Στα αγαπημένα του κινητού μου 3 τηλέφωνα. Πάντα. Του παιδιού, (όσο χρονών κι αν είναι αυτό το παιδί), του μπαμπά και της κολλητής. Τρία νούμερα φορτωμένα με συναισθήματα, διαφορετικά, αλλά τα πιο αληθινά, τα πιο κοντινά, τα πιο οικεία. Αγάπη.
Γράφει η Ευαγγελία Αγαπητού
Στην πρώτη θέση όμως, πάντα και πάντοτε του «παιδιού» κι ας μιλάμε πια για ολόκληρο γομάρι.
Του παιδιού λοιπόν, μην χρειαστεί κάτι, μην θελήσει, μην ζητήσει, μην ρωτήσει, μην ξέχασε, μην δεν βρίσκει, μην με θέλει. Εκεί, φιγουράρει στο καντράν, πρώτο, μαζί με την αγαπημένη μου φωτό, και τη λέξη που θέλω εγώ κάθε φορά. Το όνομά του, το χαϊδευτικό που το φωνάζω από μικρό – αλλά μόνο για μένα. Πριβέ. Όχι να γίνουμε ρεζίλι παραέξω.
Περασμένο ίσως και με διαφορετικό ήχο ώστε αν χτυπήσει να ξέρω ότι είναι αυτό ακόμα κι αν δεν είμαι πάνω από το κινητό. Να μπορώ να αφήσω ό,τι κάνω στη μέση, για να τρέξω να βοηθήσω, να συμβουλέψω, να παρηγορήσω, να πω «μπράβο». Αλλά κυρίως ν’ ακούσω.
Έχει κάτι «ερωτικό» όλο αυτό το τηλεφωνικό αλισβερίσι με το παιδί και είναι και ναρκοπέδιο. Γιατί θέλει μέτρο, θέλει ζύγι. Όταν μιλάς με το – μεγάλο πια – παιδί σου στο τηλέφωνο, θέλει τέχνη. Θέλει καταρχήν να μάθεις να ακούς με κάτι τόσα αυτιά ανοιχτά, χωνιά και να σιωπάς παράλληλα. Να μάθεις να μιλάς λίγο και μετρημένα, σαν να μετράς τη ζάχαρη για να φτιάξεις γλυκό. Με μεζούρα, με ακρίβεια, με αγάπη, όπως όταν φτιάχνεις το γλυκό που είπαμε. Με καμία διάθεση κριτικής, τσαλακώνοντας αυτή την αυθόρμητη διάθεση που σου φράζει το λαιμό του να «πεις εσύ το δικό σου». Όχι, μην το πεις. Άστο. Το ξέρει. Ξέρει τι θα πεις. Τα ίδια και τα ίδια. Τα χεις πει, τα λες 20 χρόνια τώρα. Τώρα μην μιλάς, άκου.
Όσο θα μάθεις να ακούς, όπως ακριβώς θα άκουγες το παιδί της καλύτερής σου φίλης, όταν θα καταφέρεις να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου ώστε να αφήσεις να περάσουν μέσα σου τα λόγια του, τότε θα δώσεις τις σωστές απαντήσεις. Μην με ρωτήσεις ποιες είναι αυτές. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο. Θα έρθουν μόνες τους στο στόμα σου και θα ξεχειλίζουν κατανόηση και αποδοχή. Και τότε το παιδί σου, όσο χρονών κι αν είναι θα σου λέει περισσότερα. Κι αν δεν στα έλεγε μέχρι τώρα δεν είναι γιατί φοβόταν την τιμωρία, μεγάλωσε πια άλλωστε, θα είναι γιατί δεν θα νιώθει οτι ξεμπροστιάζεται, αλλά ότι σου μεταφέρει την αλήθεια του.
Και τότε, με τον καιρό θα δες, ότι τα τηλεφωνήματα θα πυκνώσουν, γιατί στην άλλη γραμμή δεν περιμένει μια μάνα που απαιτεί να ξέρει τα πάντα, που «πρέπει» να την παίρνεις και κανένα τηλέφωνο για να μην γκρινιάζει, αλλά γιατί απέναντι είναι η μάνα-άνθρωπος, ισότιμα, ντόμπρα που θα σε ακούσει πλέον σαν φίλος αλλά έχει το μπόνους ότι αυτή θα σε «πονέσει» όπως κανείς άλλος.
Και έτσι, μαγικά, και απλά και ανώδυνα θα έρθει η μέρα που θα σηκώσεις το τηλέφωνο με το γνωστό ήχο και τη γνωστή φωτογραφία που έχεις σώσει στο κινητό σου, και δεν θα θέλει βοήθεια, συμβουλή ή οτιδήποτε. Θα θέλει μόνο να δει πως είσαι γιατί ήθελε να ακούσει τη φωνή σου.
Κι εσύ από συνήθεια θα πεις «έλα παιδί μου, τι κάνεις, θες κάτι;»
κι εκείνο θα σου πει «όχι, ήθελα απλά να δω τι κάνεις».
Κι έτσι θα είναι.