Κάθε Σεπτέμβρη το ίδιο σενάριο. Αγορές των σχολικών ειδών στο βιβλιοπωλείο.
Φαίη Ζησοπούλου
Αυτή η διαδικασία που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και που κάθε φορά που τη σκέφτομαι γεμίζει το «είναι» μου, με ένα τεράστιο ΩΧ.
Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει να κάνω τέτοιου είδους ψώνια με το παιδί μου, άλλωστε μια φορά το χρόνο συμβαίνει. Είναι ότι όλες οι μαμάδες, μαζί κι εγώ, δίνουμε ραντεβού τις ίδιες ώρες και μέρες στα ίδια βιβλιοπωλεία με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα χάος απ’ όπου θα βγεις ξεμαλλιασμένη, ποδοπατημένη και ξαλαφρωμένη που τέλειωσε και φέτος αυτό το μαρτύριο.
Μάνες με λίστες στα χέρια, τρέχουμε σαν αλλοπαρμένες από ράφι σε ράφι για να αγοράσουμε το κίτρινο τετράδιο της επικοινωνίας, το πράσινο τετράδιο των εικαστικών, το πορτοκαλί για την έκθεση, τόσες σελίδες αυτό το ένα, άλλες το άλλο, με χώρισμα στις σελίδες, μισό μισό, τρία τέταρτα, με κουτάκια, με τετραγωνάκια, με σκληρό εξώφυλλο, με ημίσκληρο και ένα σωρό λεπτομέρειες που αν δεν προσέξεις θα πρέπει να ξανάρθεις και να περάσεις άλλη μια φορά όλο αυτό.
Μετά έρχεται η σειρά της χειροτεχνίας. Χαρτόνι χοντρό, χαρτόνι ψιλό, γυαλιστερό, μπλοκ ζωγραφικής, κηρομπογιές τάδε, ξυλομπογιές δείνα, μαρκαδόροι έτσι, χάρακες γιουβέτσι, μολύβια, μηχανικά μολύβια, αποτέτοια στυλό και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Στα ράφια συνήθως υπάρχουν δεινοπαθούσες υπάλληλοι που προσπαθούν στωικά στην αρχή, να εξυπηρετήσουν όλες εμάς, τις ορδές μανάδων που ρωτάμε που είναι η κόλλα τάδε, το ψαλιδάκι με την στρογγυλή μύτη και η γόμα με τις δύο πλευρές. Όσο εσύ ρωτάς το πιτσιρίκι έχει φύγει από κοντά σου γιατί του έχει γυαλίσει μια σχολική τσάντα με ένα απαίσιο τέρας και σε τραβολογάει από το μανίκι να τη δεις.
Φορτωμένες με όσα καταφέραμε να συλλέξουμε τρέχουμε όλες μαζί πάλι, προς τις τσάντες δίπλα στις οποίες παιδάκια κλαίνε γιατί δεν τους αρέσουν αυτές που τους διάλεξε η μαμά τους, αλλά κοπανιούνται γιατί θέλουν ΑΥΤΗ την συγκεκριμένη με τις καρδούλες ή με τον τάδε σούπερ ήρωα και άλλα μουτρώνουν γιατί δεν τους αρέσει τίποτα.
Απηυδισμένες από το ποδοπάτημα, τη ζέστη, το φόρτωμα, τη φασαρία και τον πανικό στήνουμε και έναν ωραίο καυγά με το μικρό «θα πάρεις αυτή που σου λέω εγώ», «δεν δίνω 50 ευρώ για σχολική τσάντα που θα την κάνεις κουρέλι σε 4 μήνες και θα θέλουμε άλλη», «μην μου φωνάζεις εμένα, γιατί δεν σου παίρνω τίποτα» και μέσα σε αυτό το όμορφο, εορταστικό κλίμα περνάμε στα ντοσιέ και τα ντύματα για τα βιβλία.
Πλαστικά ντοσιέ τάδε χρωματισμού ένα για κάθε μάθημα, ροδελάκια για να μην σκιστούν οι σελίδες – που θα σκιστούν δεν πα να βάλεις όλο το κουτί πάνω στις τρύπες – και αφού είσαι έτοιμη για το ταμείο το μικρό σε ικετεύει να του πάρεις και ένα μολύβι που δεν είναι στη λίστα, αλλά είναι στη καρδιά του παιδιού, που έχει ένα γουνάκι στην άκρη, κρέμονται πυροτεχνήματα από πάνω του, έχει πετρούλες κολλημένες στα πλαϊνά και ρωτάς «μα πως θα γράφεις με αυτό παιδί μου;» και σου λέει «δεν θα γράφω με αυτό». Ντογκ!
Φορτωμένη στο ταμείο, πληρώνεις τη λυπητερή που πάνω κάτω είναι στα 75 ευρώ (κάθε χρόνο τσεκαρισμένο, για δημοτικό δημοσίου μιλώντας) και τρέχεις στο σπίτι γιατί έχεις – μαντέψτε – να ντύσεις ΟΛΑ τα βιβλία με την ρημαδοδιαφάνεια. Όχι, λες δεν θα πετάξω τα λεφτά μου στο βιβλιοπωλείο για να μου τα ντύσουν, θα το κάνω μόνη μου.
Πας σπίτι ξεκινάς την διαδικασία, στραβώνει η κόλλα, κάνει φουσκαλίτσες πάνω στο βιβλίο που προσπαθείς να σπάσεις με καρφίτσα αλλά δεν γίνεται δουλειά, προσπαθείς να το ξεκολλήσεις γιατί το έκανες σκατά, χαλάς το βιβλίο, το μικρό οδύρεται «μου χάλασες το βιβλίο», τα παρατάς. Πας βιβλιοπωλείο, αγοράζεις καινούριο βιβλίο και αφήνεις και όλα τα υπόλοιπα βιβλία για ντύσιμο. Όχι θα κάτσεις να σκάσεις.
Άντε και του χρόνου!