Στη σχολική λειτουργία πολλοί παράγοντες συλλειτουργούν και καθορίζουν το αποτέλεσμα. Μπορούμε όμως να ισχυριστούμε με βάση τα πορίσματα της διαχρονικής παιδαγωγικής έρευνας ότι ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι πρωταρχικός και καταλυτικός για τη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση, για την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση των παιδιών και των νέων.
Του Νίκου Τσούλια
Και η επιμόρφωσή τους είναι το βασικό όχημα της διαρκούς ανανέωσης της επιστημονικής και παιδαγωγικής αποσκευής των. Είναι το θεμελιακό πεδίο μέσω του οποίου μπορούν να εισαχθούν καινοτομίες και μεταρρυθμίσεις στο σχολείο.
Η επαγγελματική ταυτότητα του εκπαιδευτικού διαμορφώνεται εξελικτικά σε αλλεπάλληλες φάσεις, όπως είναι η βασική εκπαίδευση, η διαδικασία υποδοχής του νεοδιόριστου στο σχολείο, η εισαγωγική επιμόρφωση, η ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση, η μετεκπαίδευση και φυσικά η άσκηση του έργου του[1] καθώς, αφού οι εκπαιδευτικοί τώρα έχουν ανάγκη, όσο ποτέ άλλοτε, να επικαιροποιήσουν και να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους μέσω της ενδοϋπηρεσιακής μάθησης[2]. Χωρίς την σωστή κατάρτιση δεν μπορούμε να μιλάμε για σωστή άσκηση του επαγγέλματος[3], γιατί αυτό που αναμφίβολα προστατεύει τους εκπαιδευτικούς κοινωνικά και σε σχέση με την δημόσια εικόνα τους είναι ακριβώς η ειδική επαγγελματική κατάρτιση[4].
Ο Πιαζέ θεωρεί ως προϋπόθεση κάθε σχεδιαζόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης την εκπαίδευση των διδασκόντων σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και το πρόβλημα έχει κατ’ αυτόν δύο πλευρές, την κοινωνική και την πνευματική – ηθική[5], γιατί ανώτατος σκοπός της επιμόρφωσης είναι ο μετασχηματισμός του σχολείου ως κοινωνικού θεσμού[6]. Βέβαια, η επαγγελματική κατάρτιση και η μόρφωση και η παιδεία βρίσκονται σε μόνιμη αντιπαλότητα και σύγκρουση, ενώ η ανοιχτή κοινωνία προϋποθέτει την παιδεία και την μόρφωση και όχι αποκλειστικά και μόνη την επαγγελματική κατάρτιση[7].
Το κίνημα επαγγελματοποίησης των εκπαιδευτικών αναζητεί να μεταρρυθμίσει και την δομή της διδασκαλίας και την πορεία της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών[8] και είναι αναγκαία η αναβάθμιση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και την αρτιότερη βασική κατάρτιση και επιμόρφωση του διδακτικού προσωπικού[9].
Η ποιότητα της μάθησης των εκπαιδευτικών πηγάζει και από την ποιότητα των κλάδων τους και των σχολείων ως κοινοτήτων μάθησης[10], κυρίως στη χώρα μας, όπου η μόρφωση των εκπαιδευτικών είναι ακόμη προσανατολισμένη σ’ ένα ξεπερασμένο θεωρητικό και δεοντολογικό στάδιο[11]. Επιπλέον, η αυτο–αξιολόγηση είναι ένα βασικό συστατικό της αυτο–εικόνας και της αυτο–αντίληψης και είναι μια όψη-κλειδί της κατάρτισης των εκπαιδευτικών για να την ενδυναμώσουν[12]
Εφόσον η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών είναι πολύμορφη, οποιαδήποτε επιμορφωτική πολιτική πρέπει να παρουσιάζει υψηλούς βαθμούς συμπληρωματικότητας, προσθετικότητας και συνέργειας με άλλα εκπαιδευτικά μέτρα που εντάσσονται στη συνολική εκπαιδευτική πολιτική, δηλαδή, η επιμορφωτική πολιτική πρέπει να είναι ολιστική στα πλαίσια της οποίας οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν ως Υποκείμενα και ως Αντικείμενα[13]. Η σχολική γνώση εκφράζεται μέσα από τα σχολικά προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια, την κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την εκπαιδευτική τελετουργία, την οργάνωση του σχολικού συστήματος.
Επομένως, χρειάζεται να αναπτυχθεί ένα δίκτυο τεκμηρίωσης και πληροφόρησης των εκπαιδευτικών[14] και θα μπορούσε να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει άλλη σωτηρία της εκπαίδευσής μας από την διαρκή μόρφωση των εκπαιδευτικών[15]. Σε κάθε περίπτωση, τόσο στο επίπεδο της βασικής εκπαίδευσης όσο και στο επίπεδο της ενδο-υπηρεσιακής, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών θεωρείται θέμα πολυδιάστατο και συνδεδεμένο με όλες τις πτυχές της εκπαίδευσης[16], ενώ οι νέες αντιλήψεις για το επάγγελμα του δασκάλου και οι προσπάθειες που καταβάλλονται είναι για να γίνει περισσότερο αυτόνομο[17], για να απελευθερωθούν νέες δημιουργικές δυνάμεις των παιδαγωγών και για να ενισχυθεί ο ρόλος τους στις πολλαπλές κοινωνικές προκλήσεις της εποχής.
Το όποιο έλλειμμα της πολιτείας στην επιμόρφωση θεωρώ ότι είναι υποχρεωμένοι οι εκπαιδευτικοί να το καλύψουν στο μέτρο του δυνατού μέσω της δικής τους αυτό-επιμόρφωσης και αυτομόρφωσης. Ούτως ή άλλως, ο σημερινός εκπαιδευτικός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να επαναπαυτεί στα εφόδια που έλαβε από το πανεπιστήμιο, γιατί μια τέτοια στάση θα υπονόμευε ευθέως την αξία της διδασκαλίας τους και της παιδαγωγικής τους δυναμικής.
[1] Ομάδα εργασίας του ΥΠ.Ε.Π.Θ., Κ. Ανθόπουλος κλπ
[2] Α. Craft, Continuing Professional Development
[3] P. Obanya
[4] B. Charlot, Οι εκπαιδευτικοί μπροστά στο σχολείο που αλλάζει
[5] Α. Δανασσής–Αφεντάκης, Μάθηση και ανάπτυξη
[6] Κ. Ανθόπουλος, Β. Δαγκλής, Επιμορφωτικά κέντρα για διαρκή αυτομόρφωση, αυτοεπιμόρφωση και έρευνα
[7] Χ. Τσολάκης
[8] D. Labaree, D. Power, Knowledge, and the Rationalization of Teaching
[9] Α. Καζαμίας, Ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός και ελληνική εκπαίδευση
[10] P. Knight, Learning from schools
[11] Π. Ξωχέλλης, Παιδαγωγική του Σχολείου
[12] J. Eggleston, Teaching Teachers to Assess
[13] Γ. Μαυρογιώργος, Σχέδιο πρότασης για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
[14] Α. Ανδρέου, Οι σχολικοί θεσμοί στην κοινωνία των πληροφοριών
[15] Χ. Τσολάκης, Βασική κατάρτιση και εισαγωγική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
[16] Μ. Ιωαννίδου–Κουτσελίνη, Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών μέσα από Έρευνα Δράσης
[17] Π. Περσιάνης, Τρία μοντέλα αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών