Ναι μεν το σχολείο μαθαίνει τους νέους και τις νέες με γράμματα, με πολλά γράμματα, αλλά δεν τους μαθαίνει να σκέφτονται με την ένταση, που απαιτούν οι σημερινές πολυσύνθετες εποχές. Φορτώνουμε τα παιδιά με γνώσεις και πληροφορίες, αλλά δεν τους καλλιεργούμε την κριτική σκέψη. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι «τελικές εξετάσεις» της γενικής παιδείας – που αφορούν το σύστημα πρόσβασης των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – εδραιώνονται πρωτίστως στην απομνημόνευση και όχι στην αξιολόγηση ευρύτερων πνευματικών δεξιοτήτων.

Του Νίκου Τσούλια

Το σχολικό μας εποικοδόμημα έχει μια υπετροφική ανάπτυξη στο θεωρητικό τομέα. Η λογική της χρήσιμης γνώσης και της πνευματικής καλλιέργειας θεωρούνται περιττές υποθέσεις. Έχουμε καταφέρει να κινούμαστε ανάμεσα στην πρακτική γνώση και στη μορφωτική / πολιτισμική δυναμική μέσα από τον τομέα των θεωρητικών γνώσεων που συνήθως δεν οδηγούν και σε ένα κοινωνικό και παραγωγικό αποτέλεσμα. Πρόκειται για μια σταθερή «αξία» της ελληνικής εκπαίδευσης από τις απαρχές της δημιουργίας του ελληνικού έθνους.

 

Η αξία της χειρωνακτικής εργασίας είναι φοβερά υποτιμημένη. Η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση θεωρείται παρακατιανή και είναι περίπου δακτυλοδεικτούμενη για τη φοίτηση των παιδιών μας. Θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο να τελειώνουν το γενικό λύκειο τα παιδιά μας έστω και αν βγαίνουν λειτουργικώς αναλφάβητα, παρά να ασχοληθούν με κάποια τεχνική επαγγελματική εργασία.

 

Το σχολείο γίνεται όλο και πιο «ανοικτό» στα εξω – εκπαιδευτικά ρεύματα που το διατρέχουν, δεν προφυλάσσεται από τους «κοινωνικούς ανέμους», δέχεται όλο και πιο έντονα τις εξωτερικές πολιτισμικές μεταβολές, γίνεται όλο και πιο ευεπίφορο στα μηνύματα που το περιτριγυρίζουν. Οι Μ. Κασσωτάκης και Γ. Φλουρής (Μάθηση και διδασκαλία) δίνουν έμφαση σε αυτή την επίδραση: «Το κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα μοντέλα συμπεριφοράς που προσελκύουν την προσοχή του, όχι μόνο λόγω της συχνότητας εμφάνισής τους, αλλά, κυρίως, εξαιτίας των αξιών που καλλιεργεί σ’ αυτό η κοινωνική ομάδα μέσα στην οποία ζει». Το όλο σκηνικό είναι σκηνικό αναταραχής και ευρέων μεταβολών.

 

Ο J. Delors,  (Education: the necessary Utopia, in: UNESCO, Learning: the treasure within) θα αναλύσει όλες τις επιμέρους αντιπαραθέσεις και θα σημειώσει ότι οι συγκρούσεις που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι: «α. ανάμεσα στο παγκόσμιο και στο τοπικό επίπεδο, β. ανάμεσα στο παγκόσμιο και στο προσωπικό, γ. ανάμεσα στην παράδοση και στο νεωτερισμό, δ. στο μακροπρόθεσμο και στο βραχυπρόθεσμο, ε. στον ανταγωνισμό και στην ισότητα των ευκαιριών, στ. στην εκπληκτική διεύρυνση της γνώσης και στην ικανότητα του ανθρώπου να αφομοιώνει τη γνώση, ζ. στο πνεύμα και στην ύλη».

 

Αυτά είναι τα σημεία που πρέπει να εστιάσουμε το κοινωνικό μας ενδιαφέρον, αυτά είναι τα σημεία που δημιουργούν το μέλλον της πραγματικής εκπαίδευσης και όχι τα ίδια και τα ίδια που συζητάμε στη χώρα μας. Οι προκλήσεις είναι πολλαπλές και γι’ αυτό απαιτείται σχέδιο και ιδεολογική βάση για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής.

 

Πιστεύω ότι το όλο σκηνικό είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε το ρόλο του σχολείου, την αποστολή της εκπαίδευσης, τους βασικούς στόχους του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Να βάλουμε τέλος στις συζητήσεις γύρω από τα επιμέρους και τα δευτερεύοντα. Να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας και τους μαθητές μας. Η λατρεία του χρήματος, το αξιακό πρότυπο του «έχειν», η διαρκής επένδυση στα υλικά και κυρίως στα καταναλωτικά αγαθά οδήγησαν την κοινωνία μας στη σημερινή κατάσταση.

 

Και θεωρώ ότι, αν συζητήσουμε τα βασικά σημεία συγκρότησης της κοινωνίας μας, θα βρούμε το τι πρέπει να κάνουμε. Σε μια τέτοια συζήτηση η θεώρηση για το «τι σχολείο θέλουμε» θα είναι, εκ των πραγμάτων, πρωτεύουσας σημασίας.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025