Του Νίκου Τσούλια
Αναφέρομαι στη δασκάλα, γιατί εκτιμώ ότι μάλλον αυτή (και όχι ο δάσκαλος) διδάσκει και διαπαιδαγωγεί τα παιδιά του Δημοτικού των μικρών ηλικιών και πιο ειδικά τα «πρωτάκια». Τούτου δοθέντος, έστω εξ ορισμού για να παραμείνει ο τίτλος του άρθρου, εκτιμώ πως αυτή η «συνάντηση» του παιδιού με το σχολείο (και πιο συγκεκριμένα με τη δασκάλα) είναι ένα διαρκές γεγονός που επικαθορίζει σημαντικά την εκπαιδευτική αλλά και την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου
Εδώ συγκροτούνται οι βάσεις των μορφωτικών διαδρομών και των κοινωνικών μετασχηματισμών του ατόμου και η σημασία τους είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί υπερέχει συγκριτικά σε παιδαγωγική και επιστημονική αξία σε σχέση με όλες τις άλλες «στιγμές» της σύνολης σχολικής (δημοτικής, γυμνασιακής, λυκειακής) πορείας. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η δασκάλα έχει μια μοναδικότητα προνομιακή αλλά και μια μοναδικότητα μεγίστης ευθύνης. Και εξηγώ εξ αρχής γιατί θαυμάζω το ρόλο της και το «πρόσωπό της».
Η επιμέρους αποκοπή των ισχυρών δεσμών του παιδιού από τους γονείς του είναι ένα γεγονός οδυνηρής δοκιμασίας. Το περιβάλλον της άμετρης αγάπης διαρρηγνύεται, δεν θα είναι το πρόσωπο της μοναδικής και άμετρης φροντίδας, θα είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα! Η πρώτη μικρή περιήγηση στη ζωή του θα συνοδευτεί με ευθύνες, με αλλαγές στις προτεραιότητές του.
Είναι η πρώτη φορά που δε θα γίνεται το «δικό του», αλλά θα κάνει αυτό που θα του λένε και θα το υποχρεώνουν. Γκρεμίζεται το προσωποκεντρικό του σύμπαν – που με τόση προσοχή έχει διαμορφώσει – και θα βιώνει ένα πολυ – σύμπαν (multiverse), στο οποίο πρωταγωνιστές θα είναι και άλλοι. Και το πρόσωπο στο οποίο θα αγκιστρωθεί θα είναι η δασκάλα, θα πάρει τη θέση της μαμάς του, θα τη συγκρίνει με τη μαμά, το πιο πιθανό να την αγαπήσει και ίσως και να την ερωτευτεί με το δικό του ξεχωριστό τρόπο…
Με αυτή η βαθιά σωματική και πνευματική μετάλλαξη του παιδιού, πολλών παιδιών, «προ οφθαλμών» βρίσκεται η δασκάλα. Μόνο μια φοβερή αγάπη για τα παιδιά, μια αγάπη απαράλλαχτη σαν εκείνη που τρέφει για τα δικά της παιδιά (πόσο δύσκολο και αν είναι αυτό), αν έχει – αλλιώς θα πρέπει να την επινοήσει -, μπορεί να διαμορφώσει το υπόστρωμα της υποδοχής του παιδιού στο νέο κόσμο του σχολείου.
Αυτό το προτέρημα της αγάπης, που είναι πηγή ζωής για τα παιδιά αλλά και για την ίδια τη δασκάλα, θα απλωθεί σε όλες τις επάλληλες επιστρώσεις της καθημερινής κοπιώδους μα και χαρούμενης εργασίας της: στην υπομονή, στο χαμόγελο του προσώπου και της ψυχής, στη μεταδοτικότητα, στην έμπνευση για τη φιλαναγνωσία, στη διαρκή ενθάρρυνση, στην κατανόηση της ιδιορρυθμίας του παιδιού, στην αναπλήρωση της μητρικής στοργής, θα ανιχνεύσει τα πλούσια κοιτάσματα του θησαυρού που κρύβει κάθε παιδί μέσα του – «τα παιδιά επιθυμούν διακαώς να ανακαλύψουν τι κρύβεται τόσο εντός όσο και εκτός των δυνάμεών τους» (Lipman M., Η σκέψη στην εκπαίδευση) -, για να τα φέρει στην επιφάνεια και να δώσει τη δυνατότητα να ξαναφτερουγίσει η πρωτογενής απορία και η ατέλειωτη μυθοπλασία του παιδιού με τη βοήθεια και της λογικής τώρα, να προχωρήσει η απομάγευση του κόσμου χωρίς να χάνει τη μαγεία του και να βρίσκει την ομορφιά σε κάθε σκίρτημα της ζωής, σε κάθε φανέρωμα της πραγματικότητας, ακόμα και της επινοημένης πραγματικότητας που συνεχώς γοητεύει την παιδική φαντασία.
Η δασκάλα δεν μαθαίνει απλά κάποια γράμματα, δεν την οριοθετεί η διδακτέα ύλη, δεν την ενδιαφέρει το «τι» αλλά το «πώς» και το «γιατί», αγκαλιάζει όλη η προσωπικότητα του παιδιού, όχι μόνο κάποιες πλευρές του. Και εδώ είναι η απόλυτη υπεροχή της έναντι των άλλων εκπαιδευτικών που θα την ακολουθήσουν (;), αν δεν χαθούν (χαθούμε) – το πιο πιθανό – μέσα στον στείρο διδακτισμό και στην επαγγελματική μετάδοση της γνώσης.
Ο θρίαμβος της δασκάλας δεν είναι κυρίως επί του γνωστικού πεδίου, κρίνεται στη δυνατότητά της να ενσταλάξει στο παιδί την αγάπη για το σχολείο, για το διάβασμα, για τα άλλα παιδιά και αυτό με μια «τεχνική» που δε θα απαξιώνει τον εγωιστικό κόσμο του παιδιού, αλλά θα τον κοινωνικοποιεί μετασχηματίζοντας το φόβο σε ελευθερία…
Αυτή θα προσπαθήσει να συμφιλιώσει το δύσβατο μονοπάτι της λογικής με τους ασύνορους τόπους του συναισθήματος, για να ανοίξει το παιδί το δικό του δρόμο, να κατανοήσει τη ζωή και τον κόσμο, αυτή θα το διαπαιδαγωγήσει στο σεβασμό του άλλου, στην αυτόβουλη πειθαρχία και στην επίμονη προσπάθεια για να απελευθερώσει το παιδί την πνευματικότητά του. Δεν μπορεί να κάνει μάθημα από την έδρα, όπως όλοι εμείς οι άλλοι, θα είναι δίπλα στο κάθε παιδί, μπορεί να καθίσει και στο διπλανό κάθισμα, μια γλυκιά εικόνα, ένας φοβερός συμβολισμός στο εικονοστάσι του παιδιού…