Η ξαφνική φυγή κάποιων εφήβων ή και παιδιών στην προεφηβική ηλικία, από το σπίτι, σχετίζεται με την ευθραυστότητα στην εφηβεία και μπορεί να είναι ένα από τα συμπτώματα της εφηβικής…
κρίσης, εκτιμά ο Ανώτερος Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος Δρ Μιχάλης Παπαδόπουλος.
Τον καλέσαμε να σχολιάσει το φαινόμενο, με αφορμή την περίπτωση 12χρονου παιδιού που έφυγε την περασμένη Δευτέρα από το σπίτι του στο Καϊμακλί, μετά από συζήτηση με συγγενικό του πρόσωπο και βρέθηκε την επομένη, σε φιλικό γειτονικό σπίτι, όπου διανυκτέρευσε.
Η παιδαγωγική στρατηγική
«Κάθε περίπτωση παιδιού είναι διαφορετική», ανέφερε στη «Σ» ο Δρ Παπαδόπουλος «και εξαρτάται από την προσωπική ψυχοκοινωνική ιστορία του και το ψυχοκοινωνικό οικογενειακό πλαίσιο. Εκείνο που είναι σημαντικό, είναι να γνωρίζουν οι γονείς ότι μπαίνοντας στην εφηβεία το παιδί έπαψε να είναι μικρό παιδί, και έπαψε να έχει τις ίδιες ανάγκες, επιθυμίες και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που είχε όταν ήταν παιδί.
Πρέπει λοιπόν να αναπροσαρμόσουν την παιδαγωγική τους στρατηγική και την ψυχική τους διαθεσιμότητα, όταν το παιδί φτάνει στην εφηβεία. Να δείξουν τον απαραίτητο σεβασμό στις ανάγκες που έχει η προσωπικότητα του εφήβου.
-Φεύγοντας ένα παιδί από το σπίτι, εννοεί ότι θέλει να φύγει για πάντα;
-Όχι. Στις περισσότερες φορές είναι ένα μήνυμα. Θέλει να πει στους γονείς του ότι «εφόσον δεν επικοινωνούμε, εφόσον δεν μου δίνετε σημασία, φεύγω για να σας τιμωρήσω». Είναι παράλληλα και μια επιθετικότητα προς τους γονείς, προερχόμενη από μια δυσφορία μέσα στην οικογένεια.
-Ένα παιδί φεύγει και το βρίσκουμε. Πώς πρέπει να το αντιμετωπίσουμε;
-Θα πρέπει να μιλούμε μαζί του, να έχουμε ένα διάλογο, μια ενεργητική ακρόαση.
-Πόση πιθανότητα υπάρχει να ξαναφύγει ένα παιδί που έφυγε;
-Αν οι γονείς το αντιμετωπίσουν με θετικό τρόπο, καλώντας το να κουβεντιάσουν μαζί του, σίγουρα θα αποκατασταθεί η σχέση. Γιατί πρόκειται για μια ρήξη στη σχέση. Για την αποκατάστασή της, την παιδαγωγική ευθύνη έχουν οι ενήλικες.
-Μπορεί στο σπίτι να υπάρχει αγάπη, αλλά να μην υπάρχει επικοινωνία;
-Μπορεί να υπάρχει αγάπη του γονιού προς το παιδί, ως αντικείμενο και προέκταση του εαυτού του, οπότε αυτού του είδους η αγάπη δημιουργεί προβλήματα. Το παιδί πρέπει να αγαπιέται γι’ αυτό που είναι και να αντιμετωπίζεται με σεβασμό, ως αυτόνομη προσωπικότητα με δικό της ρυθμό, ανάγκες και επιθυμίες, ξεχωριστή από εμάς των γονέων.
Ψυχοσυγκρούσεις και πρότυπα ταύτισης
Σύμφωνα με τον Δρα Παπαδόπουλο, η «κρίση της εφηβείας» μπορεί να αρχίζει από τα 12, 13 ή τα 14 χρόνια του παιδιού και κυμαίνεται χρονικά, ανάλογα με την περίπτωση και το οικογενειακό πλαίσιο. «Είναι μια κρίσιμη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου», μας είπε, «γιατί, κατά τη διάρκειά της, ολόκληρο το οικοδόμημα της προσωπικότητας του παιδιού υφίσταται βαθιές και ραγδαίες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα – βιολογικό, σεξουαλικό, ψυχοσυναισθηματικό, κοινωνικό, νοητικό.
Επίσης, η εφηβεία είναι η περίοδος που το άτομο επιχειρεί να μεταμορφώσει και να ξαναφτιάξει την αυτο-εικόνα του, καθώς και το σύστημα των σχέσεών του με το περιβάλλον, μέχρι να καταφέρει να οργανώσει οριστικά την προσωπικότητά του.
Μερικά από τα ψυχοκοινωνικά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι η επαναβίωση συμπλεγμάτων και ψυχοσυγκρούσεων της παιδικής ηλικίας, δηλαδή ξανάρχονται στην επιφάνεια λυμένα ή άλυτα προβλήματα που βίωσε κατά την παιδική του ηλικία το παιδί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η έντονη ανάγκη για επιβεβαίωση του εαυτού του και η έντονη αναζήτηση νέων κοινωνικών προτύπων για ταύτιση, καθώς και νέων «αντικειμένων» αγάπης, για συναισθηματική παροχή και ασφάλεια».
Τρεις απώλειες, ένα κενό
Ο Δρ Παπαδόπουλος επεσήμανε ότι η εφηβική ηλικία είναι η ηλικία της απώλειας, σε ψυχικό επίπεδο: «Το παιδί βιώνει την απώλεια του παιδικού σώματος, την παιδική του ηλικία και τους γονείς του. Αυτές οι τρεις απώλειες κάνουν το παιδί να νιώθει ένα κενό, μια μοναξιά και μια ψυχική αδυναμία. Νιώθει ότι χάνει το παιδικό του σώμα και σε σύντομο διάστημα καλείται να κατοικήσει σε ένα αντρικό ή γυναικείο σώμα, κι αυτό δημιουργεί προβλήματα. Υπάρχει μια υπερχείλιση των σεξουαλικών δυνάμεων και μια διέγερση του επιθετικού ενστίκτου. Η σχέση με το σώμα είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής διαδικασίας της εφηβείας.
Ο έφηβος νιώθει αμφιθυμικά με το σώμα του, το αισθάνεται σαν ξένο, του προκαλεί άγχος και ανησυχία. Από τη μια νιώθει ντροπή και θυμό – βλέπουμε κορίτσια να περπατούν καμπούρικα, προσπαθώντας να κρύψουν το στήθος τους που αναδύεται, βλέπουμε αγόρια σε μια επισκόπηση και παρακολούθηση του σώματός τους. Είναι μια σχέση αγάπης και μίσους στο σώμα, μέσα από το οποίο υπάρχει μια συμβολική έκφραση της σεξουαλικής ταυτότητας. Εξ ου και η μεγάλη έμφαση στο ντύσιμο, το κούρεμα, το βάψιμο, τα τατουάζ. Όλα αυτά είναι μια προσπάθεια του εφήβου να μιλήσει με το σώμα του, να το δεχτεί και δηλώνουν μια δυσκολία εσωτερίκευσης των γρήγορων και βαθιών αλλαγών που του συμβαίνουν.
«Σκοτώνοντας» τους γονείς
«Μια άλλη σημαντική απώλεια, είναι η χαλάρωση των δεσμών με τους γονείς, αφού το παιδί, προσπαθώντας να κτίσει τη δική του προσωπικότητα, κλοτσά τις εξιδανικευμένες και παντοδύναμες γονικές μορφές, τις οποίες είχε ανάγκη για να του παρέχουν προστασία και ασφάλεια στην παιδική ηλικία. Αυτή είναι μια φυσιολογική και απαραίτητη διαδικασία, να «σκοτώσει» τον πατέρα και τη μητέρα του συμβολικά, για να γίνει ο εαυτός του.
Χάνει επίσης την παιδική ηλικία, με την ξεγνοιασιά και την ανεμελιά της. Αυτός ο αποχωρισμός προκαλεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, ένα αίσθημα χαμού και μια διεργασία πένθους, στους εφήβους. Γι’ αυτό και τους αρέσουν τα μαύρα ρούχα».