Ένας πραγματικά πολύ καθοριστικός παράγοντας για την όλη παρουσία και πρόοδο του παιδιού στο σχολείο, ο οποίος δυστυχώς -συχνά- μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, είναι η σωστή επικοινωνία γονέων και δασκάλων. Κι αυτό γιατί μέσα από αυτή την τακτική επαφή, ο γονιός μπορεί να έχει μία αμεσότερη εικόνα για την όλη πορεία του παιδιού του στο σχολείο, μαθαίνοντας και πράγματα που πιθανόν το ίδιο να έχει αμελήσει να του αναφέρει ενώ μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικά αλλά κι ο δάσκαλος αποκτά μία πληρέστερη εικόνα για το συγκεκριμένο μαθητή του.
Ας δούμε λοιπόν 4 βασικούς κανόνες που μπορούν να βοηθήσουν στο κτίσιμο μίας σωστής επικοινωνίας μεταξύ των δασκάλων και γονιών η οποία με τη σειρά της και θα βοηθήσει στην ουσιαστική βελτίωση της παρουσίας του παιδιού στο σχολείο:
1. Εκ των πραγμάτων το πρώτο βήμα πρέπει να κάνει ο γονιός.
Ο δάσκαλος έχει να έρθει σ’ επαφή με τους γονείς δεκάδων παιδιών κι έτσι η πρωτοβουλία, εκ των πραγμάτων, βρίσκεται στο πεδίο του γονιού. Αυτός θ’αναζητήσει τον κατάλληλο χρόνο για την επικοινωνία και στο χέρι του, κυρίως, είναι αυτή η επικοινωνία να γίνει τακτική.
Από την άλλη βέβαια και ο δάσκαλος, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν κάποια ζητήματα για τα οποία πρέπει να βρίσκεται σε τακτική επικοινωνία με τους γονείς κάποιου παιδιού, πρέπει να επιδιώκει αυτή η επαφή να είναι συχνότερη – πέραν των καθιερωμένων δηλαδή “ενημερώσεων”.
2. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ο γονιός να μην είναι προκατειλημένος απέναντι στο δάσκαλο και ν’ ακούει με προσοχή και δεκτικότητα τις παρατηρήσεις που εκείνος πιθανόν να κάνει για το παιδί του.
Κι αυτό γιατί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην επικοινωνία γονέα και δασκάλου είναι, τις περισσότερες φορές, η τήρηση από τον πρώτο μίας αμυντικής στάσης σε οποιαδήποτε παρατήρηση κάνει ο δεύτερος για θέματα που αφορούν το παιδί.
Η ύπαρξη λοιπόν μίας καταρχήν θετικής διάθεσης από την πλευρά του γονέα ν’ ακούσει και να συζητήσει τις παρατηρήσεις του δασκάλου είναι το πρώτο σημαντικό βήμα για το κτίσιμο μίας σωστής επικοινωνίας που θα ωφελήσει σε βάθος χρόνου τα μέγιστα, στην πρόοδο του παιδιού στο σχολείο.
3. Ο γονέας πρέπει ν’ αποφεύγει να κατακρίνει το δάσκαλο μπροστά στο παιδί του – ακόμη κι όταν έχει σημαντικές ενστάσεις για κάποια πράγματα.
O σεβασμός απέναντι στο πρόσωπο του δασκάλου και το λειτούργημά του και η μετάδοση του σεβασμού αυτού και στο παιδί είναι πολύ σημαντική παράμετρος για να δημιουργηθεί μία θετική ατμόσφαιρα στην όλη σχέση γονέα – δασκάλου – παιδιού.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπάρχουν ενστάσεις για συγκεκριμένα πράγματα από την πλευρά του γονέα. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη του σεβασμού βοηθάει τα μέγιστα στη συζήτηση κι επίλυση των όποιων ζητημάτων ενώ η αντίθετη στάση μάλλον θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τα πράγματα βάζοντας και το παιδί σε μία διαδικασία που δεν πρόκειται τελικά να το βοηθήσει.
4. Ο δάσκαλος πρέπει ν’ ακούει με προσοχή και θετική προδιάθεση τα ζητήματα που του θέτει ο γονέας.
Ο δάσκαλος γνωρίζει για τον κάθε μαθητή του μόνο τα πράγματα που βλέπει στις ώρες που καθημερινά το παιδί βρίσκεται στο σχολείο. Δεν μπορεί ωστόσο να γνωρίζει κάποια άλλα πράγματα που μπορεί ωστόσο να είναι καθοριστικά για την παρουσία του παιδιού όπως τα προβλήματα που πιθανόν να έχει στο σπίτι ή άλλα ζητήματα που μόνο οι γονείς μπορούν να γνωρίζουν. Η επικοινωνία του λοιπόν με αυτούς του δίνει την ευκαιρία να αποκτήσει μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το παιδί και πιθανότατα να κατανοήσει ζητήματα που αφορούν τη συμπεριφορά του και τα οποία έβλεπε αλλά δεν μπορούσε να ερμηνεύσει.
Παράλληλα, ο δάσκαλος, πρέπει κι αυτός από την πλευρά του ν’ αντιμετωπίζει με θετική διάθεση τα θέματα που του θέτουν οι γονείς – χωρίς δηλαδή την προκατάληψη ότι οι όποιες παρατηρήσεις τους έχουν ως στόχο να θέσουν σε αμφισβήτηση ή ν’ απαξιώσουν τη δική του δουλειά. Ακόμη κι εάν σε κάποιες περιπτώσεις οι γονείς, από αγωνία για την πρόοδο του παιδιού τους, δείχνουν αγχωμένοι για ορισμένα ζητήματα, χρειάζεται από την πλευρά του δασκάλου υπομονή και διάλογος για να τεθούν αυτά στη σωστή τους βάση.