Της Ηρώ Δημητρίου Εκπαιδευτικός Π.Ε

Όχι, δεν ήθελαν και πολύ να κάνουν μωρό, αφού η σχέση τους αποτελείται από εντάσεις, φωνές, βρισιές, ξύλο. Το αθώο βρέφος, ως tabula rasa, περιμένει αμέριμνο κάποιον να το φροντίσει και να το αγαπήσει, χαράσσοντας στον εγκέφαλό του τον τρόπο να πορεύεται στη ζωή. Οι πρώτοι ήχοι που αντιλαμβάνεται αφότου γεννήθηκε, όμως, είναι φωνές θυμωμένες, με κατηγόρια, με μομφή. Σκληρό περιβάλλον για ένα μωρό. Βία και φωνές.. που γίνονται και τα δικά του εφόδια για επιβίωση, αναπόφευκτα, αφού αυτό διαδραματίζεται στο περιβάλλον του.

Πεινάει. Χρειάζεται τροφή και αγκαλιά. Χρειάζεται κάποιον του οποίου τη μυρωδιά γνωρίζει, για να το παρηγορεί, να το ηρεμεί, να το τρέφει. Να το καθησυχάζει πως κάτι μεγαλύτερο από εκείνον υπάρχει και το φροντίζει, διώχνοντας την αγωνία του πως πάει, χάνεται. Γιατί ένα μωρό, νιώθει απόγνωση κάθε φορά που δεν υπάρχεις κοντά του. Θέλει αγκαλιά και αγάπη.

Το παιδί έχει γεννηθεί χωρίς συναίσθηση του εαυτού του. Δεν νιώθει καν πως το κορμί του έχει αρχή και τέλος. Το κορμί αυτό, χρειάζεται χάδια για να οριοθετηθεί. Για να συλλάβει πως αποτελεί κι εκείνο μια ανθρώπινη ύπαρξη με υπόσταση και υλικό εκτόπισμα.

Μα αντί για χάδια, το δέρνουν. Το χτυπούν και το περιφρονούν. Χτυπούν και τη μητέρα του. Πόσο βάναυσο, ακραίο, άτιμο, να βλέπεις τη μητέρα σου να κλαίει.. Πόσο απροστάτευτος νιώθεις άραγε, όταν αυτή που σε προστατεύει από κάθε κακό, η «δυνατή» μαμά σου, στέκεται λίγο πιο κει από σένα, να κλαίει κουλουριασμένη, ταπεινωμένη και ματωμένη;

Άγχος. Πόνος. Θυμός.. Μα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πώς να εκδηλώσει τον θυμό τoυ; Εκείνο είναι αδύναμο και ο μπαμπάς δυνατός και άγριος. Κάθε αρνητικό συναίσθημα θάβεται, απωθείται. Απωθείται, γιατί κανένα παιδί δε γεννήθηκε κακό, πονηρό, χαιρέκακο. Το παιδί είναι ενοχικό. Για ό, τι κι αν συμβαίνει, κατηγορεί τον εαυτό του. Συνεχίζει να αγαπά ακόμη και έναν κακό γονιό, γιατί έτσι. Γιατί αυτόν έχει γονιό..

Χαράζεται όμως μέσα του, κάθε αρνητικό συναίσθημα, λαξεύοντας μια ψυχή σε σχήμα τρόμου, απέχθειας, βιαιότητας, μίσους. Σιγά σιγά δημιουργείται μια ύπαρξη, που έχει άθελά της μετατρέψει κάθε αίσθημα θυμού, αβοηθησίας, αδυναμίας, σε πράξεις καταστροφικές προς τον εαυτό και τους άλλους.

Έγκλημα.

Δολοφονίες.

Εθισμοί.

Ψυχικές διαταραχές.

Αυτοκτονία.

Σε ένα περιβάλλον που πληγώνει ακραία, δεν μπορείς να μάθεις την αγάπη. Είναι σαν να απαιτείς από τυφλό, να δει. Μα πώς να δει, αφού του λείπει μια βασική αισθητηριακή δεξιότητα; Κι εσύ πώς να αγαπήσεις αν σε έχουν καταντήσει συναισθηματικά ανάπηρο; Πώς να δείξεις αγάπη, όταν έχεις εισπράξει μόνο ξύλο; Αν δε σε έχουν αγαπήσει ποτέ; Πώς αποκτάς ενσυναίσθηση, όταν σώπαινες για να μη σε δείρουν; Όταν σε αντιμετώπιζαν σαν αντικείμενο; Όταν μεγάλωνες με χλευασμό και βρισιές, πώς να σου έχει μείνει ανθρωπιά; Πώς να έχεις κώδικα ηθικής, όταν έτρωγες μόνο ξύλο; Πώς να ξεχωρίζεις το σωστό και το λάθος, όταν σου φαίνεται λάθος που τρώγατε ξύλο εσύ και η μαμά, αλλά και σωστό, μιας και το έκανε “ο μπαμπάς μου”; Πώς να νιώσεις “άνθρωπος”, αν δεν έχει βρεθεί έστω και ένα άτομο να λειτουργήσει στη ζωή σου θεραπευτικά, δίνοντάς σου αγάπη στα κρίσιμα παιδικά σου χρόνια;

Τα παιδικά μας τραύματα είναι τα πιο βαθιά. Χαράζονται στο δέρμα μας με αμείλικτες χαρακιές. Ακόμη κι αν φαίνεται πως επουλώνονται, είναι πάντα εκεί. Και κάτω από το δέρμα, γίνονται ακόμη πιο βαθιές.

Συχνά, ματώνουν.

Κι αυτό το αίμα, κυλάει παντού, χωρίς διάκριση, δυστυχώς..

Χύνεται στα κεφάλια αθώων, όμως δείχνει πάντα τους ενόχους.

Που αν και συνήθως «νίπτουν τας χείρας τους», στην πραγματικότητα, είναι εκείνοι που δημιούργησαν ένα «τέρας». Ακόμα και άθελά τους. Επειδή κι εκείνοι ανατράφηκαν κάπως έτσι..

Γιατί κανένα βρέφος δε γεννήθηκε «τέρας».