Η ιστοριογραφία εξακολουθεί να κινείται με τους παραδοσιακούς τρόπους γραφής, της τόνωσης του εθνικού φρονήματος – παρακάμπτοντας συχνά την ίδια την πραγματικότητα – και του μάλλον πολεμικού και άκρως πολιτικού πλαισίου, παραλείποντας τα κοινωνικά και τα πνευματικά δρώμενα.
Του Νίκου Τσούλια
Συχνά ερίζουμε για τον τρόπο παρουσίασης και ερμηνείας της ιστορίας. Αλλά ουδόλως αναρωτιόμαστε για το αν αποσιωπούμε βασικά στάδια της πορείας του ελληνισμού και ιδιαίτερα για φάσεις που έχουν σημαντικό μεταβατικό χαρακτήρα. Επίσης, η ιστοριογραφία εξακολουθεί να κινείται με τους παραδοσιακούς τρόπους γραφής, της τόνωσης του εθνικού φρονήματος – παρακάμπτοντας συχνά την ίδια την πραγματικότητα – και του μάλλον πολεμικού και άκρως πολιτικού πλαισίου, παραλείποντας τα κοινωνικά και τα πνευματικά δρώμενα.
Με αυτή τη μεθοδολογία, το σχολείο και η εκπαίδευσή μας πολύ λίγο ασχολούνται με το στάδιο που μεσολαβεί ανάμεσα στην πτώση του Βυζαντίου και στην Ελληνική Επανάσταση, στάδιο καθοριστικό για να μην κοπεί το νήμα του Ελληνισμού. Όμως μέσα στα πιο βαθιά σκοτάδια της σκλαβιάς και της ανελευθερίας άρχισε να σιγολάμπει αχνό το φως των Γραμμάτων, που θα ανάψει στη συνέχεια τις φλόγες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και αμέσως μετά το επαναστατικό κίνημα στη χώρα μας.
Στην περίοδο αυτών των δύο αιώνων έχουμε τον μετασχηματισμό της υπερεθνικής βυζαντινής αυτοκρατορίας σε τουρκική και τη διαμόρφωση λαών με βάση την εθνότητά τους, τη γλώσσα τους και τον πολιτισμό τους.
Μετά τον Γεώργιο Πλήθωνα – Γεμιστό (1360-1452), που είναι ο κατ’ εξοχήν «θεωρητικός του νέου ελληνισμού», έχουμε την δραστηριότητα πολλών στοχαστών: Μανουήλ και Ιωάννης Χρυσολωράς, Ιωάννης Βησσαρίων, Θεόδωρος Γαζής, Μιχαήλος Αποστόλης, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, Γεώργιος Ερμώνυμος, Ανδρόνικος Κάλλιστος, Γεώργιος Τραπεζούντιος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης. Βασικό μέλημά τους είναι η διατήρηση του ελληνικού πνεύματος και η εξεύρεση τρόπων για να επηρεάσουν τη Δύση για να στηρίξουν την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Πλεονάζουν οι εκπατρισμένοι στοχαστές. Και συντελούν «σε σημαντικότατο βαθμό στη δημιουργία, στην Ευρώπη, φιλελληνικού και φιλελεύθερου ρεύματος καθώς ειδικότερα και στη διατήρηση και το δυνάμωμα της εθνικής συνείδησης του ελληνικού λαού και της αγάπης του για την ελευθερία σε μια από τις πιο δύσκολες, τις πιο ζοφερές περιόδους της ιστορίας του». Ο πιο σημαντικός αρχικά είναι ο Iωάννης Βησσαρίων.
Από τα πρώτα χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου το γλωσσικό ζήτημα γίνεται κυρίαρχο πρόβλημα. Εδώ υιοθετήθηκε από την ηγεσία της Εκκλησίας η παραδοσιακή, βυζαντινή λύση και αγνοήθηκε η ζωντανή νεοελληνική γλώσσα, η γλώσσα του ελληνικού λαού. Κυριαρχούν οι οπισθοδρομικές θρησκευτικοπολιτικές αντιλήψεις. Ενδεικτικό είναι το γεγονός του Πατριάρχη Γ. Σχολάριου που αφόρισε τη φιλοσοφία του Γ. Πλήθωνα – Γεμιστού και έκαψε δημόσια στην πυρά το αυτόγραφο του σπουδαιότερου έργου, των «Νόμων». Η φιλοσοφία θεωρείται ως υπηρέτρια της θεολογίας.
Θα υπάρξει όμως νέο κύμα προόδου. Πρωτοστατεί ο Ν. Σοφιανός (Κέρκυρα 1500-1552). «Οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των δυνάμεων αυτών (πρώτοι πυρήνες της αστικής τάξης, αντιφεουδαρχικά αγροτικά στρώματα, προοδευτική μερίδα του κλήρου και προοδευτική διανόηση, ιδιαίτερα της διασποράς) ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη μόρφωση του λαού και την απαλλαγή του από το σκοτάδι της αμάθειας και της άγνοιας» (Θ. Παπαδόπουλος, Η νεοελληνική φιλοσοφία από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα).
Οι βασικοί στόχοι του αναγεννητικού, μορφωτικού κινήματος ήταν η «πνευματική αναγέννηση του ελληνικού λαού και αφύπνιση, συνάμα και η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησής του, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων, αντικειμενικών και υποκειμενικών, για την αποτίναξη του ζυγού της σκλαβιάς του και την απόκτηση της ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας του, για τη δημιουργία, πιο συγκεκριμένα, ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αντάξιου της Ελλάδας στην πρόοδο και τον πολιτισμό» (ο.π.).