσης( μαθητές και μαθήτριες, εκπαιδευτικούς, γονείς) όπου θα κυριαρχεί η αγάπη για τη γνώση, το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, η επιδίωξη της καινοτομίας, η υπεράσπιση του δικαιώματος όλων-χωρίς αποκλεισμούς- στο αγαθό της εκπαίδευσης, η διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης για το περιβάλλον ως πρόταγμα.